Στη βόρεια Συρία
καταρρέει η αμερικανική αξιοπιστία ενώ την ίδια στιγμή Ρωσία και Άσαντ
εμφανίζονται να κερδίζουν διπλωματικό έδαφος επωφελούμενοι της Τουρκικής
εισβολής και της προσπάθειας του Ερντογάν να εξουδετερώσει τους
Κούρδους μαχητές, δηλώνει στο Liberal.gr o καθηγητής Κώστας Υφαντής.


Ο
καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο και επισκέπτης καθηγητής στο
πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης  σημειώνει ότι «για πρώτη
φορά μετά από πολλά χρόνια δεν υπάρχει συγκροτημένη και συνεκτική
αμερικανική στρατηγική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Δεν υπάρχει
στρατηγικά επεξεργασμένος στόχος για την περιφερειακή τάξη που θα
επιθυμούσαν οι ΗΠΑ και έτσι δεν υπάρχουν και ισχυρές προτιμήσεις για την
σημασία των περιφερειακών δρώντων» προσθέτοντας πως είναι ενδεικτικές
της κατάστασης οι παραιτήσεις στενών συνεργατών του Ντόναλντ Τραμπ.

Η τουρκική επιχείρηση «προσφέρει στους
χασάπηδες του ISIS που έχουν επιβιώσει μία ελπίδα ανασυγκρότησης και
επιτρέπει στην Ρωσία και το Ιράν να εδραιώσουν την επιρροή τους στην
Συρία» αναφέρει ο κ. Υφαντής ο οποίος κρούει και τον κώδωνα του κινδύνου
για τη δημιουργία νέων «μαρτύρων» από τις εξελίξεις υπογραμμίζοντας ότι
«η εκ νέου επικράτηση βίας και θανάτου θα αποτελέσει γόνιμο έδαφος για
την εμφάνιση και δραστηριοποίηση τρομοκρατών»

– Κύριε Υφαντή, μετά από όσα
συμβαίνουν στην τουρκοσυριακή μεθόριο, φοβάστε για ροές
«ριζοσπαστικοποιημένων ομάδων»  στην Ευρώπη;

Ο
κίνδυνος ομάδων και θυλάκων ριζοσπαστικοποιημένων μουσουλμάνων είναι
πλέον μόνιμος για την Ευρώπη. Και γνωρίζουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι
μόνο όσοι καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορα και να βρεθούν στα μεγάλα
ευρωπαϊκά αστικά κέντρα αλλά όσοι πολίτες της Ευρώπης
ριζοσπαστικοποιούνται και στρατολογούνται από τρομοκρατικές οργανώσεις.

Η κατάρρευση των κρατικών δομών – που έτσι και αλλιώς έχουν αποτύχει να
προσφέρουν ελπίδα και προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον σε κοινωνίες
νεανικές – και η εγγενής διαφθορά που χαρακτηρίζει διαχρονικά τα
καθεστώτα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, οι καταστροφικές ξένες
επεμβάσεις και οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί που εύκολα διολισθαίνουν σε
ανοιχτές συγκρούσεις είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσουν να παράγουν
«μάρτυρες».

Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν, ότι η εκ
νέου επικράτηση βίας και θανάτου θα αποτελέσει γόνιμο έδαφος για την
εμφάνιση και δραστηριοποίηση τρομοκρατών. Και η Δύση παραμένει ο
προαιώνιος εχθρός. Αν και μιλάμε για μερικές εκατοντάδες σε σύγκριση με
τα εκατομμύρια απλών μουσουλμάνων εκτός αλλά και εντός Ευρώπης, το είδος
των πληγμάτων που μπορούν να επιφέρουν χωρίς να είναι σε καμία
περίπτωση κρίσιμο, μπορεί να αποσταθεροποιήσει την μεγάλη κοινωνική και
δημοκρατική συναίνεση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και να στιγματίσει στα
μάτια πολλών απλών πολιτών τους πρόσφυγες που απελπισμένα προσπαθούν να
ξεφύγουν τον τρόμο του πολέμου.


– Μπορείτε να κάνετε μία
πρόβλεψη για το ποιες θα είναι οι συνέπειες για την Τουρκία, μετά από
την συνεχόμενη προκλητικότητα που επιδεικνύει στην περιοχή; 

Η Άγκυρα εδώ και πολύ καιρό έχει
καταλήξει ότι ο έλεγχος της περιοχής νοτίως των συνόρων της με την Συρία
από το οργανωμένο πολιτικά και στρατιωτικά Κουρδικό στοιχείο αποτελεί
υπαρξιακή απειλή και δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει ανεκτή.

