[ccpw id="136103"]

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που εκλέξαμε μια κυβέρνηση η οποία ενσωματώνει όλες τις εθνικές μας παθογένειες.

Είναι κοινός τόπος ότι η κυβέρνηση αδιαφορεί (στην καλύτερη περίπτωση) για τον Νόμο και την Τάξη ή μισεί (στη χειρότερη περίπτωση) τα σώματα ασφαλείας και όλους τους φορείς που είναι εντεταλμένοι με την εφαρμογή των Νόμων. 

Αν δεν κάνει κάτι από αυτά, τότε τα εργαλειοποιεί για να κάνει “προληπτικές προσαγωγές” πολιτών που έτρωγαν μπουγάτσες προσπαθώντας να… ψυχανεμιστεί αν θα παρανομήσουν κάνοντας τον Tom Cruise στο έργο minority report να αναρωτιέται γιατί δεν το σκέφτηκε εκείνος…

“Elementary”, που θα έλεγε και ο Σέρλοκ Χολμς. Το κυβερνόν κόμμα είχε πάντα μια σχέση μίσους με τα σώματα ασφαλείας. Πάντα τα προσέγγιζε με ταξική λογική και ως εκ τούτου τα θεωρούσε “όργανα της αστικής τάξης” που προστάτευαν τα συμφέροντά της απέναντι στον “λαό”.

Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν με τα χειρότερα λόγια για τους αστυνομικούς. Ακόμα και ο πρωθυπουργός σε ένα βίντεο από τα αντιπολιτευτικά του χρόνια ακούγεται καθαρά να μιλάει για “μπάτσους”, χαρακτηρισμός ενδεικτικός των διαθέσεών του απέναντι στην Αστυνομία. Άλλα στελέχη ήταν πιο καυστικά και μιλούσαν για “κρατικούς ρουφιάνους” μέχρι και για “αναβίωση των χουντικών χωροφυλάκων”.

Δεν ξέρω πόσοι το συνειδητοποιούν αλλά οι νυν κυβερνώντες πριν καβαλήσουν τυχοδιωκτικά το κύμα της λαϊκής οργής για να ανέλθουν στην εξουσία, είχαν χτίσει πολιτικές καριέρες ως μόνιμοι υβριστές των στελεχών των Σωμάτων ασφαλείας.

Βλέπετε, πίστευαν ότι έπαιζαν εκ του ασφαλούς. Δεν είχαν ποτέ φανταστεί ούτε στα πιο άγρια όνειρά τους ότι η συγκυρία θα τους έφερνε να διοικούν τον ταξικό τους εχθρό, την αστυνομία…

Η αμηχανία τους όταν ανέλαβαν την εξουσία ήταν εμφανής. Χαρακτηριστικές είναι οι επιλογές υπουργών που έκανε ο πρωθυπουργός. Κανείς δεν ήταν “κλασσικός Συριζαίος”! Αρχικά ήταν ο διακεκριμένος καθηγητής εγκληματολογίας Πανούσης, που αντικαταστάθηκε σύντομα διότι ήταν πολύ… σοβαρός για τον Σύριζα και εν συνεχεία, ο πρώην στρατιωτικός Τόσκας που προερχόταν από το παλαιό ΠΑΣΟΚ.

Στον τελευταίο ανασχηματισμό και μόνο πέρασε το ΥΔΤ σε ένα ετερόκλητο δίδυμο από δύο κυρίες η μια προερχόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ και η άλλη από τη δεξιά…

Δεν την γουστάρουν λοιπόν τη δημόσια τάξη. Το έδειξαν στα αντιπολιτευτικά τους χρόνια, το δείχνουν και ως κυβερνήτες.

Δεν καταλαβαίνουν τη χρησιμότητά της.

Δεν ήταν ποτέ στον πυρήνα της πολιτικής τους σκέψης.

Πάντα ήταν γι’ αυτούς μέσο κοινωνικής καταπίεσης και ωμής επιβολής των αστικών συμφερόντων.

Αυτός είναι και ο λόγος που αντιδρούν σπασμωδικά στα ολοένα και αυξανόμενα περιστατικά βίας και ανομίας που κυριαρχούν στην επικαιρότητα.

