Το ότι οι πρώτες εκτιμήσεις κατέβασαν τον πήχη του περσινού ΑΕΠ κάτω από το ψυχολογικό όριο του 2%, είναι, μάλιστα, το μικρότερο κακό, αφού ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σε αρνητικούς ρυθμούς μετά από δυόμισι ολόκληρα χρόνια.

Κάποιος καλόπιστος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι το «κοντέρ» έγραψε 1,9%, επειδή αναθεωρήθηκαν ελαφρώς προς τα κάτω οι επιδόσεις του 2ου και του 3ου τριμήνου κι ότι εν πάση περιπτώσει όταν κινείσαι στα όρια του στατιστικού λάθους, θα πρέπει να βλέπεις το δάσος ήτοι ότι η ελληνική οικονομία «έτρεξε» με ρυθμούς υψηλότερους από το μέσο όρο (1,8%) της Ευρωζώνης. Υπάρχουν, όμως, κάποιες «μικρές» λεπτομέρειες που χαλάνε τον παραπάνω συλλογισμό.

Κατ’ αρχάς, η επίδοση 1,6% του 4ου τριμήνου (σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2017) είναι από τις πιο μέτριες στην Ευρωζώνη και σίγουρα δεν ταιριάζει στο προφίλ μιας χώρας που υποτίθεται ότι έχει ξεφύγει από τα δεσμά των Μνημονίων και «πετάει» προς τα εμπρός.

Το χειρότερο είναι ότι αυτό το τελευταίο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς ήταν τόσο κακό, που «έγραψε» αρνητικό πρόσημο (σε σχέση με το 3ο τρίμηνο), για πρώτη φορά μετά από το 2ο τρίμηνο του 2016, κατατάσσοντας τη χώρα μας στον «πάτο» των μετρήσεων της Eurostat, μαζί με την προβληματική Ιταλία.

Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι μόνο με Τουρισμό δεν πας πουθενά. Η επισήμανση αυτή αποκτά ιδιαίτερο βάρος εάν επιβεβαιωθούν τα πρώτα στοιχεία, που δείχνουν ότι οι ανταγωνιστές του ελληνικού τουριστικού προϊόντος θα ανακάμψουν φέτος, άρα οι υπερεισπράξεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.

Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι οι «κακοί» ξένοι δεν έχουν, όπως φαίνεται, εμμονές όταν επισημαίνουν ότι η ελληνική οικονομία πάσχει δομικά και χρειάζεται περισσότερες μεταρρυθμίσεις για να μπορέσει στα σταθεί στα πόδια της.

Τα στοιχεία της Eurostat

Μετά από τις σχετικές συστάσεις και παρατηρήσεις της Κομισιόν, τις οποίες η κυβέρνηση επέλεξε να προσπεράσει μένοντας στις επικεφαλίδες της 2ης Μεταμνημονιακής Έκθεσης, το ΔΝΤ την Τρίτη αναμένεται να επαναλάβει ότι «για τη διατήρηση της δυναμικότητας της ανάπτυξης, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να εστιάσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και την μείωση των αδυναμιών» και ότι «η αύξηση των επενδύσεων παραμένει άτονη, λόγω των υψηλών επιδράσεων βάσης και το -ακόμη- αδύναμο επενδυτικό κλίμα».

Το πρόβλημα είναι αυτές οι δομικές και διαρθρωτικές αδυναμίες μεγεθύνονται όταν οι τριγύρω μας αρχίζουν να αισθάνονται… ζαλάδες, όπως αυτές που καταγράφουν εδώ και μήνες η ΕΚΤ, η Κομισιόν, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ. Με λίγα λόγια όταν η γειτονιά σου μπαίνει σε περιπέτειες, δύσκολα θα αποφύγεις κι εσύ τα ζόρια.

Χθες, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε σε μια ακόμα εντυπωσιακή αναθεώρηση επί τα χείρω των προβλέψεων της για την Ευρωζώνη, «ψαλιδίζοντας» κατά 0,6% (!) την εκτίμηση για το φετινό ΑΕΠ, μέσα σε λιγότερο από 3 μήνες.

Τον Δεκέμβριο προέβλεπε ότι η Ευρωζώνη θα καταφέρει να «τρέξει» με 1,7% αλλά πλέον έχει κατεβάσει τον πήχη στο 1,1%, χωρίς να πείθεται κανείς ότι αυτή θα είναι η τελευταία αναθεώρηση προς τα κάτω. Είχε προηγηθεί ο ΟΟΣΑ, που μόλις προχθές «κούρεψε» τις προβλέψεις του για το γερμανικό ΑΕΠ κατά 0,9%, του γαλλικού κατά 0,3%, του ιταλικού κατά 1,1% και της Ευρωζώνης κατά 0,8%!

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι όλα αυτά είναι απλώς προβλέψεις, απλώς ασκήσεις επί χάρτου και τίποτε παραπάνω.

Ωστόσο, μόνο και μόνο ότι ο Μ. Ντράγκι αιφνιδίασε τους πάντες ανακοινώνοντας τριπλό (!) πακέτο μέτρων για να στηρίξει την οικονομία της Ευρωζώνης (διατήρηση χαμηλών επιτοκίων ως το τέλος του έτους, επανεπένδυση των κερδών από τα χρηματοδοτικά εργαλεία που ενεργοποίησε η ΕΚΤ, νέες ενέσεις ρευστότητας στις τράπεζες), φανερώνει μια βαθιά ανησυχία για μια μακρά περίοδο επιβράδυνσης- αν όχι ύφεσης- της οικονομίας.

Σε αυτό το όχι και τόσο… ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, με τους εμπορικούς πολέμους να σιγοβράζουν, με το ρευστό πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη, με το σβήσιμο των «ατμομηχανών» της ευρωπαϊκής οικονομίας, η «γυμνή» Ελλάδα καλείται να κάνει τα επόμενα κρίσιμα βήματα.

Γ.Παππούς
iefimerida.gr

Πηγή

Share.