Έχει γίνει μόδα τελευταία στην Κεντρική Ευρώπη να κατηγορεί κανείς τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν ότι είναι “νεο-γκωλικός”, δηλαδή ότι κραδαίνει την σημαία της “ευρωπαϊκής κυριαρχίας” ως κάλυψη για την επέκταση της γαλλικής επιρροής, κάνοντας ταυτόχρονα τα “γλυκά μάτια” στη Ρωσία και κρατώντας τις ΗΠΑ στη γωνία.


Ακόμη χειρότερα, ο Μακρόν
χαρακτηρίζεται αντιδιπλωματικός και αψύς σε αυτή του τη γραμμή, αλαζονικός, “ένας μικρός Δίας”.

Αυτή η ερμηνεία μπορεί να είναι κατανοητή όταν προέρχεται από τους Πολωνούς και τις χώρες της Βαλτικής. Οι τελευταίοι αισθάνονται να απειλούνται περισσότερο από τη Ρωσία και να εξαρτώνται περισσότερο από τις ΗΠΑ. Δεν εμπιστεύονται τα γαλλικά όνειρα για το γαλλο-ευρωπαϊκό μεγαλείο. 

Αλλά για τον πλέον σημαντικό εταίρο της Γαλλίας, τη Γερμανία, το να απορρίπτει τις ιδέες του Μακρόν συνιστά απόλυτη υποκρισία. 

Αν κάποιος έχει ευθύνη για το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Γαλλίας έγινε “εικονοκλάστης” είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι τον έχουν αφήσει “στα κρύα του λουτρού” τα τελευταία δύο χρόνια.

Η γαλλο-γερμανική “ισορροπία”

Από τη δεκαετία του 1950 έχει γίνει γενικά αποδεκτό ότι μια γαλλο-γερμανική “στοίχιση” είναι απαραίτητη για να δίνεται ώθηση και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κάθε φορά που οι δύο παραδοσιακοί εχθροί που έγιναν φίλοι συμφωνούσαν σε περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, προχωρούσαν. Όποτε δεν τα κατάφερναν, κάθε τέτοια προσπάθεια “ξεφούσκωνε”.

Η σχέση τους βασίστηκε σε μια σιωπηρή συμφωνία. Η Γερμανία θα ήταν ο οικονομικός ηγέτης, αλλά δεν θα καυχιόταν γι’ αυτό.

Η Γαλλία θα προσέφερε απλώς τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα ζητούσαν οι Γερμανοί, παραμένοντας ταυτόχρονα διπλωματικός, πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της ηπειρωτικής Ευρώπης – με πυρηνικά όπλα, μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και μετα-αποικιακά “πλοκάμια” στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Η συμφωνία καταγράφηκε συμβολικά το 1962, όταν ο καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ συναντήθηκε με τον Σαρλ Ντε Γκωλ στον καθεδρικό ναό της Reims σε μια τελετή συμφιλίωσης και η καρέκλα στην οποία καθόταν ο πρόεδρος της Γαλλίας ήταν ελαφρώς υψηλότερη από εκείνη του επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης. 


Οι επόμενοι καγκελάριοι ακολούθησαν το διαμορφωμένο αυτό πρότυπο. Ο Χέλμουτ Κολ είχε σκύψει επιδεικτικά τρεις φορές μπροστά στο γαλλικό εθνικό σύμβολο, πριν κάνει το ίδιο μόλις μία φορά μπροστά στη σημαία της ίδιας του της χώρας.

Στο φόντο όλης αυτής της “γοητευτικής” φιλίας, υπήρχαν τεράστια σκαμπανεβάσματα.

Για κάθε φορά που ένας Γερμανός καγκελάριος και ένας Γάλλος πρόεδρος κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου σε κάποιο πεδίο μάχης περασμένων πολέμων που είχε κοστίσει άφθονο αίμα στις δύο χώρες, υπήρχαν αντίστοιχες φάσεις αμοιβαίου “μουτρώματος”. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο Ζακ Σιράκ πέρασαν περίπου μισό χρόνο κατά τον οποίο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μόλις που απηύθυναν τον λόγο ο ένας στον άλλο. Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, αυτές δεν είχαν μεγάλη σημασία, καθώς και οι δύο πλευρές συνειδητοποιούσαν ότι ήταν απόλυτα αλληλεξαρτώμενες.

Στα χρόνια μετά την κρίση στην Ευρωζώνη, οι φόβοι του Βερολίνου για την οικονομία της Γαλλίας εντάθηκαν.

Οι Γερμανοί ήταν ήδη επιφυλακτικοί για τα προγράμματα διάσωσης των μεσογειακών χωρών. Ήξεραν ότι εάν οι Γάλλοι αντιμετώπιζαν ανάλογα προβλήματα, το παιχνίδι θα τελείωνε. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και οι υπουργοί της έχουν ρητορεύσει σε σειρά Γάλλων προέδρων σχετικά με τις “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις” και τη “λιτότητα” (βασικά την εξοικονόμηση πόρων).

Οι γερμανικοί φόβοι μετατράπηκαν σε πανικό την άνοιξη του 2017. Η (ακρο)δεξιά λαϊκίστρια Μαρίν Λεπέν, στοχοποιώντας αλύπητα τη Γερμανία ως εχθρό και φόβητρο στις ομιλίες της, φάνηκε να έχει σημαντικές πιθανότητες να αναλάβει πρόεδρος της Γαλλίας, θέτοντας σε αμφισβήτηση ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι γνώστες στο Βερολίνο ήταν ομόθυμοι ότι, σε περίπτωση επικράτησης του αντιπάλου της Λεπέν, Εμανουέλ Μακρόν, η Γερμανία θα έκανε μεγάλες παραχωρήσεις προκειμένου να τον ενισχύσει.

