[ccpw id="136103"]

Η υπόθεση κακοφόρμισε από την αρχή και φάνηκε ότι δεν θα έχει αίσιο τέλος για τους κυβερνώντες, τουλάχιστον αυτό που ανέμεναν.

Οι χειρισμοί τους υπήρξαν άγαρμποι και εν πολλοίς εξωθεσμικοί, όπως λίγο πολύ σε όλα τα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής που έχουν χειρισθεί μέχρι τώρα.

Μετά την αποκάλυψη της μεγάλης (αυτ)απάτης και της βροντερής διάψευσης των αναρίθμητων προεκλογικών υποσχέσεων, εκμεταλλευόμενοι την δικαιολογημένη απαίτηση της κοινής γνώμης για κάθαρση και διαφάνεια στον αμαρτωλό χώρο της Υγείας, με αιχμή του δόρατος την υπόθεση «Novartis», επιχείρησαν να διασώσουν την ύπαρξή τους στο πολιτικό σύστημα και μάλιστα στα υπουργικά έδρανα με το σύνθημα ότι «μπορεί να είναι ψεύτες, αλλά τουλάχιστον έντιμοι ψεύτες».

Έτσι στοχοποίησαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένων δύο πρώην πρωθυπουργών και 8 πρώην υπουργών των Κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ αλλά και μίας υπηρεσιακής Κυβέρνησης και βασιζόμενοι στην έρευνα της Εισαγγελίας διαφθοράς υπό την ευθύνη μίας αμφιλεγόμενης Εισαγγελέως, που στηρίχθηκε κυρίως στις καταθέσεις 4 μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, ζήτησαν και πέτυχαν με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτουν την σύσταση ειδικής προανακριτικής επιτροπής δυνάμει του άρθρου 86 παρ. 3 υποπαρ. 1 Σ.

Η εν λόγω επιτροπή είχε ως έργο να ερευνήσει την τυχόν διάπραξη αδικημάτων κακουργηματικού χαρακτήρα, που φέρεται να είχαν τελέσει οι ως άνω πολιτικοί και σε καταφατική περίπτωση η Βουλή να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον τους.

Η ως άνω κυβερνητική πλειοψηφία γνώριζε ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει ότι ήταν προφανές διά γυμνού οφθαλμού ότι τα μεν αδικήματα που φέρεται να τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων των εγκαλουμένων πρώην υπουργών είχαν υποπέσει προ πολλού στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 υποπαρ. 2 Σ, άρα η Βουλή δεν είχε αρμοδιότητα να ερευνήσει και πολύ λιγότερο να ασκήσει ποινική δίωξη, τα δε λοιπά αδικήματα, ήταν αρμοδιότητα της εισαγγελικής αρχής και εν τέλει της τακτικής Δικαιοσύνης.

Αυτό το νομικά αυτονόητο και προφανές που γνωρίζουν και οι φοιτητές της Νομικής που έχουν εντρυφήσει λίγο περισσότερο στο Συνταγματικό και το Ποινικό Δίκαιο, έπρεπε να έχει επισημανθεί εξ αρχής στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή από την Βουλή και η τελευταία διά του Προέδρου της να επιστρέψει τον φάκελο αμελλητί στην Εισαγγελεία Διαφθοράς.

Η δε Εισαγγελική Αρχή θα έπρεπε να συνεχίσει να ερευνά, ανεξαρτήτως του τι θα έκανε η Βουλή, ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων από πρώην Υπουργούς ή Πρωθυπουργούς που δεν φέρεται να τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εάν βέβαια υπήρχαν στοιχεία και ενδείξεις τελέσεως τέτοιων αδικημάτων.

Αντ’ αυτού είδαμε να ξετυλίγεται ένα γαϊτανάκι άτσαλων και εξωθεσμικών χειρισμών εκ μέρους της Κυβέρνησης και της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Είδαμε να διατυμπανίζεται ένα σκάνδαλο, το οποίο πέραν της νομικής παραγραφής των αδικημάτων, που φέρεται να τέλεσαν πολιτικά πρόσωπα, δεν έχει δώσει κανένα στοιχείο που να συνηγορεί εις βάρος τους, η δε Βουλή μετά από τις αρχικές τυμπανοκρουσίες διέγνωσε το προφανές, πριν όμως ζητήσει την κλήτευση των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, ακριβώς για να μην διαπιστωθεί η ταυτότητά τους και καούν τα υποτιθέμενα «κρυφά» χαρτιά της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Η τελευταία δε πράξη μέχρι τώρα της παραπάνω φαρσοκωμωδίας περιέχει την αποκάλυψη ενός εκ των προστατευομένων μαρτύρων, ο οποίος όχι μόνο δεν συνεισέφερε τίποτε στην έρευνα, όπως πιθανώς και οι άλλοι τρεις, αλλά αποκαλύπτεται διότι χάνει τον ρόλο του μάρτυρα και αποκτά τον ρόλο του κατηγορουμένου.