Αυτό που η Τουρκία ανέχθηκε στο Βόρειο Ιράκ δεν θα μπορούσε να
αποτελέσει οδηγό στην περίπτωση των Κούρδων της Συρίας. Οι τελευταίοι
αποτελούν το Συριακό παρακλάδι του PKK, έχουν παραδοσιακά τους ίδιους
στόχους και αυτό στο παρελθόν αποτέλεσε την αιτία ενός Τουρκο-συριακού
πολέμου που αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή όταν η
Δαμασκός υποχώρησε και έδιωξε τους Κούρδους ενόπλους και τον Οτσαλάν από
την κοιλάδα Μπεκάα. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, η τουρκική
στρατιωτική επιχείρηση δεν έχει να κάνει με την γνωστή προκλητικότητα
που αποτελεί κλασσικό στοιχείο της τουρκικής συμπεριφοράς σε άλλες
περιπτώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά είναι αποτέλεσμα της
παραδοσιακής αντίληψης της απειλής που αποτελούν οι Κούρδοι που
ακολουθούν το PKK στην Μέση Ανατολή.

Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η
τουρκική στρατιωτική επιχείρηση μπορεί να διεκδικήσει την οποιαδήποτε
νομιμοποίηση. Δεν πρόκειται περί άμυνας και δεν υπακούει σε καμία
πρόβλεψη του διεθνούς δικαίου. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι
δημιουργεί συνθήκες αναζωογόνησης της βίας και κίνδυνο νέας ανάφλεξης με
περιφερειακά χαρακτηριστικά, αν και όχι περιφερειακής κλίμακας. Για την
Τουρκία οι συνέπειες μπορεί να είναι σημαντικές αν υπάρξει συντονισμένη
και αυστηρή αντίδραση της διεθνούς κοινότητας.

Αυτήν την στιγμή
κάτι τέτοιο δεν φαντάζει πιθανόν. Η Άγκυρα στοχεύει σε μία γρήγορη
ολοκλήρωση της επιχείρησης έτσι ώστε η εξουδετέρωση των Κούρδων και o de
facto έλεγχος της περιοχής να μην συνοδευτούν από εικόνες ανθρωπιστικής
κρίσης. Νομίζω ότι το βασικό σενάριο της Άγκυρας ελπίζει σε μια
επανάληψη της επιχείρησης στο Αφρίν στις αρχές του 2018. Γι’ αυτό ήταν
κρίσιμη η συναίνεση του Λευκού Οίκου και προφανώς υφίσταται και μία επί
της αρχής συνεννόηση με την Μόσχα και μέσω της τελευταίας και με την
Δαμασκό.

Δεν νομίζω ότι είμαστε μακριά και από μία προσπάθεια
απευθείας συνεννόησης με τον Άσαντ για να κρατηθεί ζωντανό το
στρατιωτικό σενάριο μιας μικρής διάρκειας επιχείρησης με την
εξουδετέρωση των Κούρδων ως βασική προϋπόθεση, μια προϋπόθεση που δεν
ενοχλεί ούτε την Δαμασκό ούτε την Μόσχα. Το αντίθετο. Το αν λοιπόν η
Τουρκία θα υποστεί συνέπειες, θεωρώ ότι θα εξαρτηθεί από το πως θα
εξελιχθούν τα πράγματα τις επόμενες μέρες.

– Υπάρχει, θεωρείτε, κάποια
προοπτική αναβάθμισης της ελληνικής γεωστρατηγικής ισχύος στην περιοχή,
εξαιτίας της διεθνούς απομόνωσης της Τουρκίας;

Η θέση της χώρας είναι σημαντική γιατί
βρίσκεται στην συγκεκριμένη περιοχή και γιατί θεωρείται αξιόπιστος
εταίρος των ΗΠΑ, του Ισραήλ, μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Προφανώς η
απόφαση της Άγκυρας να λειτουργήσει ως «μοναχικός λύκος», να διαφημίζει
την αναθεωρητική της διάθεση, να προμηθεύεται οπλικά συστήματα από τον
μεγάλο ανταγωνιστή της Δύσης και να απειλεί με την χρήση στρατιωτικής
βίας, καθιστά χώρες όπως η Ελλάδα σημαντικά προγεφυρώματα της Δύσης. Δεν
θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη πολύ δύσκολα θα
εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Τουρκία. Ο χάρτης
της περιοχής επιβεβαιώνει συνεχώς την σημασία της. Η Άγκυρα το γνωρίζει
και το εκμεταλλεύεται εδώ και δεκαετίες. Και θα συνεχίσει να το κάνει σε
ένα αέναο παζάρι επιρροής και κατοχύρωσης των περιφερειακών της
φιλοδοξιών.


