Αυτό λοιπόν λαχταρούσες; – αυτό σου στέρησε ο κορωνοϊός;


Να καβαλήσεις το αμάξι σου, στο πίσω κάθισμα στριμωγμένα τα παιδιά και η πεθερά, το πορτ-μπαγκάζ ξέχειλο από συμπράγκαλα, να φουλάρεις βενζίνη και να βγεις στην Εθνική…

Μια θάλασσα, ένας ωκεανός από γυαλί και λαμαρίνα που ανάβει στο λιοπύρι.

Νησίδες τα διόδια όχι για να ξαποστάσεις μα για να ξεπαραδιαστείς – «τρία ευρώ εδώ, τρία στη Θήβα, τρία στην Τραγάνα και ούτω καθεξής… καλύτερα να είχαμε πάρει το αεροπλάνο!».

«Σταμάτα, Τάκη, τις υπερβολές και στάσου όπου μπορείς στο πλάι του δρόμου, ο μικρός θέλει τσίσα».

«Να μην ξαποστάσουμε στην καφετέρια στον Αγιο Κωνσταντίνο;».

«Τρελάθηκες; Θα τα κάνει στο μεταξύ πάνω του!».

Μα και να τα άντεχε η τσέπη σας τα πέντε αεροπορικά εισιτήρια, στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» επικρατεί χάος. «Ακούστε με παρακαλώ!» ξελαρυγγιάζεται η συνοδός εδάφους. «Αναζητούμε πέντε εθελοντές να ταξιδέψουν με τη βραδινή πτήση. Θα αποζημιωθούν με εκατό ευρώ ο καθένας!».

«Κατάλαβες; Εχουν διπλοπουλήσει τις θέσεις!» λες στη γυναίκα σου. Κοιτάζεστε με νόημα, ένα πεντακοσάρικο ρεγάλο από την εταιρεία δεν θα σας κακόπεφτε.

Αξίζει από την άλλη να ξεροσταλιάσετε τόσες ώρες, Μεγάλη Παρασκευή, στο αεροδρόμιο; «Το έχω τάμα να προσκυνήσω τον Επιτάφιο στο χωριό μου!» σας βγάζει από το δίλημμα η γιαγιά.

Αφίκνεισαι κάποτε από αέρος ή από ξηράς στον προορισμό σου. Στο εξοχικό. Στο πατρικό της πεθεράς σου που το ανακαίνισες -πού να μην έσωνες! – πριν από την κρίση του 2010. Εβαλες πλακάκι ιταλικό στο μπάνιο, έσκαψες μια μεγάλη γούρνα και την ονόμασες πισίνα, έχτισες καρβουνιέρα με πυρίμαχα τούβλα για να κάνεις μπάρμπεκιου.

Ξεφορτώνεις τα μπαγκάζια, τρέχεις με την ψυχή στο στόμα στο κρεοπωλείο, μη δώσει σε άλλον ο χασάπης το αρνί και τα αντεράκια που έχεις παραγγείλει.

Η γυναίκα σου ξετυλίγει από τις χαρτοπετσέτες τα κόκκινα αβγά που έβαψε στο Παγκράτι.

Η θυγατέρα σου θρηνεί επειδή η λαμπάδα της -λαμπάδα πολυτελείας, με την Μπάρμπι – κάπου πιάστηκε κι έσπασε, υπόσχεσαι να της την αντικαταστήσεις, «πού θα βρεις εδώ τέτοια;» σε ρωτάει καχύποπτα.

