[ccpw id="136103"]

Αυτές είναι οι δύο επιλογές που
προδιαγράφει ρητά η νομοθετική πρωτοβουλία που ανέλαβε ο υπουργός
Ενέργειας, Κ. Χατζηδάκης, ξεκινώντας άμεσα με τη διαδικασία της υπαγωγής
της χρεοκοπημένης κρατικής βιομηχανίας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης.

Σύμφωνα με το σχέδιο της κυβέρνησης,
μέσα στον Μάρτιο εγκαθίσταται ειδικός διαχειριστής, ο οποίος θα αναλάβει
άμεσες πρωτοβουλίες για τη μείωση του κόστους, ξεκινώντας από τη μείωση
του μισθολογικού κόστους κατά 25% μεσοσταθμικά. 

Θα ακολουθήσει fast
track διαδικασία διαιτησίας για τις διαφορές της ΛΑΡΚΟ με το Δημόσιο σε
σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του συγκροτήματος της Λάρυμνας και στη
συνέχεια θα ακολουθήσει πλειοδοτικός διαγωνισμός για το σύνολο ή μέρος
του ενεργητικού. 

Θα γίνουν δύο χωριστοί διαγωνισμοί για τα πάγια που
ανήκουν στην εταιρεία (εργοστάσιο) και τις παραχωρήσεις του Δημοσίου
(ορυχεία). 

Τα δύο πακέτα, εργοστάσιο Λάρυμνας και ορυχεία, θα πουληθούν
την ίδια μέρα προκειμένου να υπάρξει ο ίδιος πλειοδότης που θα αναλάβει
την εταιρεία ελεύθερη βαρών. 

Εφόσον δεν μεταβιβαστεί σε διάστημα ενός
έτους το 75% του ενεργητικού σε επενδυτή, τότε θα κατατεθεί αίτημα
πτώχευσης.

Χρέη παντού

Το πρόβλημα της ΛΑΡΚΟ δεν είναι
σημερινό, ωστόσο τα χρέη που έχουν συσσωρευτεί καθιστούν αδύνατη τη
συνέχιση της υφιστάμενης κατάστασης. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η
βιομηχανία έκλεισε τη χρήση του 2018 με αρνητική θέση 308 εκατ. ευρώ,
ενώ στην τριετία 2015-2018 έχει γράψει ζημίες 148 εκατ. ευρώ. Χρωστά
πάνω από 600 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων η μερίδα του λέοντος (351 εκατ.)
στη ΔΕΗ. 

Ουσιαστικά, η συνέχιση της λειτουργίας καθίσταται εφικτή λόγω
της συνέχισης της ηλεκτροδότησης της βιομηχανίας, χωρίς η ΛΑΡΚΟ να
αποπληρώνει τις οφειλές της στη ΔΕΗ. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δ.σ.
της ΔΕΗ, που αποφασίστηκε την περασμένη Τρίτη να δοθεί μια τελευταία
παράταση, υπό τον όρο της πλήρους αποπληρωμής των λογαριασμών ρεύματος,
μειοψήφησαν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων της ΔΕΗ που ζήτησαν από τη
διοίκηση να τραβήξει την πρίζα στον μεγαλύτερο οφειλέτη της ΔΕΚΟ. 

Η
εταιρεία χρωστά ακόμα 17 εκατ. στο Δημόσιο, 8 εκατ. στον ΕΦΚΑ, 12 εκατ.
σε προμηθευτές εσωτερικού, 2,5 εκατ. σε προμηθευτές του εξωτερικού, 5
εκατ. σε εργολάβους και 4 εκατ. σε μεταφορείς. Επιπλέον, υπάρχει σε
εκκρεμότητα το πρόστιμο των 135 εκατ. ευρώ για την επιστροφή της
παράνομης κρατικής ενίσχυσης που αποφάσισε το ευρωδικαστήριο, καθώς και
άλλα 50 εκατ. ευρώ περιβαλλοντικό πρόστιμο που εκκρεμεί να υπογραφεί. 

Σημειώνεται ότι το μέσο μικτό κόστος μισθοδοσίας για τους 1.082
εργαζομένους ήταν 40.558 ευρώ, ενώ όσοι δουλεύουν πάνω από 20 χρόνια
έχουν μέσο όρο 62.500 ευρώ ετησίως. Πάντως, για να καταστεί εφικτή η
συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας, αποφασίστηκε να υπάρξει
χρηματοδότηση-γέφυρα της τάξης των 35 εκατ. ευρώ.

Ενδιαφέρον

Παρά τα προβλήματα, η εταιρεία εκτιμάται
ότι, εάν απαλλαγεί από τα σημερινά βαρίδια, μπορεί να καταστεί βιώσιμη
και να προσελκύσει επενδυτικό ενδιαφέρον. Σε αυτό βοηθά η θετική
συγκυρία και η εκτιμώμενη αύξηση της ζήτησης για νικέλιο και κοβάλτιο. 

Στο παρελθόν, στις προηγούμενες απόπειρες ιδιωτικοποίησης είχε εκδηλωθεί
ενδιαφέρον τόσο από ελληνικούς βιομηχανικούς ομίλους, όπως η Mytilineos
και η Βιοχάλκο, όσο και από διεθνείς, όπως η Glencore, η Cunico αλλά
και ρωσικών συμφερόντων εταιρείες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον
προηγούμενο διαγωνισμό που δεν ολοκληρώθηκε, το 2009, είχαν εμφανιστεί 9
εταιρείες. 

