[ccpw id="136103"]

Στο μυαλό των ανθρώπων που αντιλαμβάνονται την πολιτική με κριτήρια προσωπικής συμπάθειας, ταύτισης και με μία θρησκευτικού τύπου προσδοκία, ο ηγέτης πρέπει να έχει χαρακτηριστικά Μεσσία. 
Μετατρέποντας ένα περίπλοκο, πολυπαραγοντικό ζήτημα, όπως είναι η διακυβέρνηση, σε ένα απλουστευμένο, δογματικό δίλημμα καλού-κακού, έξυπνου-χαζού, λαϊκού-σνομπ, συμμάχου-εχθρού, καταλήγουν να μην ψάχνουν ηγέτη, αλλά να κυνηγούν την ουρά τους.

Να αναζητούν τον ιδανικό τους φίλο. Κάποιον να τους σώσει.

Η πολιτική όμως δεν έχει σκοπό να μας σώσει, αλλά να άρει τα εμπόδια προκειμένου να σωθούμε μόνοι μας.

Το “Εσύ δηλαδή προτιμάς τον Κούλη;” είναι η ερώτηση που δέχομαι συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη τις τελευταίες μέρες ως ψηφοφόρος που δεν έκρυψε τη χαρά του με τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου.

Μισή γνήσια απορία – μισή προκαταβολική απαξία και πονηριά, η ερώτηση αυτή βασίζεται στην ψυχολογική κατάσταση της μοιρολατρικής αναμονής σωτήρα.

Προϋποθέτει ότι περιμένω την έλευση της απόλυτης πολιτικής πανάκειας -λες και κάτι τέτοιο υπάρχει πέρα από τον κόσμο των ιδεών- και με ψέγει εμμέσως που την αναγνωρίζω στο λάθος πρόσωπο! Και τα δύο, ανοησίες.

Ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας δεν αντιμετωπίζονται ως οι βιτρίνες πολυσχιδών συστημάτων ιδεών, συμφερόντων και συσχετισμών που είναι, αλλά ως Κυριάκος κι Αλέξης. Ως διαζευκτικό δίπολο υποψήφιων γαμπρών.

Σαν να εκπροσωπεί ο καθένας τον εαυτό του ως μονάδα κι εγώ καλούμαι να σπάσω την αντιζηλία, διαλέγοντας τον καλύτερο “τυπά” με κοινωνικούς όρους.

Φυσικά, η ερώτηση είναι παγίδα και προκαταλαμβάνει την απάντηση.

Γιατί η απόρριψη του Αλέξη Τσίπρα ερμηνεύεται ως συμπάθεια για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και το αντίστροφο.

Στην πραγματικότητα όμως, κανείς μας δε γνωρίζει ποιοι είναι ο Αλέξης και ο Κυριάκος, ώστε να τους συμπαθεί ή να τους αντιπαθεί.

Γνωρίζουμε μόνο σε γενικές γραμμές τις επιδόσεις τους στον ρόλο τους, στο πλαίσιο της συγκυρίας κατά την οποία έδρασαν και της ομάδας στην οποία λειτούργησαν.

Για τους ανθρώπους αυτούς έχουμε ελλιπέστατα στοιχεία, τόσο ως προς το ποιοι είναι ως άτομα όσο και ως προς τo ποιοι είναι ως επαγγελματίες πολιτικοί (πότε μιλούν αυτοί και πότε το κόμμα; πότε κάνουν αυτό που θέλουν και πότε εξαναγκάζονται;).

Ξέρουμε μόνο δύο πράγματα με βεβαιότητα: τι υπόσχονται και τι πραγματοποιούν. Και σύμφωνα με αυτά τους κρίνουμε.

Ο Αλέξης Τσίπρας, λοιπόν, ήταν ένας κακός πρωθυπουργός. 

  • Εξελέγη επι τη βάσει ψεμάτων, 
  • έκανε τα ακριβώς αντίθετα απ’ όσα έταξε, 
  • βασάνισε την ήδη βασανισμένη οικονομία, 
  • δηλητηρίασε την ήδη δηλητηριασμένη κοινωνία, και 
  • με επιδερμικές ψευτοευαισθησίες -άλλοτε με τη μορφή ενδιαφέροντος προς τις μειονότητες και άλλοτε με πενηντάρικα σε συνταξιούχους- επιχείρησε να συγκαλύψει την ελεεινή του ανεπάρκεια. 

