[ccpw id="136103"]

Αγώνων για το κοινό καλό, και θυσιών προσωπικών: κανείς αγωνίζεται μεν για να αλλάξει όλο τον κόσμο, ναι· όταν όμως φυλακίζεται, όταν βασανίζεται, όταν εξορίζεται και όταν πεθαίνει, είναι πάντα μόνος.

Αυτά βέβαια ισχύουν, στην Ελλάδα (και όχι μόνο) για αριστερούς που σήμερα είναι από εξήντα πέντε, άντε εξήντα χρονών και πάνω, και για αρκετά μεγαλύτερους. 

Για τους νεότερους, όχι. Δεν ισχύουν.

Εκτός και αν λέγοντας «αγώνα» εννοούμε μια απεργία. Μια απεργία σε εργοστάσιο δηλαδή — όχι στο ΤΑΙΠΕΔ, ξέρω ‘ γω. Μια απεργία ναυτεργατών. Τέτοια πράγματα.

Μιλάμε για αγώνες ανθρώπων του μεροκάματου εδώ, του σκαρπέλου, της οικοδομής, των εργοστασίων παρασκευής ελαστικών, της κλωστοϋφαντουργίας. Όχι των δικηγόρων ή της ΕΡΤ. Να εξηγούμεθα.

Οπότε, ναι. Αυτά τα συγκεκριμένα μέλη της ελληνικής Αριστεράς έχουν επίσης μία καλή παράδοση, όχι ακριβώς αγώνων βέβαια, όχι θυσιών, αλλά απεργιακών κινητοποιήσεων. Είναι και αυτό κάτι, και ορισμένες φορές μπορεί να αποδώσει. Ή και όχι.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στις ηλικίες.

Όταν έπεσε η χούντα, εγώ ήμουν έντεκα χρονών. Αν υποθέσουμε ότι ήμουν από τότε συνειδητοποιημένος αγωνιστής της Αριστεράς (όπως στην πραγματικότητα έγινα στα δεκαπέντε-δεκάξι μου, και παρέμεινα για τα επόμενα πέντε-δέκα χρόνια) και ότι συμμετείχα ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα (σε όποιον αντιδικτατορικό αγώνα, τέλος πάντων, γιατί δεν υπήρξε και κανένας συγκροτημένος εδώ που τα λέμε, πόσο δε πάνδημος), ή αν ούτως ή άλλως με δίωκε το καθεστώς λόγω της ιδεολογίας μου παρά το νεαρόν της ηλικίας μου, θα κατέβαζα το όριο στα πενήντα πέντε που είμαι σήμερα.

Αλλά στα έντεκα είναι λίγο δύσκολο να αγωνιστείς για τα δικαιώματα της τάξης σου — ή και του κόσμου όλου. Πρέπει να είσαι δεκαοχτώ και πάνω.

Ή έστω δεκαεφτά και πάνω. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορείς να είσαι και δεκάξι και, ω του θαύματος, να αγωνίστηκες —σαν Αριστερός— για να πέσει η χούντα του Ιωαννίδη.

Άρα να γεννήθηκες το 1958, δηλαδή να είσαι σήμερα πατημένα τα εξήντα. 

Οπότε μπορείς, με μια γενναιόδωρη αμβλύνοια, να προστεθείς στον κατάλογο των περίπου χιλίων κοριτσιών και αγοριών που αγωνίστηκαν με γενναιότητα στη Νομική και στο Πολυτεχνείο.

Οι υπόλοιποι όμως, δηλαδή οι νεότεροι, δεν έκαναν αγώνες, και να με συμπαθούν. 

Έκαναν άλλα πράγματα. Κυρίως συζητούσαν. Σε σπίτια, σε ταβέρνες, σε αμφιθέατρα και αλλού. (Δεν μιλώ για τους φασίστες αριστεριστές που τραμπούκιζαν και καταλάμβαναν τους πανεπιστημιακούς χώρους ζυμώσεων).

Πράγμα εξόχως επωφελές βέβαια: είναι καλό να συζητάς, και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο — θα ήταν βλαξ. Όπως είναι γενικώς καλό να σκέφτεσαι, να συλλογίζεσαι, να αναστοχάζεσαι, και όλα αυτά τα όμορφα πράγματα.

Αλλά, ναι: αυτό έκαναν κυρίως. Ήμουν εκεί. Ξέρω.

Γράφτηκαν ωραιότατα κείμενα επίσης, βιβλία, άρθρα και επιφυλλίδες, κριτικές βιβλίου και κινηματογράφου (αριστερές, πά’ να πει), εκδόθηκαν ψηφίσματα κ.ο.κ. Έγιναν πολλά, ναι.
(Και εξακολουθούν να γίνονται, ίσως — αν και πλέον μόνο από τις στήλες των αστικών εφημερίδων. Η ειρωνεία ποτέ δεν ήταν με το μέρος της Αριστεράς).

Ασκήθηκε κριτική στο αστικό καθεστώς, στον καπιταλισμό, στη Θάτσερ και στον Ρίγκαν, στο «Ράμπο ΙΙ» και στον Παζολίνι (κι ας ήταν αριστερός, δεν έχει να κάνει).

