Τέρμα τα λόγια, ώρα για πράξεις.

Μέχρι σήμερα, παρά τις αλλεπάλληλες αποφάσεις περί επιβολής εμπάργκο όπλων στη Λιβύη – η πρώτη ελήφθη το 2011, μετά την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι… – ουδείς έχει προσπαθήσει και, πολύ περισσότερο, έχει καταφέρει να το επιβάλλει.

Είναι δε προφανές ότι εάν αυτό δεν αλλάξει, οι συζητήσεις και παραινέσεις για ειρήνη δεν θα έχουν κανένα αντίκρυσμα ή αποτέλεσμα.

Ακόμη και η τελευταία σχετική απόφαση, η οποία ελήφθη στη διεθνή σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο τον Ιανουάριο, έχει μείνει στα χαρτιά.

Οι πάντες, άλλωστε, γνωρίζουν ότι οι δύο μεγαλύτερα και αντίπαλα στρατόπεδα συνέχισαν, στη διάρκεια του μήνα που μεσολάβησε από τότε, να λαμβάνουν ενισχύσεις από τους ισχυρούς υποστηρικτές τους:

  • Η κυβέρνηση του Φαγέζ αλ-Σάρατζ από την Τουρκία και 
  • οι δυνάμεις του Χαλίφα Χαφτάρ από την Ρωσία και την Αίγυπτο.

Χθες, όμως, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ αποφάσισαν ότι πρέπει επιτέλους κάτι να κάνουν γι’ αυτό το θέμα.

Για πολλούς λόγους:

Ο ένας είναι πως όσο τα όπλα συνεχίζουν να φτάνουν στα χέρια των εμπολέμων στη Λιβύη, ο πόλεμος στη γειτονιά της Ευρώπης θα κλιμακώνεται και ο κίνδυνος επέκτασής του θα εντείνεται – μαζί με την απειλή νέων προσφυγικών κυμάτων.

Ώρα για δράση

Ο άλλος λόγος αποτυπώθηκε στα όσα είπε σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα του Politico ο στρατηγός Κλαούντιο Γκρατσιάνο, ο οποίος από το 2018 είναι επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής της ΕΕ.

Αφού προειδοποίησε ότι ποτέ στη ζωή του και παρά την μεγάλη εμπειρία του δεν έχει δει «πραγματικό πόλεμο τόσο κοντά στην πόρτα της Ευρώπης», ο Ιταλός αξιωματικός τόνισε ότι εάν δεν γίνει ούτε τώρα κάτι, θα σταλεί «ένα εξαιρετικά αρνητικό μήνυμα», που θα σημαίνει ότι η ΕΕ «δεν είναι σε θέση να βρει λύση».

Υπό το βάρος αυτών των εκτιμήσεων και των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει, καθώς και κάτω από την πίεση που ασκούν τόσο ορισμένες χώρες (κυρίως η Γαλλία) όσο και η πρόεδρος της νέας Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, οι «27» αποφάσισαν να κάνουν ένα βήμα:

Αφού τερμάτισαν και επισήμως την «Επιχείρηση Σοφία» (η οποία ούτως ή άλλως είχε αδρανήσει εδώ και αρκετούς μήνες), αποφάσισαν την έναρξη μιας καινούριας, η οποία μάλιστα έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

Πλέον, αντί η προσοχή και η επέμβαση να επικεντρώνεται στους πρόσφυγες που ξεκινούν από τα παράλια της Λιβύης προς την Ευρώπη (αρκετές χώρες, με πρώτη και καλύτερη την Αυστρία που απειλούσε με βέτο, υποστήριζαν ότι με τον τρόπο αυτό αυξάνονται οι ροές αντί να μειώνονται),

…ζητούμενο θα είναι να ελεγχθεί η εφαρμογή του εμπάργκο όπλων και να μην επιτραπεί σε κανέναν να ενισχύει τα αντίπαλα στρατόπεδα, του αλ-Σάρατζ και του Χαφτάρ.

Τι μπορεί σημαίνει κάτι τέτοιο στην πράξη, ειδικά εάν η χθεσινή απόφαση εφαρμοστεί κατά γράμμα;

Πολύ απλά, ότι στην περίπτωση που κάποιο αεροσκάφος ή πλοίο ξένης χώρας εκτιμάται ότι μεταφέρει όπλα, μισθοφόρους ή στρατιώτες στη Λιβύη, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που θα αναπτυχθούν οφείλουν να το σταματήσουν και να το ελέγξουν, με κάθε τρόπο.

Είναι έτοιμη η Ευρώπη;

Στη περίπτωση, λοιπόν, που Μόσχα και Άγκυρα αγνοήσουν τα περί εκεχειρίας και εμπάργκο και συνεχίσουν να ενισχύουν τους εκλεκτούς τους, τότε πολύ σύντομα θα δούμε μια εικόνα η οποία για τους περισσότερους φάνταζε και εξακολουθεί να φαντάζει ως αδιανόητη:

Ευρωπαϊκές δυνάμεις (μαζί τους προφανώς και ελληνικές, με βάση τις δεσμεύσεις τις κυβέρνησης) να βρίσκονται αντιμέτωπες με ρωσικά και τουρκικά πλοία και μαχητικά, με το δάχτυλο στη σκανδάλη.

Χωρίς να αποκλείεται, μάλιστα, σύντομα κάτι ανάλογο να επαναληφθεί και επί εδάφους, μιας και χωρίς την εμπλοκή του… πεζικού δεν γίνεται τίποτα.

Είναι, άραγε, έτοιμη η Ευρώπη να αναλάβει ένα τέτοιο ρίσκο και μάλιστα χωρίς την άμεση εμπλοκή και συνδρομή των – έμπειρων σε τέτοιες υποθέσεις – Αμερικανών;

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2020/02/blog-post_169.html

Share.