Ερωτάται, όμως, από κάθε καλόπιστο παρατηρητή:

Σύμφωνα με το άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να τηρούνται τρεις σωρευτικά προϋποθέσεις: 

1. Δεν θα πρέπει να εμπλέκεται με τον οιοδήποτε τρόπο στις εγκληματικές πράξεις για τις οποίες καλείται να καταθέσει.
2. Να μην αντλεί το παραμικρό όφελος από την υπόθεση και
3. Να μπορεί να συμβάλει ουσιωδώς με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους.

Σύμφωνα με όσα αναφέρουν κυβερνητικές πηγές αλλά και άλλοι ενδιαφερόμενοι που εμπλέκονται στην υπόθεση, οι απόψεις των οποίων προβάλλονται από τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης (π.χ. ΕΡΤ), ο εν λόγω μάρτυρας δεν πληρούσε τελικά καμία από τις ως άνω προϋποθέσεις.

Τότε γιατί εντάχθηκε στο καθεστώς αυτό;

Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η κατηγορία και τελικά η σπίλωση 10 πολιτικών προσώπων με βάση και την δική του μαρτυρία;

Η αλήθεια είναι ότι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έκρυψε ποτέ την πρόθεσή της να παρέμβει και με άκομψο μάλιστα τρόπο στην λειτουργία της Δικαιοσύνης. Μέχρι και προαναγγελία δικαστικών αποφάσεων από τον Πρωθυπουργό ακούσαμε.

Η κατάσταση, όμως, πραγματικά εκτρέπεται, εάν όχι εκτροχιάζεται, θεσμικά από τον ρόλο αυτόκλητου εθνικού Εισαγγελέα, υπεράνω νόμων και θεσμών και της ίδιας της Δικαιοσύνης, που προσδίδει στον εαυτό του ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, ο οποίος για πολλοστή φορά με αγοραίες, χυδαίες και ανάρμοστες για δημόσιο πρόσωπο εκφράσεις επιτίθεται στην Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της με συγκεκριμένα μάλιστα ονόματα.

Το εν λόγω πολιτικό πρόσωπο φέρεται να έχει άποψη περισπούδαστου νομικού και υπερκατηγόρου για θέματα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Δικαιοσύνης, όπως η άσκηση ποινικής δίωξης κατά προσώπων και η επιβολή περιοριστικών όρων, όπως της προσωρινής κράτησης.

Η δικαιολόγηση της εν λόγω πολιτικής συμπεριφοράς λόγω του εν γένει άξεστου, αγοραίου, αμετροεπούς και προσβλητικού χαρακτήρα του προσώπου αυτού δεν μπορεί να συνεχίζεται.

Η ανεκτική αντιμετώπισή του από τον Πρωθυπουργό δεν μπορεί να πάει άλλο. Σε τελευταία ανάλυση δεν έχουμε να κάνουμε απλά με ένα θέμα ύφους, πολιτικού στυλ και πολιτικού πολιτισμού αλλά με την ίδια την λειτουργία των θεσμών, συστατικό στοιχείο των οποίων είναι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία με την σειρά της αποτελεί συστατικό στοιχείο της αρχής του κράτους δικαίου.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο Πολάκης δεν είναι απλά μία γραφική φιγούρα άξεστου αγριανθρώπου, όπως παρουσιάζεται από πολλά ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά αποτελεί με τον εν λόγω άξεστο και χυδαίο τρόπο του έναν βασικό παράγοντα πολιτικής καθοδήγησης και διαμόρφωσης πολιτικού λόγου και πολιτικής πρακτικής της Κυβέρνησης.

Αρκεί να αναλογιστούμε τα αντανακλαστικά της Κυβέρνησης μετά την περιβόητη τοποθέτησή του σε κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ ότι «για να κερδίσουμε τις εκλογές πρέπει να βάλουμε ορισμένους από τους πολιτικούς μας αντιπάλους στην φυλακή».

Τελικά σε αυτές τις λίγες γραμμές συμπυκνώνεται η τακτική και οι χειρισμοί της Κυβέρνησης στην υπόθεση «Νovartis» και όχι μόνο.

Tου Χάρη Τσιλιώτη
liberal.gr

Πηγή