[ccpw id="136103"]

Μαζί με την ομόαιμη αδελφή της, τη Σύνεση, υποδεικνύει στη βούληση τη μέση οδό της ακολουθούμενης δράσης και αναδεικνύεται σε δάσκαλο της βούλησης του ανθρώπου. 

Θεωρείται υπέρτατη αρετή, διότι με όχημα τον ορθό λόγο, την ορθή κρίση και τις αγαθές προθέσεις των ενεργειών μας, μάς οδηγεί στη γνώση και στη διάγνωση της αλήθειας.

Κατά τον Αριστοτέλη η φρόνηση δεν είναι ούτε επιστήμη ούτε τέχνη, αλλά αψευδώς κεκτημένη έξη αγαθών, ανθρωποκεντρικών ενεργειών.

Ως διανοητική στάση, αίσθηση και ένστικτο που προαισθάνεται και προβλέπει τις συνέπειες των πράξεών μας, διακρίνει το ουσιώδες από το επουσιώδες, το ουσιαστικά ενδιαφέρον από το αδιάφορο και ελευθερώνει τον νου από τις προκατασκευασμένες ιδέες εξετάζει τη φρόνηση και ο Γάλλος φιλόσοφος Henri Bergson. Είναι, δηλαδή, η πηγή του πρακτικού στοχασμού, της εχέφρονης βούλησης και της μετριοπαθούς κρίσης που προφυλάσσει από σφάλματα, από αδεξιότητες και από την υπερεκτίμηση του εαυτού μας και που αξιοποιεί αποτελεσματικά τις εμπειρίες.

Εχθροί της φρόνησης, κατά τον ίδιο, είναι τόσο “το πνεύμα της ρουτίνας”, όσο και “το πνεύμα της χίμαιρας”. Υπό αυτήν την έννοια η φρόνηση στην πρακτική ζωή είναι για τον Henri Bergson ότι η ιδιοφυία στις επιστήμες.

Με γνώμονα τον ορθό λόγο, την ορθή κρίση, τη μετριοπάθεια και το αγαθό και δίκαιο πράττειν, η φρόνηση απεχθάνεται τις αρρωστημένες ιδεοληψίες, τις πεισματικές εμμονές, τις φανατικές αντιδράσεις, τις διχαστικές λογικές, τις αβαθείς εγωκεντρικές συμπεριφορές, τις τυρρανικές, άλογες δεισιδαιμονίες και γενικά τις λογικές που αλλοιώνουν την υφή της καλόβουλης βούλησης και του πραγματικού, και αναδεικνύεται έτσι σε εργαλείο κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου και σε διακόνισσα του πνεύματος δικαιοσύνης.

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, η καρποφόρηση της φρόνησης προϋποθέτει την ύπαρξη ηθικής εστίας στο άτομο, η οποία στεγάζει τις θετικές ιδιότητες και προθέσεις του και τα αγαθά χαρίσματα της ιδιοσυγκρασίας του.

Ποια σχέση έχουμε οι σύγχρονοι Έλληνες, ως εθνικό σύνολο, με τη φρόνηση όταν έχουμε αναδείξει την κακεντρέχεια και τη ζηλοφθονία σε οδηγούς της ζωής μας και σε πιλότους του προορισμού μας, αγνοώντας την Αριστοτελική ρήση ότι “η κακία διαστρέφει την κρίση και οδηγεί στην πλάνη”;

Όταν ζούμε σε μια κατάσταση ατέρμονων πολιτικών εντάσεων και αγεφύρωτων αντιθέσεων, τη στιγμή που η Ευρώπη χτίζει γέφυρες συναίνεσης;

Όταν έχουμε εξοβελίσει από τη ζωή μας τη φιλαλληλία, την αλληλεγγύη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ευθυκρισία, τη μετριοπάθεια και την αξιοκρατία, και ποτίζουμε τους σπόρους του διχασμού και της κομματικής αυτοδικίας;

Όταν αδυνατούμε να τιθασεύσουμε την ιδιοτελή ατομικότητα και φιλαυτία και να συμβάλλουμε στην προαγωγή του συλλογικού καλού;

Όταν αναδεικνύουμε καθημερινά την υπερβολή σε δέσποινα της επιπόλαια ανταγωνιστικής και αβαθούς κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής μας;

Όταν οδηγούμε την εποπτική δύναμη του μυαλού μας σε υπολειτουργία και αδράνεια, με αποτέλεσμα να χάνει τη δημιουργική της ευκαμψία και να μη μπορεί να κατανοήσει αντικειμενικά τον σύγχρονο κόσμο, ώστε να σχηματίσει μια αμιγή, ευκρινή αντικειμενική εικόνα της αδιάλειπτα παλλόμενης πραγματικότητας;

Όταν έχουμε χάσει τις συντεταγμένες του ορθολογισμού, της αντικειμενικότητας και της συστηματικής αντιμετώπισης των καταστάσεων;

Όταν αποδεικνυόμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως από τα παθήματα και τα λάθη του παρελθόντος, αφού έχουμε εξοβελίσει από το λεξιλόγιό μας την ενδοσκόπηση, τον αναστοχασμό και την ατομική ανάληψη ευθύνης;

Μήπως χάσαμε τον προσανατολισμό μας ως έθνος και ζούμε σε μια ομίχλη παραλογισμού;

Μήπως η μαζική παραφροσύνη καραδοκεί στη γωνία;

Διότι όταν έχεις ζήσει ως έθνος καταστροφικούς διχασμούς, εμφυλίους και χρεοκοπίες και συνεχίζεις να ποτίζεις το δένδρο του διχασμού με πολεμικές ρήσεις του τύπου “η εμείς ή αυτοί”, “θα σας τελειώσουμε”, κ.λ.π., πως μπορεί η στάση αυτή να μην χαρακτηρισθεί ως παραφροσύνη;

Πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι η αριστερά, παρά τα δεινά που προκάλεσε την περίοδο του εμφυλίου και την ηχηρή κατάρρευση του θλιβερού και ολέθριου, όπως αποδείχθηκε, σοβιετικού παραπετάσματος, στο οποίο ήθελε να προσαρτήσει τη χώρα, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να βρίσκει ευήκοα ώτα;

Είμαστε μεγαλόψυχοι, έχουμε κοντή μνήμη ή προσπαθούμε να επιβεβαιώσουμε τη ρήση “το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη”;

Του Ανδρέα Μήλιου
capital.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/04/blog-post_490.html