[ccpw id="136103"]

Θέμα εκ της φύσεώς του άκρως πολιτικά ευαίσθητο, διότι η μεν αντιπολίτευση κατά τα γνωστά λαϊκιστικά νεοελληνικά ειωθότα ούρλιαζε για υπέρογκες αυξήσεις, ο δε Καραμανλής ήθελε να υπάρξει μία λύση η οποία και τη λαϊκή προσδοκία να ικανοποιεί, αλλά και να μη ξεφεύγει των δυνατοτήτων του Προϋπολογισμού.

Προσπαθώντας να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση εντός ρεαλιστικών πλαισίων, είπε στους υπουργούς και λοιπούς παρισταμένους να ανταλλάξουν εκτενείς απόψεις και να του παρουσιάσουν μία συναινετική εισήγηση εντός δύο ωρών.

Ο ίδιος δεν ανεμίχθη στη συζήτηση, αλλά τους παρακολουθούσε σιωπηλός να επιχειρηματολογούν μεταξύ τους.

Η ώρα περνούσε, ο διάλογος συνεχιζόταν έντονος, συμπέρασμα δεν έβγαινε και κάποια στιγμή ο Καραμανλής ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε:

“Τέλος! Η αύξηση θα είναι τόσο.”

Και φυσικά ουδείς διενοήθη να φέρει την παραμικρή αντίρρηση.

Τι αποκαλύπτει αυτή η ιστορία;

Ότι καλή η συναίνεση και ο διάλογος και αυτά πρέπει να αναζητεί κάθε κυβερνήτης, αλλά στο τέλος πρέπει να παίρνονται αποφάσεις και όχι ο διάλογος να τραβάει επ’ αόριστον.

Ο διάλογος στην Ελλάδα είναι μία αρχαία υπόθεση. Αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του κλασσικού αιώνα με επίκεντρο την Πνύκα, αλλά αποτέλεσε και την βάση της σωκρατικής φιλοσοφίας.

Η περίφημη μαιευτική βασίζεται στον εξαντλητικό διάλογο μεταξύ του φιλοσόφου και του συνομιλητή του, ο οποίος τελικά κατέληγε στα συμπεράσματα που ήθελε να αναδείξει ο Σωκράτης, με την συναίνεση του άλλου συνδιαλεγομένου.

Στις μέρες μας αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1980 ο διάλογος εξέπεσε από φιλοσοφικό όχημα, σε μέθοδο κωλυσιεργίας και ματαιώσεως λήψεως αποφάσεων.

Ο διάλογος περιήλθε στα χέρια των επαγγελματιών δια βίου συνδικαλιστών και των αιωνίων φοιτητοπατέρων, μοναδικό μέλημα των οποίων ήταν να μην προχωρήσει καμία εκσυγχρονιστική αλλαγή σε θέματα όπως ο περιορισμός του κρατισμού, το ασφαλιστικό σύστημα η μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης και η πολύπαθη Παιδεία, η οποία είχε εκφυλισθεί από δωρεάν Παιδεία σε δωρεάν αμάθεια.

Οσάκις η εκάστοτε κυβέρνηση προσπαθούσε να εισαγάγει μία μεταρρυθμιστική προσπάθεια, συνδικαλιστές και φοιτητοπατέρες- εν αγαστή σύμπνοια- κατέφευγαν στο κόλπο του διαλόγου.

Ενός διαλόγου ο οποίος δεν τελείωνε ποτέ με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να παγώνουν, οι υπουργοί να αντικαθίστανται, οι κυβερνήσεις να αλλάζουν, αλλά η θεσμική ακινησία να διαιωνίζεται και τα περίφημα κεκτημένα να αυξάνονται.

Ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ανέλαβε την εξουσία με σύνθημα τον διάλογο και την συναίνεση. Τον διάλογο όμως όχι ως μέθοδο ασφαλούς κωλυσιεργίας, αλλά ως προϋπόθεση για την εφαρμογή ρηξικέλευθων αλλαγών σε πολλούς τομείς του κρατικού μηχανισμού. Τούτο σημαίνει ότι προφανώς ο διάλογος πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος.

Και πράγματι κατά τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης, ο πρωθυπουργός επέφερε ορισμένες εντυπωσιακές μεταβολές στα παγιωμένα ταμπού όπως π.χ. το πανεπιστημιακό άσυλο.

Κύριο μέλημα του πρωθυπουργού υπήρξε η κατεύθυνση του διαλόγου να εστιάζει προς την αριστερά, γιατί έτσι ήλπιζε ότι και την κρίσιμη συναίνεση θα πετύχει, αλλά και την εκλογική βάση του κόμματός του θα διευρύνει.

Στην αρχή το νέο αυτό πολιτικό εγχείρημα έδειξε να πετυχαίνει, κυρίως διότι ο πρωθυπουργός κατέλαβε τους πολιτικούς του αντιπάλους εξ απήνης.