Η επίκριση στον Τσίπρα δεν είναι προσωπική ούτε τεκμήριο συμπάθειας κάποιου άλλου. Αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του και είναι αυθυπόστατη.

Ο Τσίπρας μπορεί να είναι και να θεωρείται κακός, απλώς και μόνο επειδή είναι, και η αποτίμησή του μπορεί να απορρέει από τις πράξεις του όπως αυτές εκδηλώνονται, χωρίς να συνδέεται με οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτές και χωρίς να συνεπάγεται εύνοια για τον αντίπαλό του.

Έτσι, όσοι απορρίπτουν τον Αλέξη Τσίπρα για την ανικανότητά του, δεν εκχωρούν αυτοδικαίως κάποιο κεφάλαιο εκτίμησης και συμπάθειας στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν υπάρχει νομοτέλεια που ανεβάζει τον έναν όταν ρίχνει τον άλλο.

Αυτό που κερδίζει ο Μητσοτάκης, είναι το προνόμιο της αμφιβολίας ως αδοκίμαστος στον ρόλο του πρωθυπουργού. 

Και ως τέτοιος, ναι, μπορεί να κριθεί προτιμότερος από έναν εξακριβωμένα αποτυχημένο.

Απλώς προτιμότερος, όμως.

Όχι ιδανικός, ούτε καν καλός. Αυτό θα κριθεί όταν αναλάβει τη θέση για την οποία προαλείφεται.

Καταλαβαίνω ότι η βιασύνη και η επιπολαιότητα, τόσο στην αγάπη όσο . μίσος, είναι ίδιον ψηφοφόρων που στήνουν χορούς και κρεμάλες στο Σύνταγμα, ανάλογα με τη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής.

Καταλαβαίνω επίσης ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν σε σκισίματα Μνημονίων και ανατροπές του καπιταλισμού, σαστίζουν καχύποπτα έως και εχθρικά μπροστά σε όσους δεν συμμερίζονται χιμαιρικές αξιώσεις και προσωποποιημένο φανατισμό (θετικό ή αρνητικό). Σε ένα κλίμα ακραίας πώρωσης και στενομυαλιάς, τόσο επίμονο και εκτεταμένο που μοιάζει πλέον με κουλτούρα, είναι αδιανόητη η στάση επιφύλαξης και η κρίση επί αποτελεσμάτων αντί ιδεοληψιών και καλών προθέσεων (βλ. “τουλάχιστον αυτός είναι αριστερός!”).

Όμως η πραγματικότητα βρίσκεται πάνω από τον οπαδισμό και η πολιτική δεν είναι ποδόσφαιρο.


Προτιμώ τον Μητσοτάκη από τον Τσίπρα ως πρωθυπουργό. 

Αυτό δε σημαίνει ούτε πως με αντιπροσωπεύει, ούτε πως τον εμπιστεύομαι, ούτε πως τον φαντάζομαι να πλάθει ένα μέλλον ευτυχίας από αστρόσκονη για όλο τον κόσμο.

Σημαίνει μόνο πως η σύγκρισή του με τον ανταγωνισμό του αυτή τη στιγμή, ευνοεί αυτόν. Ωμά και κυνικά.

Κι από την πρώτη του μέρα, θα είναι υπόλογος στην κριτική μου όπως ο προκάτοχός του, μέχρι το αποτέλεσμα των έργων του και ο ανταγωνισμός του να τον καταστήσουν λιγότερο κατάλληλο.

Οι πρωθυπουργοί δεν είναι φίλοι μας. Είναι επαγγελματίες που όπως κάθε άλλος επαγγελματίας στην αγορά, καλούνται να μας παράσχουν μία υπηρεσία – κι αν μας αρέσει, τους κρατάμε.

Απλώς στην περίπτωσή τους, η πρόσληψη και η απόλυση λέγονται εκλογές.

Άρης Αλεξανδρής
thecurlysue.com

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/05/blog-post_6584.html