Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδιάζει την πρωτοβουλία της αναθεώρησης εδώ και τρία περίπου χρόνια. Στόχος του κ. Τσίπρα ήταν να χρησιμοποιήσει και το Σύνταγμα, όπως και τόσα άλλα, με καθαρά μικροκομματική διάθεση. 

Ξεκίνησε με μια «επιτροπή διαλόγου», αποφεύγοντας όμως οποιονδήποτε πραγματικό διάλογο με την αντιπολίτευση.

Στη συνέχεια με δικές του δηλώσεις (υπό το βαρύγδουπο σύνθημα «νέα μεταπολίτευση»), άνοιξε θέμα δημοψηφίσματος για το ίδιο το Σύνταγμα δηλώνοντας «δεν αποκλείουμε… αν κριθεί σκόπιμο, ακόμη και διεξαγωγή δημοψηφίσματος…». Κάτι προφανώς αντισυνταγματικό που αναγκάστηκε τελικά να αποσύρει, λόγω των πρωτοφανών αντιδράσεων, ακόμα και από τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Στη συνέχεια, καθυστερώντας τη διαδικασία, φρόντισε να φέρει τις τελικές ψηφοφορίες για το θέμα στην καρδιά μιας προεκλογικής χρονιάς, ελαχιστοποιώντας όπως είναι φυσικό της δυνατότητες συναίνεσης για σκοπούς καθαρά εκλογικούς.

Στη διαδικασία στη Βουλή υπέστη τρεις μεγάλες πολιτικές ήττες:
1. Ομολόγησε την επερχόμενη ήττα του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την αντίδρασή του στην απόφαση της Νέας Δημοκρατίας να υπερψηφίσει το άρθρο για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, που διασφαλίζει εφόσον ψηφιστεί ότι η επόμενη κυβέρνηση με απλή πλειοψηφία των 151 εδρών αποφεύγει τον σκόπελο των πιθανών πρόωρων εκλογών το 2020, έστειλε προς όλες τις κατευθύνσεις το μήνυμα ότι αναμένει νίκη και μάλιστα με αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Γιατί αν πίστευε στη δική του νίκη, τότε θα καλοδεχόταν την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντί να σκληρίζει ως απατημένη σύντροφος σε θεατρικό έργο…
2. Υπέστη στρατηγική ήττα σε ό,τι αφορά το μετεκλογικό σκηνικό, με την τελική μαζική υπερψήφιση του άρθρου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Με την εξαίρεση της πιθανότητας πρόωρης προσφυγής στις κάλπες μέσα στον επόμενο μήνα, ή αυτοξευτελισμού του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη ψηφοφορία, η επόμενη κυβέρνηση κερδίζει μια καθαρή τετραετία χωρίς το εμπόδιο της αναγκαστικής πρόωρης προσφυγής στις κάλπες (και μάλιστα με απλή αναλογική). Κάτι που θα προβληματίσει ασφαλώς και κάποια συμφέροντα που ως τώρα προσδοκούσαν ότι θα μπορούσαν δια της προεδρικής εκλογής να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
3. Έφερε στο επίκεντρο την agenda της αντιπολίτευσης, αντί για τη δική του agenda, για την ατελέσφορη προώθηση της οποίας είχε θυσιάσει οποιαδήποτε προοπτική πραγματικής συναίνεσης. Η συζήτηση για παράδειγμα που έγινε για το άρθρο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια άρθρο εμβληματικό για τη Νέα Δημοκρατία και η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπερψηφίσει το άρθρο για τον τρόπο εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, κυριάρχησαν στη διάρκεια της συζήτησης, αντί για τις πάσης φύσεως «φιλολαϊκές» συνταγματικές αλλαγές που συμπεριλαμβάνονταν στην κυβερνητική πρόταση.

Θέματα στα οποία -και στα δύο- η αξιωματική αντιπολίτευση υπερέχει πολιτικά καθώς στο μεν πρώτο έχει διαμορφωθεί μια ευρύτερη συναίνεση στην κοινωνία, ενώ στο δεύτερο με τη στάση του ο ΣΥΡΙΖΑ (που χρησιμοποίησε την προεδρική εκλογή για να ανατρέψει την προηγούμενη κυβέρνηση), είναι εκ των πραγμάτων πολιτικά εκτεθειμένος.

Η συγκεκριμένη ήττα του κυρίου Τσίπρα δεν είναι όμως ορφανή.

Προήλθε πρέπει να ομολογήσουμε από μια εξαιρετικά επιτυχημένη κοινοβουλευτική και πολιτική προσπάθεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη, που

  • προσήλθε με μια ιδιαίτερα συγκροτημένη πρόταση αναθεώρησης, 
  • έδειξε ευελιξία και κατανόηση της ουσίας του ρόλου της Βουλής στη Συνταγματική αναθεώρηση, διάθεση συναίνεσης και 
  • πέτυχε τελικά το μέγιστο που θα μπορούσε να προσδοκά από την συγκεκριμένη διαδικασία. 

Με όφελος που δεν αφορά μόνο τη δική του πολιτική προοπτική αλλά προπαντός τη χώρα, αφού μια καθαρή από αναμετρήσεις τετραετία (μετά τις φετινές εκλογές οι επόμενες εκλογές για την ΤΑ και το ευρωκοινοβούλιο είναι μετά το 2023), είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από την δεκαετή κρίση.

Του Θόδωρου Σκυλακάκη
liberal.gr

Πηγή

Share.