[ccpw id="136103"]

Λίγες εβδομάδες πριν, την κοινή γνώμη απασχόλησε η είδηση ότι ο Κώστας Γαβράς θα εκμεταλλευτεί μια επιδότηση, «επιστροφή επένδυσης» πιο σωστά, για την ταινία που θα γυρίσει βασισμένη στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη. Και πολλοί καλοί άνθρωποι έσπευσαν να υπερασπιστούν τον αγαπημένο μας σκηνοθέτη. 

Βεβαίως ο νόμος είναι σωστός, πρέπει να δίνουμε κίνητρα για να γυρίζονται ξένες παραγωγές στην Ελλάδα. Και βεβαίως ο άνθρωπος πρέπει να πάρει την επιδότηση, γιατί να μην την πάρει, αφού το προβλέπει ο νόμος.

Ακόμα και προπαγάνδα του Σύριζα να κάνει, όπως τον κατηγόρησαν, γιατί να μην κάνει; Δικαίωμά του είναι, το έργο του δημιουργού θα κριθεί όταν το δούμε, όπως όλα τα καλλιτεχνικά έργα.

Όμως αυτό είναι το θέμα; Εκτός από όλα αυτά τα πρακτικά, δεν υπάρχει κανένα άλλο ηθικό προβληματάκι;

Πολλοί προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε αυτή την οδυνηρή δεκαετία. Μερικές φορές δεν τους είναι όμως εύκολο, γιατί το θέμα τους είναι ακριβώς αυτή η οδύνη.

Γιατί η ταινία δεν αναφέρεται σε κάποια «κανονική» περίοδο της ιστορίας μας, αλλά σε κάποια όχι πολύ μακρινή εποχή, όταν ο ήρωας της ταινίας του Γαβρά και το κόμμα του μας έλεγαν ότι δεχόμαστε επίθεση από ξένες δυνάμεις με στόχο να μετατρέψουν τη χώρα μας σε «αποικία χρέους», ότι οι «δυνάμεις κατοχής» και οι ντόπιοι «δωσίλογοι» συνεργάτες τους έχουν εξαπολύσει μια «κοινωνική γενοκτονία», η οποία έχει επιφέρει «ανθρωπιστική καταστροφή».

Ρε φίλε, αν μιλάμε για ανθρωπιστική καταστροφή «χειρότερη από τον χειμώνα του ’42», τον χειμώνα δηλαδή που η Αθήνα είχε 200.000 νεκρούς, τότε συγγνώμη, μην έρχεσαι και συ να πάρεις 630.000 χιλιάρικα από τους εξαθλιωμένους ιθαγενείς για την ταινία σου, λυπήσου μας.

Να ποιο είναι το πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους.

Ότι όταν εμάς μας είχαν στοιχειώσει οι εικόνες με τους ηλικιωμένους μας να κλαίνε σωριασμένοι έξω από τις κλειστές τράπεζες, αυτοί έδιναν συνεντεύξεις στα «περιοδικά της διαπλοκής» και φωτογραφίζονταν στα ξένα έντυπα, με τις σφυρίδες και το λευκό παγωμένο κρασί στις βεράντες τους κάτω από την Ακρόπολη.

Και συζητούσαν για ταινίες, δίπλα στην πισίνα, στα εξοχικά τους στην Αίγινα.

Όταν αυτοί χαριτολογούσαν «αγάπη μου, συρρίκνωσα τις τράπεζες», εμείς μετρούσαμε τους χιλιάδες ανέργους που θα δημιουργούσε αυτό που μόλις έκαναν, κλαίγαμε τις δουλειές μας που χάνονταν.

Αυτά τα χρόνια ήταν πολύ άσχημα γιατί επικράτησε μια πολιτική χωρίς πολιτική. Μια πολιτική απογυμνωμένη από θέσεις, που καταλήγει σε ένα σκέτο, κυνικό, παιχνίδι εξουσίας.

Δεν έχει σημασία τι λέμε, μπορεί να λέμε οτιδήποτε, κάθε μέρα και κάτι άλλο, τα ίδια και τα αντίθετά τους, αρκεί να «νικάμε».

Κι αυτό ξεπερνάει τις λάθος πολιτικές, χτυπάει τον ίδιο τον συνεκτικό ιστό της δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν οργανωμένες κοινωνίες, αν δεν δεσμευόμαστε όλοι από κάποιους κοινούς κανόνες συνέπειας, λογικής, ηθικής.

Αν αυτό σας φαίνεται λίγο αφηρημένο, γιατί συζητάμε για μια ταινία, ας συζητήσουμε κάτι άλλο πιο συγκεκριμένο.

Τα τελευταία χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας, όπως όλες οι κρατικές δαπάνες, εκτινάχτηκε και η φαρμακευτική δαπάνη, συμβάλλοντας κι αυτή στη χρεοκοπία του 2009.

Η Ελλάδα έφτασε να έχει φαρμακευτικές δαπάνες σαν να ήταν χώρα 40 εκατομμυρίων. Από 2 περίπου δισ. ξεπέρασε τα 5 δισ.

Όταν χρεοκοπήσαμε και έπρεπε να περικοπούν οι δαπάνες που εκτροχίασαν το κράτος, μειώθηκε και η φαρμακευτική δαπάνη.

Στα χρόνια 2010-2014 γυρίσαμε τόσο απότομα από τα 5,1 στα 2,5 δισ., οι περικοπές ήταν τόσο γρήγορες και άγριες, που τα Μέσα ενημέρωσης των φαρμακοβιομήχανων καλούσαν σε υπερψήφιση του Σύριζα και ο πρόεδρος των φαρμακοποιών ήθελε να κάνει τα φαρμακεία εκλογικά κέντρα του Σύριζα. Ο οποίος φυσικά ήταν αντίθετος στις μειώσεις, σε όλες τις μειώσεις της σπατάλης.