Ειπώθηκαν πολλά λόγια, ναι. Πάρα πολλά. Γιατί αυτό που έκαναν —από την πτώση της επαράτου και εντεύθεν— οι αριστεροί ήταν να συζητούν. Εποικοδομητικά και όμορφα. Αλλά δεν έγιναν αγώνες. Δεν γίνονται αγώνες της Αριστεράς στα καφέ του κέντρου. Ή, αν λαμβάνουν χώρα οι συζητήσεις εκεί, μετά πρέπει να βγουν και παραέξω, να πάνε στους χώρους δουλειάς, να κινήσουν τα ιστορικά υποκείμενα, να σπρώξουν τους εργάτες στον αγώνα για να πάρουν τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους και να καταλάβουν την εξουσία — αλλιώς τι;

Αλλιώς ξέρω κι εγώ να μιλάω.

Πού το πάω; Στο εξής. 

Προσπαθώ να καταλάβω γιατί κάποιοι άνθρωποι («κάποια άτομα») από τη λεγόμενη Κεντροαριστερά θέλουν να βουτήξουν σήμερα στη λιμνοθάλασσα τού ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ

(α΄) έχει αποδειχθεί πως δεν είναι παρά ο ΣΥΡΙΖΑ του Αρκά, κάτι κωμικοτραγικό, κάτι γελοίο, και

(β΄) αφήνει σιγά-σιγά την εξουσία και τείνει είτε προς τη διάλυσή του, είτε προς τη μετεκλογική μετάλλαξή του σε ένα μη ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς, σε κάτι σαν τη ΔΗΜΑΡ, ας πούμε, ή το ΚΟΔΗΣΟ.

Μία ερμηνεία θέλει τους ανθρώπους αυτούς να έχουν καταλάβει ότι «δεν μπορεί το παιδί» και θέλουν να καταλάβουν συνασπιζόμενοι τη θέση του: ήτοι, να ορίσουν αυτοί τον νέο αρχηγό, τον διάδοχο του αριστερού θρόνου, και ό,τι γίνει.

Διότι περί θρόνου πρόκειται, καθώς η βασιλεία, σοφά εξελισσόμενη, ζει καιρό τώρα αποκλειστικά και μόνο στα Αριστερά κόμματα — απλώς το σκήπτρο έχει γίνει δαχτυλίδι.

Μία άλλη ερμηνεία, και κάπως «επίσημη», λέει πως προβλέπουν, και προσμένουν, την αναγέννηση του κόμματος, που, ως άλλος φοίνιξ, θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του και —δεδομένου ότι την πενταετία της εξουσίας του έχει ρίξει καλές και γερές άγκυρες σε διάφορα στρατηγικής σημασίας κρατικά μετερίζια, σε άπαρτα «υψώματα»— θα συνεχίζει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πράγματα.

Ότι θα είναι πάντα ένα κόμμα εξουσίας. Ή δυνάμει, τέλος πάντων.

Και χωρίς απαραιτήτως τη συνδρομή της εθνικιστικής Ακροδεξιάς αυτή τη φορά.

Εξ ου και ο πόλεμος προς το ΠΑΣΟΚ, καθώς ο κίνδυνος κατ’ αυτούς εκεί εντοπίζεται — και όχι εξ ευωνύμων.

Υπάρχουν και άλλες θεωρίες για το φαινόμενο, ανάλογα με τη σκευή του καθενός και με την όρεξη που έχει να αναλύει τέτοια πράγματα (αντί να εργάζεται, π.χ., ή να βλέπει τηλεόραση, ή να διαβάζει κανένα βιβλίο να ξεστραβωθεί). Και ανάλογα με αυτόν που έχουμε κάθε φορά στον νου μας: αλλιώς είναι να μιλάμε για τον Μπίστη, και αλλιώς για τον αρχηγό της σημερινής ΔΗΜΑΡ, που μου διαφεύγει το όνομά του.

Εγώ πάντως τείνω σε μία άλλη. Είναι περισσότερο «ψυχολογική» και όχι πραγματιστική. Και άρα πιο ενδιαφέρουσα· για να μην πω ότι είναι σχεδόν συγκινητική.

Όλο αυτό, πιστεύω, γίνεται για την τιμή των όπλων. Ο άλλος σκέφτεται —τα βράδια που κοιμάται— πως έχει φάει μια ζωή σ’ αυτές τις κουβέντες που λέγαμε, στις συζητήσεις και στις ζυμώσεις, στις αναλύσεις και στις προτάσεις — και όλα αυτά γιατί; Προς τι; Γιατί στο καλό;

Για να μιλάμε τώρα για Ευρώπες και Μνημόνια και επενδύσεις; Για να γίνουμε πιο νεοφιλελεύθεροι από τους νεοφιλελεύθερους;

Πιστεύω ότι πολλοί από τους όψιμους συμμετέχοντες στο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ για συστράτευση, και μάλιστα οι πιο παλαιοί των ημερών, το κάνουν από μοναξιά.

Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί τους, θα μετεξελιχθεί στο νέο Φίλιον. Ή μάλλον στο νέο Ντόλτσε.

Αν βέβαια δεν τους κατασπαράξουν οι δελφίνοι πρώτα. Που θα τους κατασπαράξουν.

Του Κυριάκου Αθανασιάδη
liberal.gr

Πηγή