[ccpw id="136103"]
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια διαδικασία απεξάρτησης από τον λαϊκισμό και ως εκ τούτου στέκεται απέναντι από κάθε πολιτική βία

Για όποιον το «Πολυτεχνείο» ήταν μια εξέγερση που είχε στόχο να ρίξει τη χούντα και να αποκαταστήσει την ελευθερία και τη δημοκρατία, δεν έχει σήμερα καμιά επικαιρότητα. Ούτε δικαιολογεί πορείες διαμαρτυρίας ή εκδηλώσεις βίας. Οι στόχοι της εξέγερσης εκπληρώθηκαν στο ακέραιο. Για όποιον πάλι είχε στόχο να ρίξει τη χούντα για να οδηγήσει στη λαοκρατία, δηλαδή στη «λαϊκή δημοκρατία», στη δικτατορία του προλεταριάτου και στη δικτατορία του κόμματος, προφανώς και οι στόχοι του δεν εκπληρώθηκαν. Γι’ αυτό και επιβάλλεται να καταθέτει στεφάνι με υψωμένη την αριστερή γροθιά του, να υπενθυμίζει ότι ο εμφύλιος δεν τελείωσε ποτέ και να διαδηλώνει έχοντας το ρόπαλο επ’ ώμου ως ρομφαία μιας μελλοντικής επαναστατικής αποκάλυψης. Στις σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις στα σχολεία αυτό το ανεκπλήρωτο πάντως παίζει πολύ.

Διότι οι δύο μεγάλοι στόχοι της διακήρυξης της συντονιστικής επιτροπής, 12 ώρες πριν από την είσοδο του τανκ, δηλαδή η «λαϊκή κυριαρχία» και η «εθνική ανεξαρτησία» έχουν πολλές αναγνώσεις ανάλογα με τη θέση του αναγνώστη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πάντως δεν δίστασε να τους κάνει στοιχεία ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ και με αυτούς να διαγράψει μια μεγάλη και ιστορική πορεία κοινοβουλευτικού βίου. Τα κόμματα της κομμουνιστικής αριστεράς πάλι αναφερόμενα στους ίδιους στόχους σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης υπονοούσαν άλλα πράγματα. Αυτά που για την Ευρώπη κατέρρευσαν το 1989. Και έτσι απέμεινε η απλή δημοκρατία που εμπεριέχει και τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία και προ πάντων την ελευθερία. Αλλά φαίνεται ότι αυτήν την ελευθερία αντί να τη βιώνουμε ως ευλογία, την αντιλαμβανόμαστε ως πρόβλημα.

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή με αφορμή το «Πολυτεχνείο» επαναστατικές ομάδες με πολιτική συγκρότηση που κακώς αποκαλούμε «μπάχαλους» θέλουν να επικαιροποιήσουν το νόημα εκείνης της εξέγερσης με βίαιες εξουσιαστικές και αντιδημοκρατικές ενέργειες που στο δικό τους φαντασιακό προβάλλουν εκείνον τον άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Συγκρούονται με το «αστικό κράτος» έχοντας επίγνωση των παράνομων ενεργειών τους και φυσικά πληρώνουν αγόγγυστα το όποιο κόστος. Αυτό το κόστος ποικίλλει ανάλογα με τις διαθέσεις της εξουσίας. Άλλοτε τους κλείνει ελαφρά το μάτι και τους αφήνει να κάνουν το κομμάτι τους ως «συλλογικότητες», όπως τα τελευταία 4 χρόνια, άλλοτε τους περιορίζει εξαρχής και αν χρειαστεί τους φέρεται σκληρά, όπως αρμόζει σε κάθε νόμιμη εξουσία που βρίσκεται σε άμυνα. Κάτι τέτοιο έγινε και φέτος.

Οι εκρήξεις βίας είναι κατανοητές στον πολύπλοκο και συνήθως ασύμμετρο κόσμο που ζούμε. Συμβαίνουν και στις καλύτερες δημοκρατίες. Αυτό που φαίνεται ακατανόητο είναι το γιατί κοινοβουλευτικοί παράγοντες που ορκίζονται πίστη στο σύνταγμα και τους νόμους αυτής της δημοκρατίας και θέλουν να ανήκουν στο προοδευτικό τόξο φλερτάρουν με την πολιτική βία των άλλων. Και φλερτάρουν λεκτικά, φοβούμενοι να απλώσουν χέρι, ως διστακτικοί και ανάξιοι εραστές που λιμπίζονται τα έκτροπα αλλά δεν συμμετέχουν σ’ αυτά. Τα κοιτούν από την κλειδαρότρυπα, εν μέρει τα δικαιολογούν ή τα ανέχονται, φτιάχνονται, αλλά δεν τα γεύονται. Ηδονοβλεψίες στο πάρτι της βίας των άλλων.

