Ουσιαστικά, καθρεφτίζει την πλήρη αποτυχία της ασκούμενης πολιτικής να δημιουργήσει αναπτυξιακή ώθηση. Η αδυναμία ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων και η επιλογή μη αναπτυξιακών πολιτικών οδήγησαν σε χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
Περιόρισε έτσι τις εξαγωγικές επιδόσεις, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα προς κατανάλωση.
Παράλληλα απωθεί τα ξένα κεφάλαια και διατηρεί ένα επενδυτικό κενό 15 δισ. ευρώ ετησίως.
Η εικόνα αποκαλύφθηκε στα στοιχεία του ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου του 2019 που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ την προηγούμενη Τρίτη. Δείχνουν ότι η αναιμική και συνεχώς επιβραδυνόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (κατά 1,3% το πρώτο τρίμηνο του 2019) συνδέεται κυρίως με τον εξωτερικό τομέα της χώρας και πιο συγκεκριμένα στις εξαγωγές αγαθών: μειώνονται κατά 0,7%, όταν οι εισαγωγές αγαθών εκτινάχθηκαν κατά 9,9% το πρώτο τρίμηνο.
Επιβεβαίωση
Πλέον η Επιτροπή συνδέει τις εν λόγω επιδόσεις με το… μέλλον: Πέρα από το μέτωπο των δημοσιονομικών κινδύνων και την “παράλυση” στα προαπαιτούμενα, το μεγάλο “καμπανάκι” της έκθεσης της Κομισιόν αφορά το τέλμα στο οποίο έχει φέρει η κυβέρνηση την ελληνική επιχειρηματικότητα. Απαιτεί δραστικές κινήσεις ούτως ώστε να ανατραπεί.
Τα στοιχεία της Κομισιόν δείχνουν ότι το 2019 τελειώνει το “θαύμα” των εξαγωγών. Δηλαδή η στήριξη την οποία παρείχαν στην ανάπτυξη.
Φέτος η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης στο 2,2% (σ.σ. 1,9% ανάπτυξη αναμένει η τράπεζα της Ελλάδας και ΙΟΒΕ) προέρχεται αποκλειστικά από την εσωτερική κατανάλωση των ιδιωτών. Στην περίπτωση του Κράτους συνεχίστηκε και το 1ο τρίμηνο η στάση πληρωμών όπως φαίνεται και από την ΕλΣΤΑΤ (πτώση κρατικής κατανάλωσης κατά 4,1%).
Οι εξαγωγές το 2019 αναμένεται από την Κομισιόν ότι θα έχουν αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη. Και τούτο διότι αναμένεται αναιμικός ρυθμός αύξησής τους και εισαγωγική έκρηξη. Από το 2020 και μετά δεν αναμένεται καμία επίπτωση στο ΑΕΠ από τον εξωτερικό τομέα της χώρας.
Κακά είναι τα νέα . πεδίο των επενδύσεων. Οι ήδη αναιμικές επιδόσεις αναμένεται να χειροτερεύσουν τα επόμενα χρόνια.
Στις προβλέψεις της Κομισιόν περιλαμβάνεται η εκτίμηση ότι θα επιβραδύνεται στο 1/3 η συνεισφορά των επενδύσεων στην ανάπτυξη έως το 2023. Μειωμένη αναμένεται και η συνεισφορά της ιδιωτικής κατανάλωσης με αποτέλεσμα ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ από επίδοση 2,2% φέτος και το 2020 να επιβραδυνθεί στο 1,9% το 2021, στο 1,7% το 2022 και μόλις στο 1% το 2023….
Υπερσυγκράτηση δαπανών
Η κυβέρνηση όλα τα προηγούμενα χρόνια βάσισε τις πολύ καλές της δημοσιονομικές επιδόσεις στην υπερσυγκράτηση δαπανών (και τακτικών όπως για υγεία ή παιδεία αλλά και επενδυτικών). Αυτό έχει αποτέλεσμα να διατηρηθεί το επενδυτικό κενό των 15 δισ. ευρώ το οποίο απαιτεί μία τεράστια προσπάθεια ούτως ώστε να αναστραφεί. Εκτιμάται και από την ίδια την κυβέρνηση ότι η άνοδος των επενδύσεων θα φτάσει στο ανώτατο σημείο της φέτος και θα επιβραδυνθεί στη συνέχεια.
Επίσης, στο πεδίο της υποεκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων η Κομισιόν έχει ήδη προαναγγείλει ότι θα έρθουν νέες δεσμεύσεις το φθινόπωρο στο πλαίσιο της επαναδιαπραγμάτευσης για τους δημοσιονομικούς στόχους που θα θέτουν συγκεκριμένες απαιτήσεις στην τότε κυβέρνηση, ούτως ώστε να υποχρεούται να εκτελεί τις δεσμεύσεις της για δαπάνες ανά τομέα. Δηλαδή να πάψει να χρησιμοποιεί το όπλο της υποεκτέλεσης για να καλύψει αστοχίες στα έσοδα ή για να δημιουργήσει υπερπλεονάσματα.
Στο πεδίο των εξαγωγών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και άλλη μία παράμετρος, η οποία έχει σχέση με τον τουρισμό. Το πραγματικό πρόβλημα στο πεδίο των εξαγωγών προϊόντων είναι πάρα πολύ μεγάλο. Αντισταθμίζεται στον “τελικό λογαριασμό” του εξωτερικού ισοζυγίου από τις καλές τουριστικές επιδόσεις (σ.σ. οι οποίες όμως, με βάση τα πρώτα μηνύματα που έρχονται φέτος από τον τουρισμό, είναι συντηρητικές).
Οι κίνδυνοι
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της κάνει επιπλέον σαφές ότι η άνοδος του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος είναι ένα αισιόδοξο σενάριο. Καταγράφει 3 κινδύνους για την ανάπτυξη. Θεωρείται προϋπόθεση ότι αυτήν τη φορά δεν θα υπάρξει επιπλέον “λιτότητα” στις δαπάνες. Δηλαδή ότι θα υπάρξει πλήρης εκτέλεση των ανώτατων ορίων του Προϋπολογισμού για τις επενδύσεις και τις τακτικές δαπάνες. Διαφορετικά θα υπάρξει πλήγμα στο ΑΕΠ.
Ομοίως ζήτημα τίθεται με τις “ευπάθειες του τραπεζικού τομέα”, δηλαδή με τα “κόκκινα” δάνεια αλλά και με “το αυξανόμενο μισθολογικό κόστος, που ενδέχεται να αποτελέσουν περαιτέρω προκλήσεις για την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, και ιδίως των επενδύσεων”.
Υπάρχει και ο “εξωγενής” κίνδυνος. Δηλαδή “σε περίπτωση που η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος είναι μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ή σε περίπτωση μεγαλύτερης επιβάρυνσης της Ελλάδας λόγω αυτού του γεγονότος, η ανάκαμψη μπορεί να αποδειχθεί βραδύτερη” εκτιμά η Επιτροπή δυσκολεύοντας την κατάσταση για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας…
Της Δήμητρας Καδδά
Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί
capital.gr