Δημήτρης Κουφοντίνας: Ρουπακιάς εν Νικαία

​​Aν ο Ρουπακιάς πήγαινε ένα πρωί στη Νίκαια, συνοδευόμενος από τέσσερα – πέντε «παιδιά» με μαύρες μπλούζες.

Αν καθόταν, αμίλητος, να πιει τον καφέ του στο ίδιο εκείνο καφενείο που μαχαίρωσε τον Φύσσα, τι θα λέγαμε;

Θα αναλωνόμασταν μήπως σε συζητήσεις για το δικαίωμα του υποδίκου να κυκλοφορεί ελεύθερος όπου επιθυμεί – όπου, τέλος πάντων, δεν του απαγορεύει ο νόμος;

Ή μήπως θα βλέπαμε, πέρα από τον νόμο, μια βάναυση χρήση του δικαιώματος – μια προπαγανδιστική κατάχρηση που (ξανά)τραυματίζει τα θύματα και την έννομη τάξη;

Μήπως θα βλέπαμε τότε πως ορισμένες χειρονομίες, παρότι νόμιμες, παρότι βουβές, λειτουργούν σαν συμβολική επανάληψη του εγκλήματος;

Η βόλτα του Κουφοντίνα στους δρόμους που ο ίδιος αιματοκύλισε δεν είναι ζήτημα ερμηνείας του σωφρονιστικού κώδικα.

Ο κατάδικος επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ευεργέτημα που του απονέμει η πολιτεία για να την προσβάλει – για να διαδηλώσει ότι, παρά τους νόμους της, και όχι χάρη σε αυτούς, είναι και πάλι εδώ, ελεύθερος και αμεταμέλητος.

Ο Κουφοντίνας δεν έκανε περίπατο. Εκανε παρέλαση. Το γεγονός ότι η παρέλαση αυτή τυπικά ήταν νόμιμη, δεν την καθιστά και δημοκρατικά ανεκτή. Ισχύει στην περίπτωση του κατά συρροήν δολοφόνου το παράδοξο που είχε διατυπώσει ο Καρλ Πόπερ: Η δημοκρατική ανοχή όταν είναι απεριόριστη καταλήγει σε κατάλυση της ανοχής.

Με την ανοχή στον Κουφοντίνα δεν κινδυνεύει μόνο συμβολικά το γόητρο της δημοκρατικής πολιτείας. Απειλείται ο ίδιος ο πυρήνας της.

Ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι. Ο Κουφοντίνας δεν είναι απλώς ένας συνταξιούχος του αίματος. Αν ήθελε να θεωρείται βετεράνος, θα είχε φροντίσει ο ίδιος να αποκόψει την παρουσία του από όλες τις τρομοκρατικές συμπαραδηλώσεις της.

Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο.

Ο εξοδούχος αντιμετωπίζεται και (συμ)περιφέρεται ως διασημότητα της βίας και πόλος τουλάχιστον ηθικής εμψύχωσής της, σε μια συγκυρία που η εγκληματικότητα, για την οποία ο ίδιος καταδικάστηκε, δοκιμάζει την παλινόρθωσή της.

Από τη ρουτίνα των μολότοφ μέχρι τις βόμβες κατά δικαστών και μέσων ενημέρωσης, ο χώρος που ψάχνει στο πρόσωπο του Κουφοντίνα έναν καπετάνιο, ανασυγκροτείται.

Γι’ αυτό και η βλάβη που προκαλεί η παράστασή του στον δημόσιο χώρο δεν είναι μόνο ατομική – δεν είναι μόνο η ψυχική οδύνη των παθόντων. Αυτό που διακυβεύεται είναι η υποτροπή μιας πληγής της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας που έμοιαζε να έχει, πολιτικά και δικαστικά, επουλωθεί.

Κάθε έξοδος του Κουφοντίνα ξύνει και ξαναξύνει μια συλλογική πληγή.

