Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια. Υπήρξαν αρκετά ακόμα δείγματα.

Υπήρξε η δήλωσή του ότι θεωρεί ακραίο τον Άδωνι Γεωργιάδη (και κατ’ επέκταση όσους αυτός εκπροσωπεί) και δε θα τον έκανε ποτέ αντιπρόεδρο.

Υπήρξε η αντίθεσή του με τη στάση του κόμματος να αρνείται τη συγκρότηση ΕΣΡ όσο διαρκούσε η εκκρεμότητα με το νόμο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες.

Υπήρξε η διαφοροποίησή του από τη στάση του κόμματος κατά του εκλογικού νόμου, όταν μιλούσε για «εθνική συνεννόηση» και έκλεινε το μάτι στην απλή αναλογική.

Υπήρξε ο χαρακτηρισμός «τσάμπα μαγκες» για όσους δηλώνουν αντίθετοι στην ψήφιση των μέτρων του ΣΥΡΙΖΑ.

Και γενικότερα, η περίοδος από τη μη εκλογή του στην ηγεσία το 2016 μέχρι σήμερα υπήρξε μια ατέλειωτη περίοδος διαφοροποιήσεων και δημιουργίας εσωτερικών τριβών. Σε σημείο που για να μπορέσει να κυβερνήσει η επόμενη κυβέρνηση θεωρήθηκε σκόπιμο να σταλεί ο Μεϊμαράκης στο Στρασβούργο.

Στην αγαπημένη ταινία φαντασίας Batman Begins ο μικρός Bruce Wayne ερωτάται από τον πατέρα του «Why do we fall?», για να μάθει ότι η απάντηση είναι «So we can pick ourselves up». Το μότο αυτό στην ταινία βοήθησε ένα παιδάκι να γίνει σουπερ ήρωας. 

Στην πραγματική ζωή μπορεί να καθοδηγήσει έναν πολιτικό άνδρα να γίνει μεγάλος ή μικρός.

Γιατί τελικά οι μεγάλοι πολιτικοί άντρες φαίνονται πρωτίστως από τον τρόπο που διαχειρίζονται τις ήττες. Όχι τις νίκες τους.

Από τη δυνατότητα τους να ξανασηκωθούν, όχι από την επιθυμία να τραβήξουν κι άλλους κάτω.

Ασχέτως πάντως με το πρόσφατο παρελθόν του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, η ουσία της δήλωσής του για τον Αλέξη Τσίπρα και το βραβείο Νόμπελ προβληματίζει πολύ περισσότερο από την ενδεχόμενη προσωπική πικρία που εκφράζει.

Η υποψηφιότητα του πρωθυπουργού για το Νόμπελ είναι καθαρό και ατόφιο αποτέλεσμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, της συμφωνίας που τόσο κατά πάγια θέση της ΝΔ όσο και κατ’ αποτέλεσμα από τη μέχρι στιγμής λειτουργία της, αποτελεί εξαιρετικά επιζήμια για τα ελληνικά συμφέροντα.

Δε χρειάζεται να αναλύσουμε τους λόγους, έχει γίνει πολλές φορές και από πολλούς.

Αρκεί να τονιστεί, συνοπτικά, πως η συμφωνία αυτή παραβίασε τόσο την πάγια εθνική θέση για το Σκοπιανό όσο και την πολιτική που ο ίδιος ο Μεϊμαράκης υπηρέτησε στο Βουκουρέστι.

Η άποψη ότι η υποψηφιότητα του Τσίπρα ή η απονομή του βραβείου, για το λόγο ότι συνετέλεσε στην ως άνω συμφωνία, είναι τιμητική για τη χώρα, είναι μια θέση τουλάχιστον επικίνδυνη για την ελληνική εκπροσώπηση στην ΕΕ.

Η πρακτική θέση που υποκρύπτει, ότι δηλαδή οι Έλληνες ευρωβουλευτές πρέπει να δέχονται και να στηρίζουν πάντα την κυβερνητική εξωτερική πολιτική στην Ευρώπη, ακόμα κι όταν αυτή είναι επιζήμια για τη χώρα, δεν είναι απλά αντίθετη στην πρακτική των ευρωβουλευτών της ΝΔ μέχρι σήμερα, που πολέμησαν τη συμφωνία στην Ευρωβουλή.

Είναι επικίνδυνη για την Ελλάδα, που την αφήνει ανυπεράσπιστη αν έχει την ατυχία να πέσει σε μια κυβέρνηση εθνικής καταστροφής.

Και η αντίληψη που κρύβεται πίσω από αυτή, ότι δηλαδή ακόμα και τις εθνικές καταστροφές που προκαλούνται από την κυβέρνηση η πολιτική ηγεσία πρέπει να τις αντιμετωπίζει σε πνεύμα «ομόνοιας» και «εθνικής συνεννόησης», και ουσιαστικά να τις ανέχεται αδιαμαρτύρητα, με συγχωρείτε κ. Μεϊμαράκη αλλά δεν είναι αντίληψη ενός πολιτικού εθνικόφρονα και πατριώτη.

Και εν κατακλείδι:

Τι θέλει να κάνει ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης στην Ευρωβουλή;

Γιατί ζητάει την ψήφο μας, και μάλιστα ως «επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου»;

Για να γλείφει δημόσια τον Τσίπρα, προς χάρη της δήθεν «εθνικής συνεννόησης»;

Για να επικροτεί την ανταλλαγή της ιστορίας της Μακεδονίας με βραβεία Νόμπελ;


Ή μήπως για να επιδιώκει τέτοια deal και για τον εαυτό του;

Φανταστείτε μόνο αυτό.

Πως θα ήταν η ΝΔ σήμερα, αν επικεφαλής της ήταν ένας άνθρωπος που βλέποντας το Νόμπελ του Τσίπρα του τρέχουν τα σάλια.

Γράφει ο Σπαρτιάτης
lastpoint.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/04/blog-post_647.html

Share.