Από τους Αγανακτισμένους ώς τα Κίτρινα Γιλέκα, και από τους νυχτόβιους συμμορίτες αναλφάβητων λούμπεν Χρυσαυγιτών μέχρι την άνοδο και την εκλογική κατίσχυση μεγάλων αντιευρωπαϊκών κομμάτων με ισχυρή και ποικίλη βάση αποτελούμενη από καλά συνασπισμένες μολονότι ετερόκλητες μάζες, έχει διανυθεί πολύς χρόνος, έχει καταξοδευτεί μια ολόκληρη περιουσία, οικονομική, διανοητική και πολιτισμική, και έχει χαθεί το μεγαλύτερο μέρος του αξιακού ευρωπαϊκού κεφαλαίου, όποιο κι αν είναι αυτό — σχεδόν κανείς δεν το θυμάται καν.

Ως εκ τούτου —γιατί δεν λέμε κάτι καινούργιο—, φρονώ πως δεν χρειάζεται, δεν είναι σώφρον, δεν είναι η κατάλληλη ώρα τώρα για να κλείνουμε τα μάτια. Είναι όπως στις ταινίες τρόμου, ξέρετε, ή στις παλιές ταινίες καταστροφής, ή εισβολής εξωγήινων, ή όπως σε όλα τα σύγχρονα μετα-αποκαλυπτικά σίριαλ της συνδρομητικής τηλεόρασης που παρακολουθούν μεγάλα κοινά σε όλο τον πλανήτη.

Στην αρχή το Κακό, υπό οποιαδήποτε μορφή, έχει μικρές, σποραδικές εμφανίσεις και αφορά ελαχίστους: κάποιες μονάδες. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει, και πόσο μάλλον τι επίκειται να ξεσπάσει. 

Σιγά-σιγά όμως οι επιθέσεις κλιμακώνονται, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πως κακώς εφησύχαζαν, σπεύδουν όπως-όπως να οργανωθούν και να αντιτάξουν άμυνα, μάλιστα αντεπιτίθενται κιόλας, υφίστανται βέβαια πελώριες απώλειες, η ανθρωπότητα (η ολιγομελής παρέα των πρωταγωνιστών, ο στρατός, όλος ο πλανήτης, ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα, οποιαδήποτε «ένωση») φτάνει στο χείλος της καταστροφής — και τότε, λίγο πριν το τέλος, κάτι γίνεται, κάποιος αναλαμβάνει δράση, κάνει κάτι έξυπνο, γενναίο και ηρωικό, και μας σώζει.

Έτσι θα πάει και με εμάς: το ξέρουμε. Έτσι θα πάει, πλην, εννοείται, του τέλους: πλην αυτού του κομματιού με τον «ιππότη» που μας σώζει. Η ζωή είναι πέραν πάσης αμφιβολίας μια αφήγηση, όπως και να τη δει κανείς, και χωρίζεται σε απολύτως διακριτές πράξεις (πρώτη πράξη, δεύτερη πράξη, χιλιοστή πράξη), όμως δεν είναι ταινία. Δεν είναι σίριαλ της συνδρομητικής τηλεόρασης.

Η πράξη αυτού του κεφαλαίου της Ιστορίας που ζούμε, μιας εποχής καθολικής αμφισβήτησης της μεταψυχροπολεμικής ανίας, και μιας εποχής μεγάλου φόβου διαρραγής και αλλοίωσης της «ταυτότητάς» μας, αυτού του σύγχρονου εφιάλτη, αυτής της αρρώστιας, δεν θα έχει καλό τέλος, γιατί δεν μπορεί να έχει καλό τέλος.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Όλο αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, η μείζων αναταραχή, η εθνικολαϊκιστική παλίρροια, κάποια στιγμή θα θριαμβεύσει. Όλος αυτός ο αντιρρητικός όγκος δεν θα ξεφουσκώσει, όπως ποτέ στην ιστορία δεν ξεφούσκωσε κανένας παρόμοιος, καμιά τέτοια παλίρροια: όπως κάνει πάντα, θα περάσει ένα κρίσιμο σημείο, μετά από το οποίο δεν θα υπάρχει επιστροφή, και θα σκάσει.

Ώς τώρα, οι μάχες εμπροσθοφυλακών που δίνει έχουν μεν σχετικώς καλά αποτελέσματα, καταφέρνουν αξιόλογες απώλειες στους αμυνομένους (πλην όχι και τόσο καλά αμυνομένους, μη γελιόμαστε: οι άμυνές μας είναι χαλαρές και λάθος), αλλά δεν είναι παρά μάχες εμπροσθοφυλακών. Η μεγάλη επίθεση είναι να γίνει πιο μετά. Στην ώρα της.

Ή απλώς δεν θα χρειαστεί καν να γίνει. Καθώς ο κίνδυνος κατάρρευσης της Ευρώπης δεν είναι απλώς ορατός ή πιθανός, αλλά η πλέον ή βέβαιη κατάληξη μιας πορείας χωρίς αναστροφή, ΑΣΧΕΤΩΣ τού πότε θα συμβεί, δύο, τρεις ή περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες ίσως αποφασίσουν να πάρουν τέτοια μέτρα, που να καθιστούν αναπόφευκτη αυτή την κατάρρευση, ΣΗΜΕΡΑ.

Σήμερα, και όχι «στην ώρα της». Ή, μία χώρα, αλλά εννοούμε μία μεγάλη χώρα, συνειδητά ταυτισμένη με το όραμα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, ίσως δει πως τη συμφέρει (όχι μεσο-μακροπρόθεσμα αλλά ΣΗΜΕΡΑ) να αποκολληθεί αυτοβούλως. Ίσως επιλέξει μία κυβέρνηση και έναν Πρόεδρο που θα δουν μία χρυσή ευκαιρία να κάνουν κάτι τέτοιο άμεσα. 

Η προφητεία, θέλουμε να πούμε, ενδέχεται να εκπληρωθεί χωρίς να δοθούν οι απαραίτητες μάχες, χωρίς να «χυθεί αίμα». Να αυτοεκπληρωθεί. Τα έχει πει η λογοτεχνία αυτά, δεν τα λέμε εμείς. Και τα στοιχειοθετούν πολλοί πολιτικοί αναλυτές. Καιρό τώρα.

Τα πάντα έχουν ειπωθεί. Απλώς δεν τους δίνουμε σημασία. Όλες οι προειδοποιήσεις έχουν δοθεί. Απλώς γυρίζουμε από την άλλη. Όλες οι πολεμικές σειρήνες έχουν ηχήσει. Απλώς τις συνηθίσαμε και τις εντάξαμε στην κοντόθωρη καθημερινότητά μας. 

Και, παρά ταύτα, ή μάλλον ακριβώς λόγω της αμεριμνησίας μας, πάντα στο τέλος έρχονται οι βάρβαροι. Ή πάντα γεννάμε τους βαρβάρους. Ή τους προσκαλούμε. Ή ανακαλύπτουμε πως οι βάρβαροι ήμασταν, ή γίναμε, εμείς.

Συμβαίνει ανέκαθεν αυτό, γιατί έτσι πάνε τα πράγματα. Έτσι πάει.

«Οπότε;» θα πει κανείς. «Αυτό ήταν; Τελείωσε, χάσαμε;»

Όχι βέβαια!

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]

Του Κυριάκου Αθανασιάδη
liberal.gr

Πηγή

Share.