Και φτάνει η ώρα που οι Σύριζα-Ανέλ έρχονται στην κυβέρνηση.

Και κάνουν έρευνες για το σκάνδαλο Novartis.

Κάνουν διώξεις για την περίοδο που εκτινάχθηκαν οι δαπάνες, όπως επιβάλλει η λογική;

Όχι, κάνουν για την περίοδο που συρρικνώθηκαν. Τιμωρούν δηλαδή αυτούς που έβαλαν φρένο στη σπατάλη.

Πέρα κι από αυτή τη λεπτομέρεια όμως, οι ποινικές διώξεις είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα στη δημοκρατία. Εύκολα μπορεί να εκληφθούν ως ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, ως πόλεμος εναντίον πολιτικών αντιπάλων, και να βάλουν δυναμίτη στην ίδια την υπόσταση της δημοκρατίας.

Γι’ αυτό το πολιτικό σύστημα είναι συνήθως πάρα πολύ προσεκτικό, προσωποποιεί πάντα τις ποινικές κατηγορίες και συνήθως δεν προχωράει πάρα μόνο αν υπάρχουν αδιάψευστα στοιχεία οικονομικής δοσοληψίας κάποιου. Όπως συνέβη με τον Άκη, που κράτησαν τόσα χρόνια οι έρευνες.

Σ’ αυτά τα πέντε σχεδόν χρόνια, μια για τη Novartis, μια για ΚΕΕΛΠΝΟ, μια για Ζίμενς, μια για οτιδήποτε άλλο, λίστες, οφ σορ, σπίτια Βολτέρου, δεν υπήρχε καμία μέρα που να μη συζητιέται η ποινική διερεύνηση σκανδάλων που υποτίθεται βαραίνουν την αντιπολίτευση.

Η στοχοποίηση αυτή δεν φιλοδοξούσε καν να είναι αληθοφανής.

Δηλαδή δεν μπορεί να κατηγορείς ως διεφθαρμένους τρεις πρώην πρωθυπουργούς, έναν αρχηγό κόμματος, τον έλληνα Επίτροπο στην Κοινότητα, τον Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος και καμιά δεκαριά υπουργούς, δηλαδή, όλους τους αντιπάλους σου.

Και συγχρόνως τη σύζυγο του αρχηγού της αντιπολίτευσης, τον αδελφό του Σημίτη, τον αδελφό του Σαμαρά, τη σύζυγο του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας -μόνο τα παιδιά τους δεν κατηγόρησαν. Αν και όχι, στο Ντυνάν κατηγορήθηκαν και τα παιδιά.

Οι σκευωρίες αυτές, αντιθέτως, δεν ήθελαν να είναι αληθοφανείς.

Τουναντίον, το πολιτικό μπούλινγκ είναι πιο αποτελεσματικό, όταν είναι φανερή σε όλους η ωμή δύναμη της εξουσίας, απροκάλυπτη, απροσχημάτιστη, πέρα από δικονομικούς κανόνες και πολιτικό fair play.

Γιατί αλλιώς, πραγματικά, ούτε τηλεθεατής της «Λάμψης» του Νίκου Φώσκολου πριν 30 χρόνια δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι πρωθυπουργοί κατηγορούνται από «ανώνυμους» μάρτυρες, οι οποίοι λένε ότι μεσάζοντες με τροχήλατες βαλίτσες έμπαιναν το βράδυ στο Μαξίμου και ξεφόρτωναν χαρτονομίσματα ή ότι στο ΚΕΕΛΠΝΟ υπήρχαν μυστικές κρύπτες στον τοίχο που κρύβανε τα σκάνδαλα.

Για αυτά δεν μιλάει, παραδόξως, κανείς τώρα πια, όμως όλα αυτά τα χρόνια σημαδεύτηκαν από πολιτικό μπούλινγκ και ηθικές δολοφονίες χαρακτήρων.

Στο βιβλίο της η τουρκάλα συγγραφέας Ασλί Ερντογάν (συνωνυμία) εξηγεί την κυριαρχία του Ερντογάν για σχεδόν 20 χρόνια:

Η αντιπολίτευση δεν μπορεί να πει τη θέση της για κανένα από τα ζητήματα που απασχολούν την τουρκική κοινωνία. Δεν προλαβαίνει, προσπαθεί συνεχώς να απολογηθεί, να αποδείξει ότι δεν είναι προδότες, εχθροί του λαού, συνωμότες, κλέφτες.

Σας θυμίζει κάτι;

Τώρα που τελειώνει, λοιπόν, αυτή η οδυνηρή δεκαετία και πηγαίνουμε προς εκλογές, ας μιλήσουμε πρώτα από όλα για τα βασικά.

Πριν τις πολιτικές θέσεις, πριν τους διορισμούς, τα αφορολόγητα, τις συντάξεις, ας ορίσουμε τους κανόνες της δημοκρατίας.

Ας απαντήσουμε στα βασικά ερωτήματα:

Συμφωνούμε όλοι ότι οι δολοφονίες χαρακτήρων, το πολιτικό μπούλινγκ, οι διώξεις εναντίον των αντιπάλων, έχουν θέση μόνο στη Ρωσία του Πούτιν, στην Τουρκία του Ερντογάν, αλλά όχι στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας;

Ότι όσοι τις επιχειρήσουν ξανά, θα βρεθούν εκτός του δημοκρατικού τόξου;

Φώτης Γεωργελές
athensvoice.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/06/blog-post_374.html