Ο Μακρόν όντως υπερίσχυσε και αποδείχθηκε ότι ήταν, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων, ο Γάλλος των γερμανικών ονείρων.

Επιτέλους, υπήρχε ένας πρόεδρος της Γαλλίας ο οποίος όχι μόνο υποσχέθηκε, αλλά ανέλαβε να φέρει εις πέρας μεταρρυθμίσεις: πρώτα στην “αραχνιασμένη” αγορά εργασίας της Γαλλίας, τώρα στο παράλογα κατακερματισμένο συνταξιοδοτικό σύστημά της.

Το στυλ του θα μπορούσε να είναι λιγότερο αυθάδες. Ωστόσο, έδειξε πολιτικό θάρρος και πληρώνει το τίμημα με ταραχές και απεργίες.

Το όραμα του Μακρόν είναι επίσης ευρωπαϊκό και γεωπολιτικό.

Σύντομα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, εξέφρασε φιλόδοξες ιδέες για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, η οποία παραμένει ευάλωτη σε μια νέα κρίση.

Επιθυμεί κοινή εγγύηση καταθέσεων για τις τράπεζες των 19 χωρών – μελών, έναν μεγάλο συλλογικό προϋπολογισμό που θα χρησιμοποιηθεί για αντικυκλική δημοσιονομική διαχείριση, έναν υπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης για την εκτέλεση αυτού του προϋπολογισμού και πολλά άλλα.

Η γερμανική ατολμία

Το Βερολίνο άκουσε ευγενικά τις προτάσεις του και στη συνέχεια τον αγνόησε.

Η Γερμανία δεν μπορούσε να δράσει, εξηγούσαν οι άνθρωποι της Μέρκελ, επειδή βρισκόταν εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας. Στη συνέχεια, επειδή βρισκόταν εν μέσω διαπραγματεύσεων για συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού. Αργότερα, επειδή ο συνασπισμός αποδείχθηκε μη σταθερός.

Εν τω μεταξύ, η Μέρκελ, όπως είναι συνηθίζει, συνέχισε να κόβει τις μεγάλες ιδέες της Μακρόν σε ολοένα και μικρότερα κομμάτια, μέχρι να καταστούν αγνώριστα. 


Μόνο ένα παράδειγμα: η Ευρωζώνη μπορεί όντως να αποκτήσει τον δικό της προϋπολογισμό, αλλά θα είναι τόσο μικρός που θα μπορεί να πνιγεί σε μια “μπανιέρα”, ενώ θα έχει τόσες “αιρέσεις” που πρακτικά θα είναι άχρηστος για την παροχή δημοσιονομικής ώθησης στην οικονομία, όπως ήταν ο αρχικός σκοπός του.

Από γεωπολιτική άποψη, ο Μακρόν (όπως και η Μέρκελ) φοβάται τόσο τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ, όσο και μια αναδυόμενη Κίνα. 

Ανησυχεί ότι, σε έναν διπολικό κόσμο, η ΕΕ θα μπορούσε να χάσει την “αυτονομία” της. 


Έτσι θέλει να ενισχύσει την άμυνα της Ευρώπης – προφανώς με βάση γαλλικής κατασκευής οπλικά και αμυντικά συστήματα – και να τραβήξει τη Ρωσία από την αγκαλιά της Κίνας.

Προφανώς και δεν είναι όλες οι ιδέες του Μακρόν εύλογες και αυτονόητα ορθές. 


Ωστόσο ο μεγαλύτερος στόχος του προέδρου της Γαλλίας είναι απλώς να ξεκινήσει την απαραίτηση συζήτηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο εμπόδισε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το μήνυμά του είναι ότι πριν η ΕΕ παραχωρήσει εξουσίες βέτο σε ακόμη μικρότερες χώρες, πρέπει να εμβαθύνει την ίδια της την ενότητά και να καταστεί ισχυρότερη.

Οι Γερμανοί, εν τω μεταξύ, κρύβονται πίσω από τις κοινοτοπίες τους. 


“Είμαστε αυτοί που πάντα λένε όχι”, παραδέχεται ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, πρώην αντικαγκελάριος και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας. 


Πρόκειται για μια τραγική διάψευση των φόβων που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ σχετικά με τη γερμανική “ηγεμονία”. 

Αντί της υπερβολικής γερμανικής δύναμης, η Ευρώπη δεν έχει πλέον καθόλου ηγεσία.

Η “στοίχιση” Γαλλίας – Γερμανίας, όπως έχει διαπιστώσει ο Μακρόν, έχει μόνον έναν οδηγό και αυτός δεν είναι ο ίδιος. 


Απογοητευμένος, αποφάσισε να συνεχίσει να πωλεί την ιδεολογική, πολιτική και γεωπολιτική του “πραμάτεια” χωρίς τη Μέρκελ. Δεν θα σταματήσει να την προκαλεί και να προσπαθεί να εκβιάσει μια αντίδραση.


Και γιατί θα έπρεπε να το κάνει; Κάποιος πρέπει να θέσει τα μεγάλα διακυβεύματα. 


Αντί να γκρινιάζουν γι’ αυτό, οι Γερμανοί θα μπορούσαν να δοκιμάσουν να το κάνουν και οι ίδιοι.

Του Andreas Kluth
BloombergOpinion
capital.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/12/blog-post_881.html

Share.