[ccpw id="136103"]

Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί βιώσιμη λύση του Μακεδονικού, γιατί την αμφισβητεί η πλειοψηφία της κοινής γνώμης των δυο χωρών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όλες οι κυβερνήσεις και πολιτικοί ηγέτες της μεταπολίτευσης το πρώτο πράγμα που έκαναν κάθε φορά που προέκυπτε το “Μακεδονικό” ήταν να εξασφαλίζουν μια ευρεία συναίνεση στο εσωτερικό μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.

Κατά τη μεταπολίτευση έχουν γίνει συνολικά 14 συσκέψεις πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι περισσότερες από αυτές αφορούσαν το “Μακεδονικό”.

Η πρώτη σύσκεψη για το “Μακεδονικό” έγινε στις 18 Φεβρουαρίου του 1992 υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Στη σύσκεψη συμμετείχαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (ΝΔ), Ανδρέας Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ), Αλέκα Παπαρήγα (ΚΚΕ) και Μαρία Δαμανάκη(ΣΥΝ).

Στην επόμενη σύσκεψη υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για το Μακεδονικό στις 13 Απριλίου του 1992 μετείχαν ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Μαρία Δαμανάκη και η Αλέκα Παπαρήγα, ενώ στην αρχή παρέστη και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος αποχώρησε λίγες ώρες μετά.

Στον Τύπο δημοσιεύθηκαν πολλές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη σύσκεψη, ωστόσο, τα πρακτικά προβλέφθηκε να μη δοθούν στη δημοσιότητα.

Μετά τη λήξη της σύσκεψης, ο τότε γενικός γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, Πέτρος Μολυβιάτης είχε δηλώσει: “Σχετικά με το θέμα των Σκοπίων, η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το ΚΚΕ, συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων μόνο αν τηρηθούν και οι τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ στις 16 Δεκεμβρίου 1991, με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν θα υπάρχει η λέξη “Μακεδονία”…

Κάθε φορά που προέκυπτε ένα ζήτημα στρατηγικής σημασίας για τη χώρα ο πρωθυπουργός που τύχαινε να βρίσκεται στο τιμόνι της κυβέρνησης φρόντιζε να εξασφαλίσει ένα μέτωπο εθνικής συναίνεσης όσο γίνεται ευρύτερο στο εσωτερικό.

Κανένας πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης δεν προσέτρεξε να προκαταλάβει τις επιθυμίες των στρατηγικών συμμάχων (των ισχυρών ξένων) και να εκμεταλλευτεί το γεγονός για μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Ακόμη και όταν είχε διαφορετικές απόψεις για το ζήτημα προσαρμοζόταν στην εθνική γραμμή…

Όλοι πλην του κ. Τσίπρα ο οποίος με εργαλείο μια συγκυριακή πλειοψηφία στην γείτονα (με πολλές εξαγορασμένες ψήφους κατά ομολογίες στελεχών της ίδιας του της κυβέρνησης) προσπάθησε να δώσει λύση σε περίπλοκο στρατηγικής σημασίας πρόβλημα της χώρας με δύο μικροπολιτικούς στόχους.

Ο πρώτος ήταν να διασπάσει την ΝΔ η βάση της οποίας κατά πλειοψηφία είναι εναντίον οποιασδήποτε συμφωνίας που θα έχει τον όρο Μακεδονία. Η κεντροδεξιά φιλελεύθερη πτέρυγα επιθυμεί κάποια λύση με συμβιβασμούς ενώ η δεξιά πτέρυγα εμφανίζεται ανυποχώρητη.

Ο δεύτερος στόχος ήταν να σπάσει την “υγειονομική” ζώνη πολιτικής απομόνωσης του ΣΥΡΙΖΑ από την Κεντροαριστερά.

Το μεγαλύτερο μέρος της Κεντροαριστεράς και το ένα μέρος του Κέντρου επιθυμούν μια λύση του ζητήματος.

