Η μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας της Eurobank συντάχθηκε από τον Πρόεδρο της Eurobank Νικ. Καραμούζη και τον Επικεφαλής Οικονομολόγο της τράπεζας Δρ. Τάσο Αναστασάτο.
Η μελέτη παρουσιάζει τα 10 κρίσιμα λάθη που μεγέθυναν το κόστος και τη διάρκεια της προσαρμογής. Αυτά είναι:

– Η απουσία πειστικής δέσμευσης μέρους της πολιτικής ηγεσίας στο να γίνει «οτιδήποτε απαιτείται» για να αντιμετωπιστούν τα συσσωρευόμενα προβλήματα της χώρας, σε συνδυασμό με τον χαμηλό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής κυριότητας των αναγκαίων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων και ενίοτε την αντίσταση σε αυτές, χωρίς όμως ένα συγκροτημένο εναλλακτικό σχέδιο αποκατάστασης της κανονικότητας στη χώρα. Η εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ήταν ενίοτε διστακτική ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2015 έγινε η επιλογή της ανοιχτής σύγκρουσης με τεράστιο κόστος. Συχνά, ο πολιτικός διάλογος εκτρεπόταν σε διαγκωνισμό για βραχυχρόνιο πολιτικό κέρδος με όχημα λαϊκιστικές και αντιμεταρρυθμιστικές πολιτικές.

– Η Ευρώπη ήταν απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση τραπεζικών και δημοσιοοικονομικών κρίσεων καθώς δεν διέθετε το θεσμικό και νομικό πλαίσιο, τους μηχανισμούς και την εμπειρία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.

– Τα οικονομικά υποδείγματα και οι υποθέσεις που εφαρμόστηκαν από τους επίσημους πιστωτές είχαν σε κάποιες περιπτώσεις θεμελιώδη ελαττώματα: χρησιμοποιήθηκαν χαμηλοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και δεν συνυπολογίστηκε η επίδραση της απώλειας εμπιστοσύνης και των καθυστερήσεων, με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί η υφεσιακή επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής, το δε μείγμα των μέτρων που επιλέχτηκε διεύρυνε περαιτέρω την υφεσιακή επίδραση. Επιπλέον, υποτιμήθηκε ο πολιτικός κίνδυνος. Δεν εκτιμήθηκε η σημασία της πολιτικής σταθερότητας, της αποτελεσματικότητας και ανεξαρτησίας των θεσμών και της ξεκάθαρης κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής στην επενδυτική εμπιστοσύνη και τα risk premia.

– Η ελληνική κυβέρνηση το 2015, αλλά και οι πιστωτές σε άλλες περιπτώσεις, κατέφυγαν σε ανταλλαγή απειλών για ένα πιθανό Grexit, αγνοώντας τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της αδιέξοδης στρατηγικής, με αποτέλεσμα η χώρα πράγματι να πλησιάσει δύο φορές σε μια καταστροφική έξοδο από την ευρωζώνη, ενδεχόμενο που, ιδίως το 2015, απεφεύχθη την ύστατη ώρα. Eνώ το 2014 άρχισε με τους οικονομικούς δείκτες να καταγράφουν πρόοδο, η προοπτική των επερχόμενων εκλογών αύξησε τους κινδύνους και την αβεβαιότητα στις αγορές προς το τέλος του έτους. Η συγκρουσιακή προσέγγιση της κυβέρνησης το 2015 οδήγησε σε πλήρη αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές και τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, κατάφερε ισχυρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταθετών, των επενδυτών και την τραπεζική σταθερότητα, οδηγώντας τελικά σε bank run, επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και συνεισέφερε στην επιστροφή της χώρας σε ύφεση το 2015 και την επιδείνωση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

– Τα προγράμματα προσαρμογής δεν επικεντρώθηκαν αρχικά στην ανάγκη εμπροσθοβαρών φιλοαναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και των δαπανών, την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης καθυστέρησαν, γεγονός που επιδείνωσε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της προσαρμογής, κυρίως λόγω του ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίχθηκε στην υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση και την οριζόντια μείωση μισθών και συντάξεων.

– Η δημοσιονομική κρίση και οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επετράπη να διαχυθούν στον τραπεζικό τομέα και να επιμολύνουν την εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών, μετατρέποντάς τους σε μεγάλους επιταχυντές της κρίσης.

– Το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν αναδιαρθρώθηκε στα πρώτα στάδια της κρίσης, μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να είχε συγκρατήσει τη δυναμική του χρέους, χαλαρώνοντας έτσι το βάρος των μέτρων λιτότητας. Αυτό έγινε, όχι μόνο από τον φόβο του ηθικού κινδύνου, αλλά και για την προστασία των ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες είχαν σημαντική έκθεση σε ελληνικό πιστωτικό κίνδυνο, και την προστασία της υπόλοιπης Ευρωζώνης από τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης.

-Ο μηχανισμός μετάδοσης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής δεν λειτούργησε για την περιφέρεια του ευρώ και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, λόγω των άκαμπτων κανόνων αλλά με ευθύνη και της ίδιας της Ελλάδας η οποία δεν κατάφερε να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Επικράτησαν περιοριστικές συνθήκες ρευστότητας και πολύ υψηλά επιτόκια, σε αντίθεση με τις πολύ ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα, η νομισματική πολιτική, αντί να μετριάζει, μεγέθυνε τις επιπτώσεις των αναγκαίων μέτρων λιτότητας.

– Τα προγράμματα προσαρμογής δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν σωστά την αρνητική επίδραση από τη σοβαρή απομείωση του πλούτου των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που προέκυψε από την πτώση των τιμών των ακινήτων, των μετοχών, των ομολόγων και των παραγωγικών συντελεστών και την επακόλουθη επίπτωση αυτής στις προσδοκίες και την οικονομική εμπιστοσύνη.

– Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης στο δυνητικό ΑΕΠ υποεκτιμήθηκαν. Το υπόδειγμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προ κρίσεως ήταν μη βιώσιμο και εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών θα αρκούσε για την αντιστροφή της υφεσιακής επίπτωσης της προσαρμογής. Ωστόσο, τα λάθη στο σχεδιασμό των προγραμμάτων και η κρίση εμπιστοσύνης οδήγησαν σε επιμήκυνση της κρίσης και μια πιο μακροχρόνια απαξίωση του κεφαλαιουχικού αποθέματος της ελληνικής οικονομίας, σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού και μείωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών.

Αλέξανδρος Κασιμάτης
protothema.gr

Πηγή

Share.