Εξι μήνες κλείνει σε λίγες μέρες η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κι ενώ έχουν γίνει άλματα αυτούς τους έξι μήνες για να επιστρέψει η χώρα στην κανονικότητα, με αποτέλεσμα η πλειονότητα της κοινής γνώμης να είναι ικανοποιημένη από τις επιδόσεις της κυβέρνησης, υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο χάσμα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη που πρέπει να καλύψει με γοργούς ρυθμούς η χώρα για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.

Στο τελευταίο συνέδριο των Δελφών –στις αρχές του 2019–, παρακολουθώντας τις περισσότερες ομιλίες Ελλήνων και ξένων τεχνοκρατών, πολιτικών, οικονομολόγων, κρατικών αξιωματούχων, επιχειρηματιών και μάνατζερ μεγάλων εταιρειών, είχα συντάξει έναν κατάλογο με όσα θεωρούσαν οι ειδικοί ότι θα έπρεπε να πετύχει η χώρα για να μπορέσει να φτάσει πάλι στα προ μνημονίων επίπεδα.

Η ανάγνωση εκείνης της λίστας σε σύγκριση με τη σημερινή πραγματικότητα δείχνει πως το σκάφος της χώρας έχει πάψει να μπάζει πλέον νερά και πλέει με ασφάλεια, ωστόσο υπάρχουν ακόμη στην πορεία του πολλοί επικίνδυνοι ύφαλοι που πρέπει να αποφύγει για να μπορέσει να ανοιχθεί άφοβα στο ανοιχτό πέλαγος των διεθνών αγορών. 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει σκληρή δουλειά μπροστά της και πρέπει να βιαστεί αν θέλει να εκμεταλλευτεί την αποδοχή που έχει ακόμη στον κόσμο.

• Η ελληνική οικονομία, βγαίνοντας από τα μνημόνια και τη δεκαετή λιτότητα που μείωσαν το ΑΕΠ της χώρας κατά 24%, θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα υψηλών ρυθμών ανάπτυξης – ακόμη και 5%. Μόνο με τέτοιους υψηλούς ρυθμούς είχε την ελπίδα η χώρα να ρεφάρει από την αποβιομηχάνιση των μνημονίων και να «πιάσει» μέσα σε μία δεκαετία το βιοτικό επίπεδο του 2007-2008. Με ρυθμούς ανάπτυξης χαμηλότερους του 1%-2%, θα χρειαστεί σχεδόν είκοσι χρόνια, δηλαδή έως το 2039, για να φτάσει τα προ μνημονίου επίπεδα. Και, δυστυχώς, σε όλο αυτό το διάστημα η ανεργία, που αφορά σήμερα περισσότερους από 800.000 Ελληνες, θα αποκλιμακώνεται πολύ αργά και θα συνεχίσει να αποτελεί ένα από τα οξύτερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.

• Το σημαντικότερο στοίχημα των επόμενων χρόνων για τη χώρα είναι να μειώσει το επενδυτικό χάσμα που τη χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο μέσος όρος των επενδύσεων στην Ε.Ε. είναι γύρω στο 15% του ΑΕΠ (κάποιες χώρες με δυναμική οικονομία ξεπερνούν και το 20%), ενώ στην Ελλάδα δεν φτάνει καν το 10% του ΑΕΠ.

Για να καλυφθεί αυτό το χάσμα, η Ελλάδα χρειάζεται νέες επενδύσεις περίπου 15 δισ. ευρώ κάθε χρόνο – δηλαδή, γύρω στα 75 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία.

• Κανονικά οι ξένοι επενδυτές θα έπρεπε να διαγκωνίζονται για το ποιος θα φέρει τα λεφτά του στην Ελλάδα – όπου τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, επιχειρήσεις κ.λπ.) διατίθενται αυτή τη στιγμή σε πολύ χαμηλές τιμές, το εργατικό δυναμικό έχει υψηλή εκπαίδευση και τα μεροκάματα είναι πολύ μικρότερα σε σχέση με το παρελθόν, ενώ υπάρχουν κλάδοι, όπως ο τουρισμός, που έχουν τεράστια προοπτική (50 εκατομμύρια τουρίστες ετησίως έως το 2025).

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει δισταγμός και δυσπιστία, γιατί η κυβέρνηση της Ν.Δ. βρίσκεται πολύ λίγο στην εξουσία, γιατί οι κανονισμοί που διέπουν τις επιχειρήσεις έως τώρα άλλαζαν συνεχώς, γιατί η φορολογία είναι πολύ υψηλότερη των ανταγωνιστών (12,5% στην Κύπρο, 10% στη Βουλγαρία, 25% στην Ελλάδα), ενώ η κρατική γραφειοκρατία και η διαφθορά παραμένουν από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.

• Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που εξακολουθεί να ταλανίζει τη χώρα είναι το δημογραφικό. Σήμερα έχουμε 1,5 εκατ. μαθητές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σε 12- 15 χρόνια, με τη συνεχή μείωση των γεννήσεων, οι μαθητές θα έχουν πέσει κοντά στο ένα εκατομμύριο. Δηλαδή, έως το 2035 θα έχουμε περίπου μισό εκατομμύριο λιγότερους μαθητές σε σχέση με σήμερα. Αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην εισαγωγή μαθητών στα πανεπιστήμια – από περίπου 70.000 σήμερα, στους περίπου 50.000 το 2035. Αλλά και σοβαρές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και στην οικονομία, καθώς θα μειωθεί σοβαρά ο αριθμός των αποφοίτων με δεξιότητες και προσόντα – από 37.000 το 2010 σε 24.000 το 2035.

• Η χώρα θα βρει μπροστά της το brain drain περίπου 500.000 επιστημόνων – χίλιοι γιατροί έφυγαν μόνο το 2019! Ολοι αυτοί οι επιστήμονες όχι μόνο δίνουν τα φώτα τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά αντί να βοηθούν το ελληνικό ΑΕΠ, ξοδεύουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό.

Πολλοί από αυτούς, όπως και μεγάλο ποσοστό των παιδιών τους, είναι πιθανόν να μην επιστρέψουν ποτέ στην Ελλάδα – σε παραγωγική ηλικία τουλάχιστον.

Αν μάλιστα οι ελληνικές κυβερνήσεις επιμένουν να φορολογούν εξαντλητικά την εργασία και να συνεχίζουν τις σημερινές, υπέρογκες ασφαλιστικές κρατήσεις, το brain drain θα συνεχιστεί.

ΝΟΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
kathimerini.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/12/blog-post_467.html

Share.