– Τι θέλουν πραγματικά,
να πετύχουν οι Αμερικανοί με την αλλοπρόσαλλη πολιτική Τραμπ; Υπάρχουν
τελικά κυρώσεις ή μήπως Tραμπ και Ερντογάν εμπαίζουν, από κοινού, την
διεθνή κοινότητα; 

Το προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει και
να αξιολογήσει με τα κλασσικά εργαλεία στρατηγικής ανάλυσης την
αμερικανική θέση όπως εκφράζεται από τα tweets του Ντόναλντ Τραμπ
αποδεικνύεται αν όχι μάταιο, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολο. Στο
κλασσικό «παιγνίδι» για στρατηγική επικράτηση, η Ουάσιγκτον αποφάσισε
ότι η Μέση Ανατολή δεν είναι πλέον ζωτικής σημασίας για τα αμερικανικά
εθνικά συμφέροντα και δεν αξίζει το «αίμα και τον θησαυρό» των ΗΠΑ. Ο
Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη με μία πλατφόρμα αποστασιοποίησης και
εσωστρέφειας.

Το αποτέλεσμα είναι ότι για πρώτη φορά μετά από
πολλά χρόνια δεν υπάρχει συγκροτημένη και συνεκτική αμερικανική
στρατηγική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Δεν υπάρχει στρατηγικά
επεξεργασμένος στόχος για την περιφερειακή τάξη που θα επιθυμούσαν οι
ΗΠΑ και έτσι δεν υπάρχουν και ισχυρές προτιμήσεις για την σημασία των
περιφερειακών δρώντων με τους οποίους οι ΗΠΑ θα ήθελαν να συνεργαστούν.
Με την εξαίρεση του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας (για διαφορετικούς
λόγους η κάθε περίπτωση) ο Πρόεδρος Τραμπ είτε δεν θέλει είτε δεν μπορεί
να κατανοήσει την γεωγραφία της περιοχής.

Οι αποφάσεις του
βασίζονται σε μία κάθε φορά ad hoc αντίληψη της συγκυρίας και το
αποτέλεσμα είναι μία «μαύρη τρύπα» που ρουφάει κάθε προοπτική
σταθεροποίησης. Το πράσινο φως στην Άγκυρα καταδεικνύει πέραν πάσης
αμφιβολίας ότι δεν κατανοεί – και δεν ενδιαφέρεται να κατανοήσει – την
συγκυρία. Πέρα από την δυστυχία που προκαλεί, η τουρκική επιχείρηση
προσφέρει στους χασάπηδες του ISIS που έχουν επιβιώσει μία ελπίδα
ανασυγκρότησης και επιτρέπει στην Ρωσία και το Ιράν να εδραιώσουν την
επιρροή τους στην Συρία. Η κατά το δυνατόν ανάσχεση των τελευταίων ήταν
κορυφαίος στόχος της Ουάσιγκτον από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και
από το 2014 και μετά εξυπηρετείτο κατ’ ελάχιστον με την μικρή αλλά
σημαντική αμερικανική στρατιωτική στην Συρία.

Όταν το 2018 ο
Πρόεδρος Τραμπ εξήγγειλε την αποχώρηση τους ο Υπουργός Άμυνας James
Mattis παραιτήθηκε, ενώ τον ακολούθησε και ο Ειδικός Απεσταλμένος στην
Συρία Brett McGurk επισημαίνοντας ότι η υποστήριξη των Κούρδων
επιβαλλόταν από ηθικούς αλλά κυρίως στρατηγικούς λόγους. Η αμερικανική
αξιοπιστία καταρρέει γιατί ένας ανιστόρητος Πρόεδρος επιλέγει να
αδιαφορήσει κυρίως για τους τελευταίους.

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/10/blog-post_318.html

Share.