Συν τω χρόνω όμως αυτοί άρχισαν να ανασυντάσσονται και να επανέρχονται στις παλαιές και δοκιμασμένες πρακτικές της κωλυσιεργίας και του ατέρμονος διαλόγου. Έτσι ο μεταρρυθμιστικός οίστρος άρχισε να παγώνει, οι καινοτόμες αποφάσεις να σέρνονται, και γενικότερα, κατά το κοινώς λεγόμενον, το κρασί να νερώνει.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίφημη ΛΑΡΚΟ. Πόσα χρόνια γίνεται διάλογος για τη διάσωσή της; Από εποχής αειμνήστου Αρσένη και των λεγομένων προβληματικών επιχειρήσεων.

Και αφού καμία από τις πολλές προσπάθειες δεν τελεσφόρησε, σήμερα γίνεται μία ακόμη προσπάθεια διάσωσης με χρήματα των φορολογουμένων. Δηλαδή ο διάλογος συνεχίζεται στην πράξη. Θα επιτύχει αυτή την φορά;

Δεν μου φαίνεται.

Επίσης τα πτωχευμένα ΕΛΤΑ συντηρούνται στην ζωή με ενέσεις από το κράτος, τα οποία ΕΛΤΑ ξοδεύουν το 70% των εσόδων τους για τη μισθοδοσία του προσωπικού και τελικά έφθασαν στο σημείο να παρακρατούν τα χρήματα των καταναλωτών της ΔΕΗ για να επιβιώσουν. Ενώ οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες έχουν αλλάξει τη μορφή του κόσμου, τα ΕΛΤΑ παραμένουν στην εποχή που σαλιώναμε το γραμματόσημο και τον φάκελο αλληλογραφίας.

Βέβαια ο μόνιμος αντίλογος στον αιώνιο διάλογο για τη βιωσιμότητα αυτών των επιχειρήσεων είναι τι θα γίνουν οι εργαζόμενοι αν αυτές κλείσουν.

Αυτή η λογική όμως δεν λύνει το πρόβλημα και οδηγεί στη δημιουργία νέων προβληματικών, σαν αυτές που βούλιαξαν την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα τη δεκαετία το 1980.

Στη χειρότερη περίπτωση ας γίνει αυτό που είχε πει ο δυσφημισμένος πλην αποτελεσματικός πολιτικός Στέφανος Μάνος.

Είναι προτιμότερο να κλείσουν οι εταιρίες και το Δημόσιο να εξακολουθήσει να καταβάλλει ένα μεγάλο μέρος του μισθού στους εργαζομένους, παρά αυτές να παραμένουν ανοιχτές και τελικά να βουλιάξουν κράτος εταιρίες και εργαζόμενοι όλοι μαζί.

Αν η κυβέρνηση δεν επανέλθει στους αρχικούς ρυθμούς της τότε κινδυνεύει να χάσει πολλούς παραδοσιακούς ψηφοφόρους της φιλελεύθερης σκέψης αλλά και απλούς κεντρώους που θέλουν επιτέλους να λαμβάνονται αποφάσεις και να λύνονται χρονίζοντα προβλήματα και όχι τα πράγματα να σέρνονται επ’ αόριστον.

Φυσικά κάποιοι μπορεί να σκέπτονται πονηρά ότι ψηφοφόροι με το προαναφερθέν προφίλ δεν μπορεί να φύγουν γιατί δεν υπάρχει συγγενές προς την ΝΔ κόμμα να τους στεγάσει.

Μη ξεχνάμε όμως ότι μέχρι τις επόμενες εκλογές έχουμε ακόμη τουλάχιστον τρία χρόνια όπως τουλάχιστον δηλώνει ο πρωθυπουργός.

Και καθ’ όλο αυτό το διάστημα η συνοχή και η ενότητα του κυβερνώντος κόμματος θα δοκιμάζονται. Άλλωστε το δόγμα της ήπιας προσαρμογής δοκιμάστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ και απέτυχε παταγωδώς, με αποτέλεσμα κερδισμένα να βγουν τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος και να επικρατήσει ένας άκρατος λαϊκισμός που τελικά μόνο καταστροφικές συνέπειες είχε για την χώρα.

Συμπέρασμα: βεβαίως ο διάλογος και η συναίνεση είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιτευχθούν καινοτόμες μεταρρυθμίσεις, αλλά χρειάζεται και αποφασιστική θέληση και πυγμή ώστε τελικά να επιβάλλονται σύντομα οι αλλαγές, εφ όσον οι προσδοκώμενες μακροπρόθεσμα κοινωνικές και οικονομικές ωφέλειες είναι μεγαλύτερες από το όποιο βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος.

Του Θεοδόση Μπουντουράκη
capital.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2020/03/blog-post_647.html