Ωστόσο, καθώς τα δεδομένα έχουν αλλάξει και οι ανάγκες για
επενδύσεις εκσυγχρονισμού έχουν αυξηθεί, είναι ερωτηματικό εάν τελικώς
θα εκδηλωθεί επενδυτικό ενδιαφέρον.

Από τις εντυπωσιακές εξαγωγές και τα κέρδη, στην παρακμή και τις ζημίες 

Η ιστορία της ΛΑΡΚΟ ξεκινά το 1952, όταν
η “Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων” του Πρόδρομου Αθανασιάδη
Μποδοσάκη αναδείχθηκε πλειοδότης στον διαγωνισμό για την παράχωση των
μεταλλείων της Λάρυμνας. 

Έντεκα χρόνια αργότερα, στις 10 Απριλίου του
1963, ιδρύθηκε με τη συνδρομή της γαλλικής Le Nickel η ΛΑΡΚΟ. 

Η πρώτη
παραγωγή 200 τόνων σιδηρονικελίου βγήκε το 1966, ωστόσο οι Γάλλοι
κρίνουν ότι η επένδυσή τους δεν αποδίδει και αποχωρούν. Η απόφασή τους
αποδείχθηκε εκ των υστέρων λανθασμένη, καθώς δύο χρόνια μετά, το 1968, η
παραγωγή της εταιρείας αυξήθηκε στους 1.700 τόνους, ενώ και οι τιμές
του νικελίου αυξάνονται. 

Η ΛΑΡΚΟ εκείνη την περίοδο απασχολούσε 620
εργάτες στα μεταλλεία και 750 στο εργοστάσιο, προμηθεύοντας με νικέλιο
μεγάλες χαλυβουργίες που κάλυπταν τις ανάγκες της ακμάζουσας
αυτοκινητοβιομηχανίας σε ανοξείδωτο χάλυβα. 

Το 1969 η βιομηχανία φτάνει
να πραγματοποιεί αστρονομικές για την εποχή εξαγωγές 30 εκατ. δολαρίων,
ενώ τα κέρδη της ανέρχονται στα 3,5 εκατ. δολάρια. 

Ακολουθεί τη δεκαετία
του ’70 ένα εκτεταμένο αυτοχρηματοδοτούμενο επενδυτικό πρόγραμμα, για
να γίνει το 1976 η ΛΑΡΚΟ η πρώτη μεταλλουργική εταιρεία που λανσάρει
στην αγορά το κοκκοποιημένο σιδηρονικέλιο. 

Ακόμα μία σημαντική επένδυση
αφορούσε την εγκατάσταση ταινιόδρομου μήκους 7,5 χιλιομέτρων στα
μεταλλεία της Εύβοιας.

Η πτώση

Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1979 ο
Αθανασιάδης Μποδοσάκης φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών,
σηματοδοτώντας το τέλος εποχής για την ιστορική βιομηχανία. Οι υψηλές
αποσβέσεις των επενδύσεων και η πτωτική τροχιά του νικελίου κλονίζουν
την εταιρεία, που το 1982 υπάγεται σε καθεστώς ελέγχου από δημόσιους
οργανισμούς. 

Το 1987 μπαίνει σε καθεστώς εκκαθάρισης εν λειτουργία και
το 1989 ιδρύεται η νέα ΛΑΡΚΟ, με μετόχους την Εθνική, τη ΔΕΗ (που
κεφαλαιοποιούν χρέη της εταιρείας) και το Δημόσιο. 

Πραγματοποιούνται
συνολικά τρεις αναδιαρθρώσεις και γίνονται αλλεπάλληλες κεφαλαιακές
ενέσεις λόγω συσσωρευμένων ζημιών. Μόνο στην περίοδο 1998-1999
καταβάλλονται 5,1 δισ. δραχμές ή, αλλιώς, 15 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία
καταφέρνει να γυρίσει σε κέρδη, λόγω και της ευνοϊκής συγκυρίας της
αγοράς των εμπορευμάτων το 2001.

Τη διετία 2006-2007, με τις τιμές του
νικελίου να φτάνουν έως και τα 50.000 δολάρια ο τόνος, η εταιρεία
καταγράφει σωρευτικά κέρδη 75 εκατ. ευρώ, που θα ήταν πολύ μεγαλύτερα
εάν δεν είχε προχωρήσει η τότε διοίκηση σε προπώληση της παραγωγής της
(hedging) σε χαμηλότερες τιμές. 

Το 2009 το Δημόσιο και η ΕΤΕ κατέβαλαν
το ποσό των 65,5 εκατ. ευρώ μέσω ΑΜΚ για να κρατήσουν την εταιρεία
ζωντανή και να προχωρήσει η αποκρατικοποίησή της. 

Ωστόσο, το 2014 η Γ.Δ.
Ανταγωνισμού με απόφασή της θεωρεί ότι τόσο η ΑΜΚ όσο και τα δάνεια που
εξασφάλισε η εταιρεία με εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου συνιστούσαν
παράνομη κρατική ενίσχυση και διατάσσει την επιστροφή 136 εκατ. ευρώ
πλέον τόκων. 

Μόνο τη δεκαετία 2009-2019 υπολογίζεται ότι η ΛΑΡΚΟ έχει
κοστίσει σωρευτικά στο ελληνικό Δημόσιο πάνω από μισό δισ. ευρώ.

Του Χάρη Φλουδόπουλου

capital.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2020/02/12.html