[ccpw id="136103"]

Η αποχώρηση, είπα; Δεν είναι η σωστότερη λέξη αυτή! “Κάτι σαν αποχώρηση” ή “μια ολίγη από αποχώρηση” θα ήταν σαφώς ακριβέστερες εκφράσεις…

Απόψε το βράδυ, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει όντως από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποποιούμενο και όλα (σχεδόν) τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ (ψήφο, βέτο κ.λπ.).

Ταυτόχρονα όμως, θα συμμετέχει στην ενιαία αγορά, θα έχει υποχρέωση να τηρεί τις 4 βασικές ελευθερίες της Ένωσης (ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, ανθρώπων-εργαζομένων, αγαθών καθώς και εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών σε όλη την Ένωση), ενώ θα υπόκειται απόλυτα στην δικαιοδοσία και κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Συγκρίνοντας τη συγκεκριμένη εικόνα, με τους λόγους για τους οποίους (υποτίθεται ότι) οι Βρετανοί πήραν αυτήν την απόφαση, αυτό που συμβαίνει, επιτυχία δεν το λες.

Εγκατέλειψαν τη συντριπτική πλειοψηφία των δικαιωμάτων τους αλλά διατηρούν (σχεδόν όλες τις) πλήρεις υποχρεώσεις τους, χωρίς να μπορούν να έχουν λόγο στα αρμόδια όργανα, ώστε να διατηρήσουν τα (όποια) πλεονεκτήματά τους.

Πιο πολύ με πανωλεθρία της λογικής και θρίαμβο της ανίκητης μοιάζει, παρά με οτιδήποτε άλλο…

Αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί υποχρεωτικά για μία μεταβατική περίοδο 11 μηνών, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020! Τότε, είτε θα υπάρξει πλήρης αποχώρηση και θα ξεκινήσει μια νέα σχέση, είτε θα ενεργοποιηθεί παράταση.

Η Βρετανική κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα ν’ αποφασίσει πως χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να διαπραγματευτεί σωστά μια διεξοδική, συμφέρουσα και επικερδή εμπορική συμφωνία με την ΕΕ. Οπότε μπορεί να ζητήσει παράταση των διαπραγματεύσεων για 12 ή 24 μήνες.

Την απόφαση όμως εάν χρειάζεται επιπλέον χρόνο και πόσο, θα πρέπει να την λάβει μέχρι τις 30 Ιουνίου 2020. Από την 1η Ιουλίου και ύστερα, το πουλάκι θα πετάξει. Η πλήρης αποχώρηση και η τελική μορφή που θα λάβει, υποχρεωτικά θα πρέπει να συμφωνηθούν μέχρι το τέλος του έτους.

Αν αναλογιστεί δε κανείς τους χρόνους που συνήθως απαιτούνται για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας μεταξύ δύο κρατών και όχι μεταξύ ενός κράτους και μίας ένωσης 28 άλλων (δεν υπάρχει σχετικό προηγούμενο παγκόσμια και θεωρείται κάτι εξαιρετικά δυσκολότερο), μπορεί να κάνει μόνο μία σκέψη:

“Έχει ο Μεγαλοδύναμος”…

Επιπλέον, το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στον (μακρύ) χρόνο, που θ’ απαιτηθεί για να συμφωνηθούν οι συνθήκες οι οποίες θα επιτρέψουν να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι οικονομικές συναλλαγές του Ηνωμένου Βασιλείου με τον μεγαλύτερο εμπορικό του εταίρο.

Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι, την ώρα που η κυβέρνηση θα προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις να πετύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους ώστε η οικονομία να δεχθεί το μικρότερο δυνατό πλήγμα, την ίδια ώρα, αυτή η ίδια οικονομία, θα υποσκάπτει την προσπάθεια καθώς θα έχει αναστρέψει την πορεία της από σταθεροποιητική-ανοδική (ελαφρά), σε πτωτική.

Αυτή η διαπίστωση, δεν είναι μια απλή εκτίμηση της στήλης ή κάποιων αναλυτών, που θα μπορούσε να αποδειχθεί λανθασμένη. Πρόκειται για ένα γενικά και ευρύτατα παραδεκτό γεγονός, ακόμη και από τους ίδιους τους Brexiteers: τα πρώτα 2-3 χρόνια μετά την αποχώρηση, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου θα υποστεί μία κάμψη.

Η διαφορά απόψεων, τοποθετείται μετά από αυτό το διάστημα και αφού η χώρα θα έχει διαπραγματευτεί και ολοκληρώσει νέες εμπορικές συμφωνίες, με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη.

Μέχρι σήμερα δεν έχει καμία συμφωνία σε ισχύ με κανένα κράτος καθώς, ως μέλος της ΕΕ, είχε την υποχρέωση ν’ ακολουθεί τις συμφωνίες που υπογράφονται συλλογικά, μεταξύ της ΕΕ και των εμπορικών της εταίρων.

Τα ερωτήματα και οι ανησυχίες για τις τύχες της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πολλά, μεγάλα και όχι όλα γνωστά.

Το μεγαλύτερο μέρος των εταιρειών που χρησιμοποιούσαν το Νησί ως έδρα των δραστηριοτήτων τους για να έχουν πρόσβαση στην ενιαία αγορά, είτε έχουν ήδη μετακινηθεί, είτε μετακινούνται εκτός Βρετανίας αυτόν τον καιρό, διατηρώντας παρουσία ικανή να καλύψει, μόνο την εγχώρια ζήτηση. Επομένως, μια παρουσία σημαντικά συρρικνωμένη…

Ταυτόχρονα, όπως δείχνει μια πρόσφατη έρευνα των Financial Times, το Λονδίνο έχει χάσει καθαρά πλέον την πρωτοκαθεδρία που διατηρούσε ως το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο του πλανήτη, προς όφελος της Νέας Υόρκης. Κάτι απόλυτα φυσιολογικό αν σκεφτείτε πως όλες οι μεγάλες τράπεζες έχουν μεταφέρει τα κέντρα των Ευρωπαϊκών τους δραστηριοτήτων σε άλλες πόλεις, είτε στην ηπειρωτική Ευρώπη (κυρίως Φρανκφούρτη και Παρίσι, αλλά όχι μόνο), είτε στην Ιρλανδία (Δουβλίνο).

Αυτά δε, δεν είναι παρά ελάχιστα από τα δυσοίωνα νέα. Συρρίκνωση της παραγωγής, αποχώρηση ταλαντούχων και εξειδικευμένων Ευρωπαίων στελεχών, αποσχίσεις περιοχών και κάμποσα ακόμη, περιμένουν στην σειρά.

Όλα δείχνουν πως η κατάληξη του Brexit, θα είναι ακριβώς αυτή που προέβλεπαν, όσοι εξ αρχής ήταν αντίθετοι σε αυτό.

Ο Βρετανικός λαός όμως είχε αντίθετη άποψη. Αποφάσισε πως είναι έτοιμος να πληρώσει το αντίστοιχο (πολύ ακριβό) τίμημα.

Ας ελπίζουμε όλοι, πως αυτό το τίμημα, θα έχει ένα ύψος που θα παρέχει την δυνατότητα αποπληρωμής του. Πέρα από αυτήν την ελπίδα, τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει, πια. Από κανέναν…

Πέτρος Λάζος
capital.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2020/01/brexit_31.html