Είτε προβαίνουν στη γνώριμη στρέβλωση της πραγματικότητας (“δεν υπάρχει ανομία”, Ολγα Γεροβασλιλη, 3/3/2019) είτε υποβιβάζουν το θέμα (“δεν χάθηκε και ο κόσμος”, Κ. Παπακώστα, 4/3/2019). Αυτό το τελευταίο, αν σας θυμίζει το “μην τρελαθούμε κιόλας” του Παύλου Πολάκη για τα θύματα της γρίπης, μάλλον τυχαίο γεγονός είναι…

Ένα σύντομο λοιπόν μάθημα στα βασικά της εγκληματικότητας θα ήταν χρήσιμο στους κυβερνώντες. Στα οικονομικά απεδείχθησαν ανεπαρκείς, ίσως μάθουν κάτι στα της ασφάλειας…

Δεν είναι φυσικά δυνατόν να αναλυθεί με λεπτομέρεια ένας διεπιστημονικός κλάδος αλλά μερικά στοιχεία είναι χρήσιμα για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο πολιτικής διαχείρισης.

Ένα νέο “μνημόνιο ασφάλειας” που τόσο χρειάζεται ο τόπος…

Θέμα πρώτο: Γίνεται πολύς λόγος για την καταγραφή της εγκληματικότητας. Από το πρώτο έτος των σπουδών στην εγκληματολογία, μαθαίνει κανείς ότι η καταγραφή του εγκλήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη και σε μεγάλο ποσοστό ανακριβής.

Υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό εγκληματικότητας που δεν καταγράφεται από κανέναν φορέα για διάφορους λόγους. Ένας καθηγητής μου στις ΗΠΑ έλεγε ότι “σίγουρη γνώση του εγκλήματος έχει μόνο ο δράστης”. Αν το έγκλημα δεν φτάσει στις αρχές από καταγγελία ή δεν το ανακαλύψουν οι αρχές με δική τους πρωτοβουλία… δεν υπάρχει!

Ας δούμε όμως ποιες είναι οι κύριες κατηγορίες εγκληματικότητας, όπως καταγράφονται στα εγχειρίδια της εγκληματολογίας διεθνώς:

1. Η επισήμως καταγεγραμμένη εγκληματικότητα. Μιλάμε για το σύνολο των παραβάσεων που καταγράφονται από τις αρχές στα επίσημα κρατικά αρχεία. Αυτού του είδους η εγκληματικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την φιλοτιμία των πολιτών που αναφέρουν το έγκλημα καθώς και στον ζήλο των διωκτικών αρχών να διερευνήσουν. Αν για κάποιους λόγους οι πολίτες φοβούνται και οι αρχές αδιαφορούν, οι συγκεκριμένοι δείκτες επηρεάζονται και μας δίνουν στρεβλή εικόνα.

2. Η εγκληματικότητα που καταγράφει το δικαστικό σύστημα. Αυτό είναι το αριθμητικό μέγεθος το οποίο καταγράφεται από τις δικαστικές αποφάσεις και τις σχετικές ποινές. Συνήθως το μέγεθος αυτό έχει σημαντικές διαφορές από την εγκληματικότητα που διαπιστώνεται από την αστυνομία διότι κάποιοι κατηγορούμενοι αθωώνονται.

3. Η λεγόμενη “κρυφή” ή αφανής εγκληματικότητα. Εικάζεται ότι αυτή η κατηγορία είναι και η μεγαλύτερη. Όπως προαναφέρθηκε ένας σημαντικός αριθμός εγκλημάτων δεν αναφέρεται στις αρχές για διάφορους λόγους. Αυτοί μπορεί να είναι λόγοι ντροπής (πχ ένα θύμα βιασμού ή ξυλοδαρμού” αλλά και λόγοι κοινωνικής αντίληψης περί εγκληματικότητας. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας θεωρεί κάποια αδικήματα “ασήμαντα” και δεν τα καταγγέλλει. Χαρακτηριστικά είναι τα αδικήματα του παράνομου τζόγου και της πορνείας. Μάλιστα, υπάρχει και ο ειδικός χαρακτηρισμός victimless crimes (εγκλήματα χωρίς θύματα) για να αναδειχθεί η μικρή τους σημασία. Επίσης, ειδικά τοπικά χαρακτηριστικά απενοχοποιούν κάποιες συμπεριφορές (πχ. Ζωοκλοπή και οπλοκατοχή στην Κρήτη)

