[ccpw id="136103"]

Συρρικνώνονται όχι μόνον ο αριθμός των ελεύθερων επαγγελματιών αλλά και τα εισοδήματά τους και, κατ’ επέκταση, και η συνεισφορά τους στα κρατικά έσοδα. Αδιάψευστος μάρτυρας είναι τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).

Σύμφωνα με αυτά, ο αριθμός των ελεύθερων επαγγελματιών ανέρχεται σε μόλις 398.737 και των μισθωτών σε 4.771.159 άτομα. Τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών ανέρχονται σε 3,44 δισ. και των μισθωτών σε 60,4 δισ.

Με άλλα λόγια ο άλλοτε αναπτυξιακός μοχλός της ελληνικής οικονομίας δηλώνει εισοδήματα που αντιστοιχούν στο 17% των εισοδημάτων των μισθωτών, όταν πληθυσμιακά οι ελεύθεροι επαγγελματίες αντιστοιχούν στο 12% των μισθωτών.

Από τη σύγκριση των δηλωθέντων εισοδημάτων προκύπτουν εξόχως ενδιαφέροντα συμπεράσματα, τα οποία θεωρητικά παραπέμπουν σε επιθανάτιο ρόγχο του ελεύθερου επαγγελματισμού.

Θα ήταν έτσι εάν η φοροδιαφυγή δεν υπολογιζόταν ότι ανέρχεται σε 25 με 30 δισ. τον χρόνο. Και όπως είναι αυτονόητο, οι μισθωτοί δύσκολα μπορούν να αποκρύψουν εισόδημα, εκτός της περίπτωσης της αδήλωτης εργασίας.

Μια ματιά στα εισοδηματικά κλιμάκια των δύο αναφερόμενων ομάδων αποκαλύπτει εναργώς μια κατάσταση που φαίνεται να μην είναι πραγματική:

Το 74,2% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα κάτω των δέκα χιλ. ευρώ, όταν το ποσοστό των μισθωτών του ίδιου κλιμακίου ανέρχεται στο 51,8%. Εισοδήματα από 30.000 έως 60.000 δήλωσαν 17.267 ελεύθεροι επαγγελματίες και 312.000 μισθωτοί, εισοδήματα από 60.000 έως 100.000 δήλωσαν 3.600 ελεύθεροι επαγγελματίες και 29.000 μισθωτοί και εισοδήματα άνω των 100.000 δήλωσαν 1.673 (!) ελεύθεροι επαγγελματίες και 9.960 μισθωτοί.

Τα στοιχεία μαρτυρούν ότι το κάρο το σέρνουν πλέον οι μισθωτοί και όχι η άλλοτε σφύζουσα παραγωγική τάξη των ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι και λόγω της εξοντωτικής φορολογίας, της τάξης του 69%, φαίνεται πως συνδιαλέγονται αρμονικά με τη φοροδιαφυγή.

Η συνέχιση αυτής της κατάστασης προφανώς δεν εξασφαλίζει ευοίωνες προοπτικές στη χώρα και δεν θα της επιτρέψει να σπάσει τον φαύλο κύκλο της στασιμοανάπτυξης και να περάσει σε δυναμικό αναπτυξιακό πεδίο.

Τι χρειαζόμαστε;

α) Μια κυβέρνηση με πίστη στις επενδύσεις και σταθερή βούληση, που θα αποκαταστήσει και θα εμπεδώσει κλίμα εμπιστοσύνης σε εσωτερικό και εξωτερικό. Η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στο εσωτερικό θα οδηγήσει τα περίπου 40 δισ., που βρίσκονται σε θυρίδες και στρώματα, στις τράπεζες, οι οποίες θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις στους τομείς της παραγωγής, της μεταποίησης, των εξαγωγών και των νέων τεχνολογιών. Από την επιστροφή των κεφαλαίων αυτών στις τράπεζες θα μπορέσουν επίσης να αντλήσουν κεφάλαια οι νεοφυείς επιχειρήσεις και η έρευνα για να ωθήσουν περαιτέρω την ανάπτυξη.

Το κλίμα εμπιστοσύνης θα προσελκύσει επίσης κεφάλαια και επενδύσεις από το εξωτερικό, οι οποίες με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων και αύξηση της εγχώριας παραγωγής και της ιδιωτικής κατανάλωσης.

β) Άμεση σύλληψη του 30-40% της φοροδιαφυγής, μέσω τακτικών ουσιαστικών ελέγχων, καθιέρωσης της υποχρεωτικότητας των ηλεκτρονικών συναλλαγών από 100 ευρώ και άνω και της θέσπισης ανταποδοτικών κινήτρων για χρήση τους από τους πολίτες. Η σύλληψη της φοροδιαφυγής σε αυτό το ποσοστό θα επιτρέψει αύξηση των συντάξεων σε αντίστοιχο ποσοστό, ή σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού ή διοχέτευση πολλών δισ. σε στοχευμένες κοινωνικές δράσεις ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού ή σε συνδυασμό των παραπάνω.

γ) Ένα μικρό και ευέλικτο κράτος που θα συντονίζει και θα ελέγχει με στρατηγικό τρόπο την οικονομική δραστηριότητα και τα έσοδα και δεν θα καθίσταται εμπόδιο στην υγιή επιχειρηματικότητα, ούτε θα την ανταγωνίζεται. Η τελευταία θα πρέπει επίσης να αναλάβει τις ευθύνες της και να ανακτήσει και πάλι ορμή και τον πάλαι ποτέ δυναμισμό της.

δ) Ένα διαφορετικό μοντέλο εκπαίδευσης που δεν θα παράγει ανέργους θεωρητικών επιστημών, αλλά θα συνδέεται με τις απαιτήσεις της αγοράς, θα συνεργάζεται με την επιχειρηματικότητα και θα είναι προσανατολισμένο στις εξελίξεις του μέλλοντος.

Κοντολογίς, χωρίς τη δημιουργία νέου πλούτου δεν θα καταφέρουμε να βελτιώσουμε το βιοτικό μας επίπεδο και δεν θα μπορέσουμε να βγούμε από το πνιγηρό κέλυφος της καχεκτικής ανάπτυξης. 


Ο επιδοματισμός διαιωνίζει απλώς την αναξιοπρέπεια και θρέφει τη δυστυχία. 

Ζούμε σε μια από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου και, σε ότι αφορά το βαθμό ευχαρίστησης από τη ζωή μας, κατέχουμε την 82η θέση παγκοσμίως σε σύνολο 153 χωρών. 

Προφανώς δεν είναι στραβός γιαλός∙ στραβά αρμενίζουμε!

Του Ανδρέα Μήλιου
capital.gr

Πηγή http://politika-gr.blogspot.com/2019/04/blog-post_212.html