[ccpw id="136103"]

Τις αμφιβολίες του για το κατά πόσο η Ελλάδα θα καταφέρει να αφήσει οριστικά πίσω της τα προγράμματα βοήθειας, εκφράζει ο Ζολτ Ντάρβας μιλώντας στο Liberal.

Σε πείσμα όσων προβλέπουν ότι τα χειρότερα πέρασαν, ο αναλυτής του think tank Bruegel των Βρυξελλών, επιμένει στην άποψη ότι σε μερικά χρόνια από σήμερα, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα υποχωρήσει ξανά, δυσκολεύοντας την εκπλήρωση των δημοσιονομικών της στόχων και οδηγώντας ξανά τη χώρα σε «νέο δανεισμό από την ΕΕ».

Αντιπαρέρχεται την άποψη ότι η χώρα ξεμπέρδεψε μια και καλή με τα μνημόνια, αφού όπως εξηγεί «μένουν ακόμη πάρα πολλά να γίνουν», και «αν δεν υπάρξει μια πολύ ισχυρή αύξηση επενδύσεων, τότε φυσιολογικά η οικονομία θα επιβραδύνει, καθιστώντας πολύ πιο δύσκολη», όπως λέει, «την επίτευξη των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα».

«Δίνω μια σημαντική πιθανότητα σε 4-5 χρόνια από σήμερα, η Ελλάδα να βρεθεί ξανά σε τέτοια θέση, ώστε να χρειαστεί επιπλέον δανειακή βοήθεια μέσω κάποιας μορφής προγράμματος», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Σχολιάζοντας τη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας, δεν βλέπει να έχει αλλάξει κάτι από τον Αύγουστο και μετά, και ως απόδειξη επικαλείται τη στάση των αγορών που «παραμένουν σκεπτικές απέναντι στα ελληνικά ομόλογα», προσθέτοντας ότι κατά τη γνώμη του, η ελληνική κυβέρνηση δεν έπρεπε να παρεκκλίνει από την αρχική συμφωνία με τις Βρυξέλλες.

Το καλό νέο, όπως λέει για την ελληνική οικονομία, είναι ότι όντας πιο κλειστή από άλλες ευρωπαϊκές, αναμένεται να πληγεί λιγότερο από μια παγκόσμια επιβράδυνση.

– Πως θα χαρακτηρίζατε την Ελλάδα πέντε μήνες μετά την έξοδο από το 3ο Μνημόνιο;

Νομίζω ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει από τον Αύγουστο και μετά. Ξέρουμε ότι τα επόμενα 2-3 χρόνια οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα είναι χαμηλές, και ότι η χώρα μπορεί να τις καλύψει με το μαξιλάρι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων θα μειωθούν, ενώ στο μεσοδιάστημα οι αγορές θα παραμείνουν σκεπτικές απέναντι στη χώρα.

Στην ουσία, το μεταμνημονιακό πρόγραμμα της Ελλάδας σχεδιάστηκε κατά τέτοιο τρόπο προκειμένου να δώσει το χρόνο στη χώρα να ενισχύσει την ανάπτυξη, και να σταθεί στα πόδια της. Όμως υπάρχει ένα μεγάλο “αν” θα εκπληρωθούν όλες αυτές οι θετικές προϋποθέσεις.

– Εσείς ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο πιθανό σενάριο;

Η άποψη μου δεν έχει αλλάξει. Η Ελλάδα έχει εισέλθει στη φάση της ανάκαμψης, κάτι φυσιολογικό για κάθε οικονομία που πέρασε μια πολύ βαθιά ύφεση. Αλλά υπάρχουν μια σειρά από εμπόδια, όπως το χαμηλό απόθεμα κεφαλαίου, η πολύ χαμηλή παραγωγικότητα, οι χαμηλές επενδύσεις, το brain drain που παραμένει ισχυρό.

Μπορεί λοιπόν να δούμε ρυθμούς ανάπτυξης 2%-3%, αλλά η ανησυχία μου είναι ότι μετά από 2-3 χρόνια, αυτή η μεγέθυνση θα αρχίσει ξανά να υποχωρεί.

Σε μια τέτοια περίπτωση, προφανώς και η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει τους συμφωνημένους στόχους για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Τότε λοιπόν οι επενδυτές θα αρχίσουν ξανά να ανησυχούν για τη βιωσιμότητα του χρέους. Δίνω μια σημαντική πιθανότητα σε 4-5 χρόνια από σήμερα, η Ελλάδα να βρεθεί ξανά σε τέτοια θέση, ώστε να χρειαστεί επιπλέον δανειακή βοήθεια μέσω κάποιας μορφής προγράμματος.

– Υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε αυτό το σενάριο;

Κοιτάξτε η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα στην Ελλάδα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές μεταρρυθμίσεις, απλά η ανησυχία μου είναι ότι μένουν ακόμη πάρα πολλά να γίνουν, και αν δεν υπάρξει μια πολύ ισχυρή αύξηση στις επενδύσεις, τότε φυσιολογικά η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί.

Η χαμηλότερη ανάπτυξη θα καταστήσει πολύ πιο δύσκολη την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και μπορεί να χρειαστεί ένας νέος γύρος λιτότητας. Η άποψη μου παραμένει σταθερή σε αυτό.
– Σχετικά με το 2019, σε τι βαθμό πιστεύετε ότι μια παγκόσμια επιβράδυνση της οικονομίας θα επηρεάσει την Ελλάδα σε επίπεδο ανάπτυξης, και αδυναμίας εξόδου στις αγορές;

Η Ελλάδα είναι μια λιγότερο ανοικτή οικονομία απ’ ότι άλλες ευρωπαϊκές. Όταν λοιπόν επιβραδύνει η παγκόσμια οικονομία, περισσότερο επηρεάζονται οι ανοικτές οικονομίες παρά κάποιες άλλες, πιο κλειστές, όπως η ελληνική. Δεν πιστεύω επομένως ότι η ζημιά στην Ελλάδα θα είναι τόσο μεγάλη σε περίπτωση υποχώρησης του ρυθμού της παγκόσμιας οικονομίας.

– Η Ελλάδα βρίσκεται σε προεκλογική χρονιά. Αρκετοί θεωρούν ότι το προεκλογικό κλίμα και οι παροχές, όπως για παράδειγμα η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα λειτουργήσουν αρνητικά για την οικονομία και την ανάπτυξη. Ποια η γνώμη σας;

Βραχυπρόθεσμα, τέτοιες προεκλογικές παροχές, σίγουρα θα ενισχύσουν τη κατανάλωση. Από εκεί και πέρα παραμένω ανήσυχος όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών.

Εδώ και καιρό η άποψή μου, ήταν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έπρεπε να παρεκκλίνει από την αρχική συμφωνία με τις Βρυξέλλες.

Τελικά η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε διαφορετικά, με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών της χώρας, ωστόσο δεν είδαμε έκτοτε κάποια υποχώρηση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Το γεγονός σημαίνει ότι οι αγορές παραμένουν σκεπτικές με την Ελλάδα.

– Κατά τη πρόσφατη πάντως επίσκεψη στην Αθήνα η καγκελάριος Μέρκελ εξέφρασε την αισιοδοξία της για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας…

Είναι αναμενόμενο η Μέρκελ να εκφράζεται με καλά λόγια για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η ίδια και η Γερμανία έπαιξαν ένα κομβικό ρόλο στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Επομένως θέλει να δείξει ότι η πολιτική των μνημονίων, έφερε αποτελέσματα, ότι το πρόγραμμα δούλεψε, ότι τα μέτρα ήταν πετυχημένα και ότι η Ελλάδα μπορεί επιτέλους να σταθεί πλέον στα πόδια της. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να υπερασπίζεται την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας, γιατί έτσι υπερασπίζεται την αποτελεσματικότητα του προγράμματος.
– Κατά τη γνώμη σας ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία το 2019;
O μεγαλύτερος φόβος μου για φέτος είναι η Κίνα και η επιβράδυνση της οικονομίας της που έχει ήδη ξεκινήσει. Τα νέα προβληματίζουν πολλούς.
Τους τελευταίους μήνες καταγράφεται για παράδειγμα επιβράδυνση στη γερμανική οικονομία, που αποδίδεται στις μειωμένες εξαγωγές προς τη Κίνα ακριβώς λόγω της εκεί μειωμένης ζήτησης.
Στο κεφάλαιο του Brexit, θεωρώ ότι το αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο θα περιοριστεί στη Βρετανία, ωστόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι πολύ μικρότερο. Εξάλλου, η Βρετανία εξαρτάται πολύ περισσότερο από την ΕΕ, απ’ ότι η ίδια η ΕΕ εξαρτάται από τη Βρετανία.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
liberal.gr

Πηγή