4. Η τέταρτη μορφή εγκληματικότητας είναι ίσως η πιο σημαντική. Αφορά την αντίληψη που έχει ο μέσος πολίτης για το έγκλημα. Είναι η λεγόμενη “εγκληματοφοβία” που άπτεται του φόβου που έχει ο μέσος πολίτης ότι θα θυματοποιηθεί ανεξαρτήτως αν είναι βάσιμος ή όχι. Αυτή η κατηγορία εδράζεται στα βιώματα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Στο πόσο ασφαλής “νιώθεις” και όχι απαραίτητα στο πόσο ασφαλής είσαι…

Σε αυτή την κατηγορία παίζουν επίσης ρόλο το μορφωτικό επίπεδο του πολίτη, η ιδιοσυγκρασία του καθώς και η επιρροή των ΜΜΕ.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας μόνο παράγοντας για να βγει συμπέρασμα σχετικά με τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια.

Επειδή όμως η αυστηρά επιστημονική ανάλυση, αποκομμένη από τις κοινωνικές συνθήκες και το περιβάλλον δεν φέρνει αποτελέσματα, σε πολιτικό επίπεδο ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην έννοια της εγκληματοφοβίας.

Διότι στο τέλος της ημέρας εκεί κρίνεται το παιχνίδι.

Εκεί καθορίζεται η ποιότητα ζωής των πολιτών.

Κανένας πολίτης δεν κοιτάει τα στατιστικά στοιχεία για να αποφασίσει αν θα νιώσει ασφαλής.

Κοιτάει τις κοινωνικές συνθήκες γύρω του. Κοιτάει το βλέμμα των υπέργηρων γονιών του και των μικρών παιδιών του.

Αφουγκράζεται τα μηνύματα που δέχεται από τις γενικότερες συνθήκες μέσα στις οποίες είναι αναγκασμένος να ζήσει.

Επηρεάζεται από κάτι μικρό και ασήμαντο που όμως σε επίπεδο συμβολισμού είναι πολύ ισχυρό! Όταν πχ. βλέπει σαράβαλα περιπολικά στους δρόμους, αυτομάτως νιώθει απροστάτευτος διότι η εικόνα των σωμάτων ασφαλείας αμαυρώνεται και το μήνυμα που περνά είναι ότι εφόσον δεν έχουν λύσει βασικά τους προβλήματα, δεν είναι σε θέση να τον προστατεύουν…

Ναι, η κατηγορία αυτή επηρεάζεται και από τα ΜΜΕ, αλλά όχι καθοριστικά. Ο καθένας έχει το προσωπικό του φίλτρο και συνεχώς το συμβουλεύεται. Κανένα δελτίο ειδήσεων δεν μπορεί να σε πείσει για το αντίθετο από αυτό που βιώνεις καθημερινά…

Χρέος της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας είναι να σβήσουν τον φόβο από το βλέμμα του μέσου πολίτη.

Και εκεί αποτυγχάνουν με αποτέλεσμα το “κενό” να καλύπτεται από ακραίους κάθε είδους…

Η κυρία υφυπουργός δήλωσε μεγαλόσχημα ότι “η αστυνομία απομακρύνεται από το μοντέλο καταστολής και προσχωρεί στο μοντέλο πρόληψης”. Δυστυχώς αυτό που εννοούσε ήταν ότι επιφορτίζει πλέον τους αστυνομικούς με το θεάρεστο έργο να μαντέψουν ποιος πιθανώς διαφωνεί πολιτικά με κυβερνητικά στελέχη και.. προληπτικά να τον μαζέψουν από δημόσιο χώρο προκειμένου να προστατευτεί η εικόνα των υπουργών. Κάτι παρόμοιο με το “καλείσθε δι υπόθεσιν σας” που λέγανε κάποτε…

Ας μείνουμε όμως στη δήθεν απόπειρα πρόληψης της εγκληματικότητας που επικαλείται η υφυπουργός. Αυτή η φανφάρα, αυτή η πρωτοφανής ανακρίβεια μας οδηγεί στο δεύτερο θέμα:

Τι προκαλεί την εγκληματικότητα;

Ξεκάθαρη απάντηση δεν υπάρχει. Βάσιμες θεωρίες υπάρχουν πολλές που μιλούν για φτώχεια, συναναστροφές, κοινωνικοποίηση και άλλες διεργασίες που σχετίζονται με την πίστη στους θεσμούς και την δημιουργία αξιακού κώδικα.

