[ccpw id="136103"]

Ακόμα και αν προέκυψε από ανάγκη, επειδή τα πιό προβεβλημένα στελέχη του Σύριζα αρνήθηκαν να γίνουν Ιφιγένειες, βρίσκω την υποψηφιότητα του κυρίου Ηλιόπουλου ευτυχέστατη. 
Πρόκειται -όπως θα το διατύπωναν οι αγγλομαθείς- για μια “win-win” επιλογή. Εάν ο μαυρογένης Νάσος καταποντισθεί, των κομματικά ανωτέρων του δεν θα ιδρώσει το αυτάκι. “Έδωσε τον αγώνα τον καλό” θα σχολιάσουν “απέναντι σε μεγαθήρια…”

Εάν διασωθεί, εάν πετύχει μιά αξιοπρεπή επίδοση, θα σπεύσουν να οικειοποιηθούν την επιτυχία του. “Το κόμμα μας αντέχει και στις πιό δυσμενείς συνθήκες!” θα πανηγυρίσουν έξαλλα.

Κρίνω εξάλλου ως άδικες τις λοιδορίες των πολιτικών αντιπάλων του Νάσου Ηλιόπουλου επειδή είναι -λέει- ανεπάγγελτος.

Και επειδή το μοναδικό του ανδραγάθημα -για το οποίο καμαρώνει στο βιογραφικό του- υπήρξε η σύγκρουση με την Πασοκτζού μητέρα του όταν ο ίδιος εντάχθηκε στην κινηματική Αριστερά.

Μετρήστε πόσοι πολιτικοί απ’όλες τις παρατάξεις είχαν διακριθεί στον επαγγελματικό στίβο προτού να αφοσιωθούν στα κοινά. Δείτε το και αντίστροφα. Ποιός άνθρωπος, ο οποίος κάνει μια δουλειά τής προκοπής, θα την εγκαταλείψει προκειμένου να περιφέρεται στις τηλεοράσεις, στα ραδιόφωνα, σε κηδείες και σε γάμους και να μαζεύει ψηφαλάκια;

Για να γίνεις πολιτικός σήμερα στην Ελλάδα πρέπει είτε να δονείσαι από κάποιο όραμα, κοινωνικό ή εθνικό (πόσες όμως τόσο ρομαντικές ψυχές ζουν ανάμεσά μας;) είτε να εμφορείσαι από αριβισμό είτε να μην σού “κάθεται” τίποτα καλύτερο σε κανέναν τομέα…

Αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια και αν αμφιβάλλετε, ρίξτε ένα βλέμμα στη Βουλή μας.

Σε ό,τι δε αφορά τη, συμβολική ελπίζω, μητροκτονία του υποψηφίου δημάρχου μας, σε μια κοινωνία που ένα εφιαλτικό ποσοστό των τριανταπεντάρηδων -αντί έστω να μοιράζονται ένα διαμέρισμα με δυό-τρεις συνομηλίκους τους- κατοικούν ακόμα με τους γονείς τους, το κόψιμο του ομφάλιου λώρου φαντάζει και δικαίως σαν ηρωισμός. (Μην μάθω μόνον ότι τον Νάσο Ηλιόπουλο τον παραλαμβάνει το υφυπουργικό αυτοκίνητο από το πατρικό του…).

Μού άρεσε αντιθέτως η κάπως αφ’ υψηλού αδιαφορία με την οποίαν αντιμετώπισε η κυβέρνηση μας την περίπτωση Πετσίτη.

Το γεγονός ότι πλην τού παρορμητικού Αλέκου Φλαμπουράρη, κανείς τους δεν μπήκε στον κόπο να τερατολογήσει μπας και δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

Το μήνυμα που πέρασαν με τη στάση τους είναι σαφές:

  • Ναι, στην εποχή του Σύριζα, ένας σερβιτόρος μπορεί να θησαυρίσει!
  • Ναι, το μοναδικό προσόν που αληθινά μετράει είναι η αφοσίωση στο κόμμα και στους ηγέτες του!
  • Ναι, θα δέσουμε τα σκυλιά μας με τα λουκάνικα, θα περάσουμε ζωάρα, θα πιούμε άσπρο πάτο το ποτό της εξουσίας! 

Γιατί; Διότι μπορούμε.

Το είχε πει, άλλωστε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, όπως τουλάχιστον καταγράφεται στα πρακτικά της Πρώτης Εθνικής Συνέλευσης 1843-1844: “Εάν είναι να μείνωμεν ημείς νηστικοί, ας πάει στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και ημείς τώρα.”

Ύστερα από τέσσερα σχεδόν χρόνια Συριζανέλ, έχω -καθώς αντιλαμβάνεσθε- υιοθετήσει απέναντι τους μιά στάση βουδιστικής σχεδόν μακαριότητας.

Παρατηρώ πώς, μέρα με την ημέρα, ο στενός περί το Μέγαρο Μαξίμου κύκλος απελευθερώνεται από τις παλιές του ριζοσπαστικές προλήψεις και υιοθετεί στην όψη και τους τρόπους το τουπέ της ελίτ. Μιας ελίτ άγαρμπης ακόμα πλην εξαιρετικά φιλομαθούς σε ζητήματα φέρεσθαι και φαίνεσθαι.

Οι κυρίες ντύνονται ολοένα και ακριβότερα, οι κύριοι μεταπηδούν από το ρακόμελο στο ουίσκι κι απ’τα στριφτά τσιγάρα στα πούρα.

Έχω λόγω ηλικίας ξαναδεί κάτι αρκετά παρόμοιο όταν μετά το 1981 -κυρίως δε μετά το 1985- οι “πρασινοφρουροί” ψαλλίδιζαν τα μουστάκια τους κι άλλαζαν τα αμπέχονα με ιταλικής κοψιάς κοστούμια. Διαθέτει κάτι συγκινητικό όλο ετούτο στη διαχρονικότητά του.

“Πρέπει όλα να αλλάξουν, αν θέλουμε να μην αλλάξει τίποτα” έγραφε ο Λαμπεντούζα στον αριστουργηματικό του “Γατόπαρδο”.

Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπικές ενδείξεις, το κόμμα του κυρίου Τσίπρα θα γιορτάσει αύριο τα τελευταία του Χριστούγεννα στα έδρανα της πλειοψηφίας.

Το μέγα ωστόσο, το ιστορικό ζητούμενο για τον Σύριζα δεν είναι να γραπωθεί στην κυβέρνηση. Αλλά να παραμείνει στο παιχνίδι.

Να εξελιχθεί σε πάγιο πόλο εξουσίας. Δεν αμφιβάλλω ότι οι ευφυέστεροι εκεί, πίσω από τις κλούβες της οδού Ηρώδου Αττικού, το έχουν απολύτως συνειδητοποιήσει.

Χρόνια πολλά και ψύχραιμα εύχομαι από καρδιάς σε φίλους και σε αντιπάλους.

Μακάρι -λέω εγώ στα πενηνταδύο μου- όλοι να αντιληφθούν το συντομότερο ότι για να διάγεις ζωάρα δεν χρειάζεται να υιοθετείς τρόπους Πετσίτη.

Χρήστος Χωμενίδης
capital.gr

Πηγή