[ccpw id="136103"]
Ανεπηρέαστη από τον κλονισμό που έχει υποστεί το διεθνές εμπόριο τα τελευταία δύο χρόνια, η Γερμανία διατηρεί την πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες με πλεονάσματα, καθώς για τέταρτο συναπτό έτος το 2019 παρουσίασε το μεγαλύτερο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών στον κόσμο.

Η είδηση αναμένεται να εντείνει τις διεθνείς πιέσεις στην κυβέρνηση Μέρκελ, αλλά και την κριτική που της ασκείται ακόμη . εσωτερικό της χώρας για την επίμονη άρνησή της να διοχετεύσει τα πλεονάσματά της σε επενδύσεις, που θα αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση και θα αμβλύνουν τις ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία.

Πολλώ δε μάλλον, τώρα που η γερμανική οικονομία φλερτάρει με την ύφεση εδώ και πολλούς μήνες και δίνονται τακτικά στη δημοσιότητα στοιχεία που δεν συνάδουν με την εικόνα της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, τα υψηλά ποσοστά των Γερμανών συνταξιούχων που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας.

Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο Ifo, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας ανήλθε το 2019 στα 293 δισ. δολάρια και είναι αντίστοιχο με το 7,6% του ΑΕΠ της.

Δεύτερη μετά τη Γερμανία έρχεται η Ιαπωνία, με σαφώς μικρότερο πλεόνασμα, ύψους 194 δισ. δολαρίων.

Τα πλεονάσματα της Γερμανίας αντανακλούν τη διαφορά ανάμεσα στα

  • σαφώς περισσότερα γερμανικά προϊόντα που εξάγονται σε πολλές χώρες σε σύγκριση με τα 
  • πολύ λιγότερα που εισάγει η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία. 

Εχουν, όμως, προκαλέσει τις επικρίσεις του Αμερικανού προέδρου αλλά και τις νουθεσίες τόσο του ΔΝΤ όσο και της Κομισιόν, που καλούν επανειλημμένως το Βερολίνο να επενδύσει στις απηρχαιωμένες υποδομές της χώρας και γενικότερα να αυξήσει τις δαπάνες για να τονώσει την εγχώρια ζήτηση.

Ακόμη και η Ενωση Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) έχει συνταχθεί με οικονομολόγους και πολιτικούς, που επισημαίνουν πως η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει τη δυνατότητα να δανειστεί με αρνητικά επιτόκια και πρέπει να την εκμεταλλευθεί για να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό των υποδομών της.

Ο πρόεδρος της BDI και ένας εκ των πλέον επιτυχημένων επιχειρηματιών της Γερμανίας, Ντίτερ Κεμπφ, έχει υποστηρίξει ανοικτά πως πρέπει να μπει σε δεύτερη μοίρα ο κανόνας του μηδενικού ελλείμματος ιδιαιτέρως επειδή η χώρα χρειάζεται επιτακτικά γενναίες επενδύσεις στην παιδεία και στις ψηφιακές υποδομές της.

Σημειωτέον πως η BDI είχε υποστηρίξει την πολιτική του μηδενικού ελλείμματος όταν τέθηκε σε εφαρμογή πριν από μία δεκαετία, «επειδή τότε υπήρχε πραγματική ανάγκη για δημοσιονομική πειθαρχία».

Το Βερολίνο, πάντως, δεν φαίνεται να χαλαρώνει την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική του ούτε να εγκαταλείπει την πολιτική του μηδενικού ελλείμματος.

Με την ύφεση προ των πυλών, έχει αρκεστεί τελευταία να ανακοινώσει δεκαετές πρόγραμμα, που προβλέπει δαπάνες ύψους 86 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση σιδηροδρομικών δικτύων, γεφυρών και σιδηροδρόμων.

Το πρόγραμμα εντάσσεται στις προσπάθειες του Βερολίνου να στραφεί σε πράσινες πολιτικές, όπως, άλλωστε, και οι γενικότερες επενδύσεις ύψους 54 δισ. ευρώ που προορίζονται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Πέραν αυτών, πάντως, το Βερολίνο παραμένει αμετακίνητο στην πολιτική της δημοσιονομικής αυστηρότητας, όπως κατέστησε σαφές το φθινόπωρο στη σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2020/02/2019.html