Nίκος Μανιαδάκης: Ακορντεόν και πιτζάμες

​​Δεν χρειάζεται κανείς να πιστέψει τον Νίκο Μανιαδάκη. Μπορεί να υποθέσει ότι όσα λέει ο πρώην προστατευόμενος, πρώην μάρτυρας είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. 

Ενα, πάντως, είναι βέβαιο: Οτι φαίνεται να τον πίστεψαν οι εισαγγελείς. 
Πίστεψαν αρχικώς στην αθωότητά του, για να του απονείμουν το καθεστώς της προστασίας.

Πίστεψαν και στην ετοιμότητά του να καταθέσει ό,τι γνώριζε.

Πότε είχαν άδικο; Οταν αποφάσισαν να τον δεχθούν ως κρυφή πηγή της ανάκρισής τους, συνεργαζόμενοι μαζί του επί μήνες; Ή τώρα, που αποφάσισαν να του ασκήσουν δίωξη;

Η επίσημη απάντηση είναι ότι η κατάθεση εναντίον του, από έναν ακόμη προστατευόμενο, ακόμη μάρτυρα δόθηκε τώρα.

Είναι άλλη μία επίκαιρη επιφοίτηση στο ακορντεόν των μαρτυρικών καταθέσεων, που εμπλουτίζονται και, ενίοτε ανακαλούνται, για πάνω από ένα χρόνο.

Οι μάρτυρες ήταν από την αρχή τρεις. Οι καταθέσεις ήταν πολύ περισσότερες και κλιμακωτές.

Αν δοκιμάσει να παρακολουθήσει κάποιος την ακολουθία τής –υποτίθεται μυστικής– δικαστικής έρευνας, θα δυσκολευτεί να διακρίνει την ανακριτική λογική. Δεν θα δυσκολευτεί, ωστόσο, να διακρίνει τον ρυθμό των «αποκαλύψεων» στον Τύπο.

Για να το πούμε απλά: Το πρόβλημα για την κυβέρνηση, που από την πρώτη στιγμή δεν έκρυψε ότι επενδύει πολιτικά στην υπόθεση, είναι ότι δεν έχει βρεθεί χρήμα.

Ο φόνος, που διαφημίστηκε ως ο ειδεχθέστερος από συστάσεως του ελληνικού κράτους, δεν έχει πτώμα. Αν είχε βρεθεί χρήμα σε κάποιον πολιτικό –ή πρόσωπο που να συνδέεται άμεσα με πολιτικό– δεν θα υπήρχε τόσο μεγάλη ανάγκη για προφορικές ενοχοποιητικές καταθέσεις.

Οσο η έρευνα δυσκολεύεται να στηρίξει το πολιτικό αφήγημα, τόσο η πίεση ανεβαίνει. Και η πίεση –«να βάλουμε κάποιους φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές»– φέρνει πλέον τα αντίθετα αποτελέσματα: Η ανάκριση καίει μόνη της τα υποτιθέμενα χαρτιά της. Κατέληξε να βγάζει μόνη της τις κουκούλες και να απαξιώνει τους ισχυρισμούς στους οποίους είχε βασιστεί.

Η πίεση αποχαλινώνει και την ένταση στη σχέση της κυβέρνησης με τους θεσμούς. Το αποτέλεσμα είναι να θεωρούνται ρουτίνα ακόμη και οι επικηρύξεις δικαστών. Η λέξη εκτροπή έχει χάσει τη βαρύτητά της. Ακούγεται πια σαν κλισέ του συρμού.

Για κάποιους κυνικούς ο χειρισμός της Νοβάρτις αποκαλύπτει ότι, τελικώς, αυτοί οι επίδοξοι καταπατητές ήταν πολύ αδέξιοι για να απειλήσουν τους θεσμούς. Αυτή η πραγματικότητα έχει και την αντίστροφη όψη της: Το σύστημα ήταν τόσο ρηχό, οι θεσμοί τόσο ευάλωτοι, που μπόρεσαν να τους αλώσουν Ρασπούτιν με πιτζάμες.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗΣ
kathimerini

Πηγή

Share.