Η πεθερά σου ανάβει την τηλεόραση και βουλιάζει στον καναπέ, είναι κατάκοπη από το ταξίδι, δεν θα πάει στην εκκλησία, θα παρακολουθήσει την περιφορά του Επιταφίου της Μητρόπολης στην Πλάκα, «αχ τα πλακιώτικα στενά!» στενάζει νοσταλγικά, σάμπως την κουβαλήσατε διά της βίας στη γενέτειρά της…

Το επόμενο πρωί, προτού αριβάρουν τα σόγια, πηγαίνετε για καφέ στο πεντάστερο ξενοδοχείο, τρία χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό. Ο αέρας μυρίζει (ευωδιάζει ή ζέχνει; ζήτημα γούστου) μαγειρίτσα, η οποία βράζει σε μεγάλα καζάνια για να σερβιριστεί σε εκατοντάδες ενοίκους.

Ασπρουλιάρηδες Γερμανοί, Εγγλέζοι, Σκανδιναβοί αράζουν ημίγυμνοι στις ξαπλώστρες, ρουφάνε ήλιο και μπύρα. Οι Κινέζοι αντιθέτως προτιμούν τη σκιά. Κυκλοφορούν με πλατύγυρα καπέλα, με κεφαλομάντηλα, και φωτογραφίζουν ακατάπαυστα, αγχωμένα – θέλουν ό,τι αντικρίζουν να το μετατρέψουν σε πίξελ για να το πάρουν στην πατρίδα τους.

Μεσάνυχτα παρά δέκα φτάνετε στην εκκλησία του χωριού. Οι πιο ανυπόμονοι σκάνε ήδη βαρελότα, ο παπάς διακόπτει τη λειτουργία και κατσαδιάζει το ποίμνιο, «πέρυσι» τους θυμίζει «θρηνήσαμε νεκρό!», φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

Με το που ακούγεται το «Χριστός Ανέστη», με το που παίρνουν το Αγιο Φως, σπεύδουν όλοι ξελιγωμένοι από την πείνα στο εορταστικό τραπέζι. Ο,τι τοξίνες νήστεψαν θα τις υπεραναπληρώσουν σε ένα εικοσιτετράωρο.

Την Κυριακή του Πάσχα ψήνεις, σουβλίζεις, τσακώνεσαι με τον κουνιάδο σου για τα πολιτικά, για το ποδόσφαιρο.

Η κόρη σου σε διαολίζει, δεν ξεκολλάει από το τάμπλετ, της το αρπάζεις τελικά από τα χέρια και βάζεις στο γιουτιούμπ λαϊκά, «έτσι γλεντάει ο κόσμος!» της ανακοινώνεις. Σηκώνει εκείνη αδιάφορα τους ώμους κι εσύ νιώθεις σχεδόν γραφικός.

Εχεις αρχίσει από το πρωί τα τσίπουρα, θέλεις να ξαποστάσεις, να ξεζαλιστείς. Σωριάζεσαι στο ασθενικό γρασίδι. Ολα γυρίζουν, όλα θολώνουν.

Η άποψη του κουνιάδου για τον Μητσοτάκη, η προτροπή του γείτονα να κάνεις το εξοχικό αιρ-μπι-εν-μπι, το σουτιέν που δεν φοράει η μεγάλη ανιψιά της γυναίκας σου.

Ενα Πάσχα κυρίως, προ εκατομμυρίων -σου φαίνεται – ετών, σε κάτι ενοικιαζόμενα στους Παξούς, τότε που ήσασταν ερωτευμένοι. Απ’ την ονειροπόληση σε βγάζει η πεθερά σου, της έρχεται – ολολύζει – σκοτοδίνη, «άντε βρε Τάκη να της φέρεις τα χάπια της πίεσης!» σε προστάζει η γυναίκα σου…

Αυτό λοιπόν λαχταρούσες; Αυτό σου στέρησε ο κορωνοϊός;
Μακάρι όταν τελειώσει όλο αυτό να λογαριαστούμε.

Οχι με τους άλλους. Με τους εαυτούς μας.

Μακάρι να αλλάξουμε τρόπο να ζούμε. Και να γιορτάζουμε.

Του Χρήστου Χωμενίδη
tanea.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2020/04/blog-post_403.html

Share.