Εφέτος η αστυνομία δεν επέτρεψε τις εκδηλώσεις βίας προς τιμή της 17ης Νοεμβρίου για τις οποίες είχε προετοιμαστεί το πανελλήνιο μετά και τα γεγονότα του ΟΠΑ και την εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης. Και φυσικά το πέτυχε ασκώντας τη μόνη νόμιμη βία, δηλαδή την κρατική. Κόμματα και πολίτες διαμαρτυρήθηκαν για αναίτια police brutality. Όχι πως η αστυνομία δεν παραφέρεται, όχι πως δεν ξεπερνά συχνά τα όρια της νομιμότητας. Όταν το κάνει σαφώς και πρέπει να εγκαλείται και η πολιτική ηγεσία έχει καθήκον να την ελέγχει, διότι σε τέτοιες περιπτώσεις η δημοκρατία υποχωρεί. Αλλά να μη χάνουμε και το δάσος. Δεν είναι εύκολο πράγμα να επιβάλλεις την τάξη στην πιο βίαιη πολιτικά πόλη της Ευρώπης. Και δεν είναι εύκολο όταν ξέρεις ότι είσαι εν δυνάμει στόχος εκείνου του καλάσνικοφ που ξεπροβάλλει από τη γωνία.

Ο κρατικός μηχανισμός έχει υποχρέωση να φροντίζει για την ασφάλεια των πολιτών, να διαφυλάττει τη δημοκρατία. Με κάθε νόμιμο μέσο. Και η ελληνική αστυνομία εδώ και πέντε χρόνια έβλεπε τις μολότοφ να περνούν, όταν δεν τις έτρωγε στο κεφάλι. Ή όταν δεν ήταν απούσα. Από πολιτική επιλογή. Καιρός ήταν να δείξει ότι είναι αστυνομία στην υπηρεσία του πολίτη. Πάλι από πολιτική επιλογή. Διότι στη χώρα αυτή η εφαρμογή των νόμων είναι δυστυχώς υπόθεση πολιτικής βούλησης του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος.

Οι έννοιες της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας συνιστούν την ιδρυτική διακήρυξη της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όπως όμως τις εννοεί ο καθένας. Έτσι άτομα, ομάδες και κόμματα μπορούν να τις μεταφράζουν με τη βοήθεια του δικού τους πολιτικού κώδικα αντιλήψεων που οδηγεί μόνο σε δικαιώματα και καθόλου σε υποχρεώσεις. Το «αστικό κράτος» νοείται ως αντικοινωνικός κατασταλτικός μηχανισμός που επιβουλεύεται την ελευθερία, δηλαδή την ασυδοσία του ατόμου και πρέπει να ανατραπεί. Και μάλιστα υποχρεούται να διευκολύνει τους επίδοξους ανατροπείς του. Η αποθέωση του επαναστατικού βολονταρισμού.

Μια κοινωνία με τόσο έντονη τη δικαιωματική βουλιμία δεν έχει πρόβλημα να φτάσει μέχρι και την ωμή πολιτική βία προκειμένου να διεκδικήσει τα δίκαια κατ’ αυτήν αιτήματά της

Η ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης έχει εμποτιστεί από τη λαϊκή βουλησιαρχία. Είναι η διαχρονική της μέριμνα, στοιχείο της ταυτότητά της. Μια κοινωνία με τόσο έντονη τη δικαιωματική βουλιμία δεν έχει πρόβλημα να φτάσει μέχρι και την ωμή πολιτική βία προκειμένου να διεκδικήσει τα δίκαια κατ’ αυτήν αιτήματά της. Και αυτό το είδαμε στην περίοδο της κρίσης να κορυφώνεται. Είδαμε οργισμένους διαδηλωτές να εμποδίζουν τα πυροσβεστικά να προσεγγίσουν τη θανατηφόρα φωτιά της Marfin και άλλους να επιχαίρουν για την κακή τύχη των εργαζομένων της. Γιατί; Διότι πίστευαν ότι είχαν χίλια δίκια αφού είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται. Ακούσαμε από υπεύθυνα χείλη ότι «η βία είναι θεμιτή αν είναι για καλό σκοπό», ακούσαμε ακόμα και το «λιντσάρετε τον Πάχτα».

Πολιτικοί σχηματισμοί των άκρων που αναζητούν την ισχύ τους μέσω του λαϊκισμού πολύ εύκολα μπορούν να εγκολπωθούν την πολιτική βία ως μέσο προσέλκυσης ψηφοφόρων, ως στοιχείο πολιτικής ηγεμονίας. Αρκεί να οδηγούνται από αδίστακτες και αμοράλ ηγεσίες. Άλλα την εγγράφουν ως στοιχείο ταυτότητας, συγκροτούν τάγματα εφόδου και την ασκούν απευθείας. Άλλα την ανέχονται ή της αναγνωρίζουν ελαφρυντικά ή τη θεωρούν ακτιβισμό, δηλαδή υποβαθμίζουν τη σημασία της και τη νομιμοποιούν. Η ακροδεξιά βία χωρίς ρίζες στην ελληνική κοινωνία υποχώρησε και εξαφανίστηκε. Η ακροαριστερή βία αντιθέτως επιβιώνει λόγω παράδοσης αλλά και μιας έμμεσης πολιτικής κάλυψης από τη ριζοσπαστική αριστερά. Η αγωνία της για τη διατήρηση του «ασύλου» το αποδεικνύει.