Όλες όμως, καταλήγουν ότι η εγκληματικότητα είναι φαινόμενο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ και όχι αστυνομικό!

Οι κοινωνικές στρεβλώσεις παράγουν και διαιωνίζουν το έγκλημα. Αυτές είναι οι γενεσιουργές αιτίες!

Η αστυνομία καλείται να διαχειριστεί τις δυσμενείς επιπτώσεις από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και δε μπορεί να τις επηρεάσει.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μετανάστευση όπου ξαφνικά η αστυνομία καλείται να διαχειριστεί χιλιάδες εξαθλιωμένους ανθρώπους από τη μια μέρα στην άλλη. Καλείται να ελέγξει και να περιορίσει ένα κοινωνικο-πολιτικό πρόβλημα το οποίο δεν δημιούργησε η ίδια…

Ο βασικός λοιπόν ρόλος της αστυνομίας είναι κατασταλτικός, όσο και αν αυτό θίγει τις… αριστερές ευαισθησίες κάποιων!

Εκτός αν προτιμούν τη στιγμή που εισβάλει ο διαρρήκτης σπίτι τους, να τον ρωτήσουμε για τα κοινωνικά και τα ψυχολογικά αίτια της πράξης του και όχι να τον συλλάβουμε… Αν αυτό το μοντέλο αστυνόμευσης προτείνουν, ας το πουν ξεκάθαρα.

Όλοι εχθρεύονται την καταστολή, μέχρι το πρόβλημα να τους αγγίξει προσωπικά…

Αυτό σημαίνει ότι η αστυνομία δεν έχει κανέναν αποτρεπτικό ρόλο;

Ασφαλώς και έχει αλλά είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν που προσπαθούν να της αποδώσουν για να αποποιηθούν των ευθυνών τους…

Η αστυνομία αποτρέπει δια της εμφανούς αστυνόμευσης καθώς και δια της άμεσης ανταπόκρισής της στον τόπο μιας εγκληματικής δραστηριότητας. Αποτρέπει δια της αίσθησης ότι όλο το 24ωρο βρίσκεται “κάπου εκεί κοντά”. Δια της ψευδαίσθησης που δημιουργεί ότι “είναι παντού”. (omni presence).

Το έγκλημα είναι κυρίως ζήτημα ευκαιρίας και εκεί έγκειται ο αποτρεπτικός ρόλος (και) της αστυνομίας, η λεγόμενη “ευκαιριακή αποτροπή” (situational crime prevention).

Το στοίχημα λοιπόν της αστυνόμευσης είναι κυρίως πολιτικό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από μια σοβαρή συντεταγμένη πολιτεία.

Ο πολίτης μετά από μια μακρά περίοδο μπάχαλου και ανομίας, θα εκτιμήσει μια πολιτική ηγεσία αποφασισμένη και μια αστυνομία εκπαιδευμένη με υψηλό ηθικό που θα εμφορείται από διάθεση να ανακαταλάβει τους δρόμους της πόλης.

Ενοχλούμαι ιδιαιτέρως όταν ακούω ότι “γίναμε Σικάγο”. Αυτή είναι μια έκφραση που έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του 1920 που στο Σικάγο μεσουρανούσε ο Αλ Καπόνε και δεν έχει καμία σχέση με το σύγχρονο και ασφαλές Σικάγο στο οποίο έζησα 2 χρόνια.

Και πριν προλάβει κανείς να μιλήσει για το… ρεκόρ δολοφονιών της πόλης του Σικάγο, θα τους παραπέμψω στα ποιοτικά στοιχεία.

Οι περισσότερες δολοφονίες είναι μεταξύ συμμοριών, στα περίχωρα και τα γκέτο μακριά από τον αστικό ιστό χωρίς να αφορά τον μέσο πολίτη.

Στο κέντρο και τις ευρύτερες περιοχές επικρατεί ευνομία, τάξη και καθαριότητα.

Στο Σικάγο κυκλοφορούσα στο κέντρο άνετα μετά τα μεσάνυχτα νιώθοντας ασφαλής, κάτι που δεν μπορώ να κάνω στην Ομόνοια…

Εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα του Κ. Μητσοτάκη.

Να ξεριζώσει τον φόβο και να μας κάνει ξανά κανονική χώρα.

Του Κωνσταντίνου Δούβλη
capital.gr

Πηγή