Εκτός τούτου όμως η συμφωνία των Πρεσπών για κάποια πολιτικά φαληρισμένα στελέχη αποτελεί μια ευκαιρία να τζογάρουν με την πολιτική τους επιβίωση μεταπηδώντας στο βυθιζόμενο ΣΥΡΙΖΑ με την ελπίδα πως αν αναστηθεί θα έχουν εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση.

Ο κ. Μπίστης π.χ. αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση του πολιτικού που πηδά την τελευταία στιγμή σε καράβια που βυθίζονται με την ελπίδα πως την επομένη θα έχει εξασφαλίσει εισιτήριο στη πρώτη θέση. Το έχει ξανακάνει τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησης Σημίτη, αλλά δεν του “βγήκε” και γενικώς έχει τη φήμη πως ο φορέας που μετακινείται αφανίζεται…

Ο κ. Τσίπρας με τη συμφωνία των Πρεσπών απέτυχε να διασπάσει τη ΝΔ ενώ σημειώνει σχετική επιτυχία με βραχυπρόθεσμα οφέλη στη διάσπαση της πολιτικής απομόνωσης από την Κεντροαριστερά.

Το μισό Ποτάμι φαίνεται πως θα ψηφίσει τη συμφωνία ενώ υπέρ της έχουν ταχθεί και κάποια στελέχη του ΚΙΝΑΛ. Την ίδια στιγμή η εκβιαστική αυτή συμπόρευση με το ΣΥΡΙΖΑ κάποιων στελεχών, στέλνει τους υπόλοιπους των ενδιάμεσων κομμάτων στη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη που ήδη προηγείται με μεγάλη διαφορά. Επιπλέον, για πολλούς εκ των προθύμων, ιδίως των προερχομένων από τους ΑΝΕΛ που είχαν κάθετα αντίθεση στάση, υπάρχει η οσμή “ανταλλαγμάτων”.

Η αντίθεση της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης των δύο χωρών με τη συμφωνία των Πρεσπών καθιστά τη συμφωνία μη βιώσιμη και τη χώρα μας περισσότερο ευάλωτη σε απρόβλεπτες διεθνείς εξελίξεις και συνέπειες στην περιοχή.

Η “οσμή” των ανταλλαγμάτων που δόθηκαν για να εξασφαλιστεί δίνει έδαφος στους ακραίους ένθεν κακείθεν που φωνάζουν για προδοσία.

Σε ζητήματα όπως το Μακεδονικό για τα οποία έχει χυθεί αίμα και έχουν θυσιαστεί ζωές, χρειάζονται προσεκτικότεροι χειρισμοί. Χρειάζεται κάποιος να κινείται με πυξίδα τους μεγάλους ιστορικούς κύκλους και όχι συγκυριακούς πολιτικούς τακτικισμούς.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν από αυτούς που επιθυμούσαν λύση στο “Μακεδονικό” από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Επειδή είχε επίγνωση της ιστορίας και πολιτικό αισθητήριο συμβιβάστηκε με την “εθνική γραμμή”.

Ο κ. Τσίπρας παίζει με τη “φωτιά” και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει.

Το έκανε και το 2015 όταν για να σώσει το πολιτικό “τομάρι” του ζήτησε την τελευταία σύσκεψη αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, για να παρακαλέσει τον κ. Μεϊμαράκη, τον κ. Θεοδωράκη και την κ. Γεννηματά να τρέξουν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Να πάνε στους ηγέτες των αντίστοιχων παρατάξεων στην Ε.Ε. και να παρακαλέσουν για τη ματαίωση του Grexit και να εγγυηθούν το τρίτο μνημόνιο που θα εφάρμοζε ο ίδιος.

Ο κ. Τσίπρας εκλαμβάνει την αλητεία για αρετή… τούτο ενέχει υψηλό ρίσκο. 

Όπερ, όταν κερδίζεις-κερδίζεις πολλά αλλά όταν χάνεις πρέπει να βρεις τρύπα να κρυφτείς…

του Κώστα Στούπα
capital.gr

Πηγή