Η μολότοφ, η πέτρα ή το ρόπαλο σίγουρα είναι διαφορετικά από τον δυναμίτη, το πιστόλι ή το καλάσνικοφ αλλά εύκολα τα πρώτα μπορούν να οδηγήσουν στα δεύτερα όταν το πολιτικό κλίμα είναι φιλικό προς τη βία. Όταν υπάρχει μια κάποια πολιτική ανοχή ή αποδοχή. Όταν ο σκοπός είναι το «λαϊκό δικαίωμα» όλα ή σχεδόν όλα τα μέσα μπορούν να θεωρούνται νόμιμα από αυτούς που ο λαός έχει εξουσιοδοτήσει να υπερασπίζονται τα συμφέροντά του. Αλλά ακόμα και αν δεν είναι επιτρεπτά, μην κάνετε κι έτσι, μια μολότοφ είναι, όχι καλάσνικοφ. Και αν την έχεις στην τσάντα σου ποιο είναι το ποινικό αδίκημα που διαπράττεις; Άσε που ένα ρόπαλο μπορεί να βοηθήσει τον ηλικιωμένο καθηγητή να επιβιώσει στη ζούγκλα του νεοφιλελευθερισμού.

Από εδώ και πέρα οι καταλήψεις δημόσιων ή ιδιωτικών κτιρίων, η ασυδοσία και οι τραμπουκισμοί μειοψηφικών ομάδων εντός σχολείων, πανεπιστημίων και συνοικιών, η διάχυτη και συνεχής απειλή βίας προς όσους διαφωνούν, αντιστέκονται ή απλώς κοιτούν τη δουλειά τους, οι επιθέσεις σε επιχειρήσεις, δημόσια καταστήματα, μέσα μεταφοράς και μέσα μαζικής ενημέρωσης και βέβαια οι καθημερινές συγκρούσεις με την αστυνομία είναι φυσιολογικά επακόλουθα, αποτελούν καθημερινότητα και διαμορφώνουν μια ιδιότυπη κανονικότητα. Προσπαθούν να εθίσουν τους πολίτες στην αντισυστημική πολιτική σύρραξη. Να δώσουν την εικόνα μιας κοινωνίας σε μετάβαση από την τάξη στο χάος.

Πρόσφατα απολαύσαμε τον κυβερνητικό συνασπισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αποδέχεται ασμένως τις πολύτροπες εγκαταστάσεις βίας, ως στοιχείο εναλλακτικής πολιτικής κουλτούρας. Ως μηχανισμό μετάλλαξης της «αστικής δημοκρατίας». Πράγμα που επηρέασε σημαντικά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα και οδήγησε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να θέσει ως προτεραιότητα την καταστολή της ανομίας και να την κάνει αμέσως πράξη με την κατάργηση του «πανεπιστημιακού ασύλου». Η απάντηση της αντιπολίτευσης ήρθε με τα ροπαλοφόρα μπλοκ στην πρόσφατη ειρηνική πορεία του Πολυτεχνείου, παρουσία του ηγέτη της. Η τέχνη των συμβολισμών ως παρωδία.

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια διαδικασία απεξάρτησης από τον λαϊκισμό και μάλιστα από τον αριστερό που πρόσφατα την ταλαιπώρησε. Ως εκ τούτου στέκεται απέναντι και από κάθε πολιτική βία. Στηρίζει το δικαίωμα της δημοκρατίας να υπερασπίζεται τον εαυτό της με κάθε τρόπο. Δεν ανέχεται πλέον κόμματα και σχηματισμούς που λόγω των βαθύτερων ολοκληρωτικών τους πεποιθήσεων ανέχονται ή ευνοούν κρυφά ή φανερά τις μάχες των πόλεων. Αν σήμερα ως χώρα αναζητούμε αγωνιωδώς τον δρόμο που οδηγεί στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, πρέπει να κλείσουμε ερμητικά τα σκοτεινά σοκάκια της βίας όλων των αποχρώσεων. Το πρωτοεμφανιζόμενο φοιτητικό κίνημα κατά των καταλήψεων δείχνει ακριβώς αυτόν τον δρόμο.

Αν η λέξη «φασίστας» ακούγεται με κάθε ευκαιρία υποκριτικά για να λειτουργεί ως όπλο διάλυσης της κοινωνίας, όπως είπε πρόσφατα και η Μαρία Ευθυμίου, καλόν είναι να θυμόμαστε ότι αν κάτι είναι σίγουρα φασιστικό αυτό είναι η πολιτική βία. Ο καρκίνος της δημοκρατίας.

Λ.Καστανάς

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/11/blog-post_101.html