Από κει και πέρα οι δυνατότητες σταδιακά περιορίζονται και αρχίζει η φθίνουσα πορεία, στη διάρκεια της οποίας καμία πρωτοβουλία δεν παράγει πολιτικό αποτέλεσμα, η κοινωνία στρέφει την πλάτη στην κυβέρνηση, η οποία με τη σειρά της απλώς διαχειρίζεται τον χρόνο αποχώρησης από την εξουσία.

Φυσικά υπάρχουν πάντα και οι εξαιρέσεις. Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι μία από αυτές.

Υπερδιπλασίασε τον προβλεπόμενο χρόνο και έφτασε στους 40 μήνες, μέχρι τον Μάιο του 2018.

Μετά, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και τίποτα πια δεν μπορεί να αντιστρέψει την πορεία της προς την πτώση.

Τον Ιούνιο ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε δημοσκοπικά να έχει τη μεγαλύτερη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες που κατέβαλε με κάθε δυνατό μέσο να κερδίσει το χαμένο έδαφος δεν απέδωσαν. Η απόσταση ανάμεσα στα δύο κόμματα μειώθηκε συγκυριακά τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, αλλά σήμερα βρισκόμαστε πάλι στη μέγιστη διαφορά.

Είτε οι εκλογές γίνουν τον Μάιο είτε τον Σεπτέμβριο, έχουμε μπει σε καθαρά προεκλογική περίοδο και ο χρόνος (τους) τελειώνει. Οσο κι αν θυμώνει ο κ. Τσίπρας με τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν την απόσταση στις 10-12 μονάδες, η πραγματικότητα δεν αλλάζει και δεν πρόκειται να αλλάξει.

Τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας δείχνουν ότι Μαξίμου και ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. 

Ο Παύλος Πολάκης πολλές φορές ως τώρα οδήγησε τα πράγματα στα άκρα. Με τη συμπεριφορά του, τις απειλές του, τις ύβρεις, τις επιθέσεις και τις διώξεις σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων, την προτροπή του «να κλείσουμε μερικούς φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές».

Τίποτε από αυτά, όμως, δεν προκάλεσε τους πολιτικούς τριγμούς που έφερε η αποκάλυψη για το καταναλωτικό του δάνειο των 100.000 ευρώ. Επί μία εβδομάδα η κυβέρνηση βρέθηκε στριμωγμένη στη γωνία.

Η διαχείριση της κρίσης ήταν παιδαριώδης, η μαγνητοφωνημένη συνομιλία με τον κ. Στουρνάρα πολλαπλασίασε το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση και ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης αναγκάστηκε να διαψεύσει τον εαυτό του με μια μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα όταν κατάλαβε τις ποινικές διαστάσεις της υπόθεσης.

Είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να τον μαζέψει -έστω όσο διακριτικά του επιτρέπουν η φιλική τους σχέση και οι κοινές τους διακοπές- και η πρώτη φορά που ο φιλικός προς την κυβέρνηση Τύπος τον αποδοκίμασε – μέχρι και η «Αυγή»! Ισως όχι γιατί το πιστεύουν, αλλά επειδή καταλαβαίνουν μια χαρά ότι μαζί με τον Πολάκη θα χάσουν και οι ίδιοι.

Μέχρι τώρα η κυβέρνηση αντιμετώπιζε, ή μπορεί ακόμα και να το πίστευε, ότι το θέμα των Σκοπίων έκλεισε με επιτυχία. Τα μηνύματα, όμως, από τη Μακεδονία και γενικότερα τη Βόρεια Ελλάδα είναι αδυσώπητα. Στις περιοχές αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται δημοσκοπικά κοντά στο 10%.

Εκπονήθηκε μάλιστα ολόκληρο σχέδιο περιορισμού της κατάρρευσης. Τα δε ποσοστά της Νοτοπούλου στη Θεσσαλονίκη δείχνουν συντριβή στις δημοτικές εκλογές και όποιο στέλεχος εμφανίζεται εκεί, αποδοκιμάζεται. Μέχρι και ο κ. Τσακαλώτος έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και θυμήθηκε ότι είναι και… μισός Μακεδόνας και ότι «καίγεται».

Από τον Σεπτέμβριο και μετά οι δανειστές στήριξαν την κυβέρνηση Τσίπρα όσο μπορούσαν, άλλωστε πότε και πού αλλού θα βρουν άλλον τόσο πρόθυμο και υπάκουο πρωθυπουργό για να υλοποιήσουν τα δικά τους σχέδια;

Ανακοίνωσε χιλιάδες προσλήψεις και πολλές από αυτές ήδη υλοποιήθηκαν, έκανε όσες παροχές μπορούσε και εξακολουθεί να μοιράζει επιδότηση ενοικίου, αναδρομικά, επιστροφές φόρου κ.λπ. Καμία κυβέρνηση, όμως, δεν σώθηκε ποτέ από τα δωράκια της τελευταίας στιγμής και δεν πρόκειται να σώσουν ούτε τον κ. Τσίπρα και την παρέα του.

Ακόμη και ο ανασχηματισμός και το παλυαναμενόμενο άνοιγμα προς την Κεντροαριστερά του ΚΙΝ.ΑΛ. εξελίχθηκε σε φιάσκο. Δεν περιορίστηκε απλώς σε «μεταγραφές» τρίτης διαλογής που δεν σηματοδοτούν απολύτως τίποτα, αλλά προκάλεσε δυσφορία ακόμη και στους δικούς του. Η παρουσία πρώην στελεχών του ΚΙΝ.ΑΛ. στην κυβέρνηση προκάλεσε περισσότερο θυμηδία και λιγότερο σηματοδότησε το άνοιγμα προς τους όμορους πολιτικά χώρους.

Είναι φανερό ότι ο κ. Τσίπρας βρίσκεται τώρα στο σημείο εκείνο της διακυβέρνησης όπου ό,τι και να κάνει, τίποτα δεν θα του βγαίνει. Και δεν θα του βγαίνει γιατί η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης δεν ακούει πια και δεν θέλει να ακούσει.

Οσα κόλπα, πιέσεις, παροχές ή διώξεις και αν χρησιμοποιήσει, τίποτα δεν θα μπορέσει να αλλάξει.

Το μόνο ζητούμενο είναι πότε και με πόσο θα αποφασίσει να χάσει. Τον Μάιο ή τον Σεπτέμβριο;

Αυτό, όμως, έχει να κάνει με το πώς σχεδιάζει την επόμενη μέρα της πολιτικής του διαδρομής. Δεν αφορά ούτε την κοινωνία, ούτε τη χώρα και το μέλλον της.

«Εδά ζορίζονται», που θα ’λεγε και ο Πολάκης, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν

Μπάμπης Κούτρας
protothema.gr

Πηγή

Share.