Αν πάμε σε εκλογές χωρίς να θρηνήσουμε θύματα δεν θα είναι επιτυχία. Θα είναι θαύμα! 

Γιατί η γραμμή που έχει επιλέξει η κυβέρνηση για να επιζήσει και να επικρατήσει είναι της ακραίας σύγκρουσης.

Η απόφαση για την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη είναι τρανό παράδειγμα. Και η επιστράτευση της ντουντούκας το ’44 από τα κρατικά φερέφωνα είναι απόδειξη.

Έχουν περάσει κάτι χρόνια που σύσσωμη η αριστερά και ο χώρος του ΠΑΣΟΚ κατάγγελναν τις εκδηλώσεις που γίνονταν κάθε χρόνο στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, στην Αθήνα, σαν εμφυλιοπολεμικές, που διχάζουν το λαό και καλλιεργούν κλίμα μίσους.

Τότε, οι δυνάμεις της αριστεράς, μεταξύ των οποίων και οι προπάτορες του ΣΥΡΙΖΑ, ζητούσαν να καταργηθούν «οι γιορτές μίσους», όπως τις έλεγαν, για να επέλθει η ποθούμενη «εθνική συμφιλίωση». Έτσι έλεγαν, έτσι λέγαμε για την ακρίβεια, όσοι είχαμε μπουχτίσει από τα μετεμφυλιακά τύμπανα και την προπαγάνδα εθνικοφροσύνης, με την οποία μας μεγάλωνε μονόφθαλμα το ελληνικό κράτος από το 1949 και μετά.

Ώσπου, επί ΠΑΣΟΚ, οι εκδηλώσεις στου Μακρυγιάννη και στη γραμμή Γράμμο- Βίτσι σταμάτησαν, στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης. Και άρχισε να περιορίζεται η μονόπλευρη προπαγάνδα στα Σώματα και στα ΑΕΙ, αλλά και στα σχολεία.

Η νικήτρια του εμφύλιου δεξιά ξέκοψε με τους πανηγυρισμούς, δέχτηκε κοινοβουλευτικά να λέγεται εμφύλιος ο σπαραγμός και όχι ανταρτοπόλεμος ή συμμοριτοπόλεμος και σταμάτησε στα σχολεία η πολλή εθνικοπατριωτική βερμπαλιστική ρητορεία. Τα πράγματα άρχισαν να ισορροπούν.

Όλο και περισσότερες πηγές για τα γεγονότα του εμφύλιου από την πλευρά των ηττημένων άρχισαν να διδάσκονται στα πανεπιστήμια, σε έδρες ιστορίας και κοινωνιολογίας και εμφανίζονταν στα κρατικά τηλεοπτικά Μέσα και στις αίθουσες του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Τόμοι βιβλίων για την τραγική περίοδο 1941- 1949 γέμισαν τη χώρα και, το κυριότερο: Αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση και χιλιάδες δικαιούχοι και όχι πήραν συντάξεις για τη συμμετοχή τους στις αντιστασιακές οργανώσεις. Είτε συμμετείχαν είτε όχι. Τα ζήσαμε.

Πέρα απ αυτά, η φτωχολογιά της δεκαετίας του ’40 , του ’50 και του ’60 βρήκε δουλειά και στέγη και τροφή, σε σημείο να μεταβληθεί από φτωχολογιά σε μικροαστική και αστική τάξη μέσα σε μια 15ετία. Αυτή που από το 2010 λοιδορείται ότι «έχει λίπος» και ότι ζούσε πέρα από το πάπλωμά της!

Ο εμφύλιος ξεθώριασε από τη μνήμη της κοινωνίας και παρέμεινε ζωντανός στην ιστορία, στη λογοτεχνία, στη μνήμη όσων τον έζησαν και από τις δύο πλευρές και στην επιθετική φρασεολογία γκρουπούσκουλων, που ζούσαν με τη φαντασίωση επαναστάσεων και ταύτιζαν τον εαυτό τους με τον Τσε! Ακόμα λιγότεροι, με τον Άρη. 

Ώσπου ήρθε το 2009 και η κατάρρευση των αμερικανικών τραπεζών. Οι οποίες απειλούσαν με κατάρρευση τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι οποίες με τη σειρά τους, προκειμένου να σωθούν, χρησιμοποίησαν σαν κεφάλαια τις αποταμιεύσεις, τους μισθούς και τις συντάξεις των νοτιοευρωπαίων πολιτών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι πολιτικοί υπηρέτες ή διαχειριστές των τραπεζών άρπαξαν επ’ ευκαιρία και την περιουσία της χώρας.

Η τρομερή αυτή εξέλιξη είχε σαν αποτέλεσμα να διαλυθεί ο συνεκτικός κρίκος της μικροαστικής και αστικής μεσαίας τάξης που είναι ο πλούτος της και η βεβαιότητα επιβίωσης. Τη θέση του πήρε το χάος. Και μέσα σ αυτό το χάος κυριάρχησαν οι φωνές που ζητούσαν τιμωρία και εκδίκηση γι αυτούς που στέρησαν τα «κεκτημένα» από το πλήθος.

Όταν λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια. Και μόλις έλλειψε η «κανονικότητα» τη θέση της πήραν οι φωνές που αντιπροσώπευαν αυτό που ζητούσε η κοινωνία: Τιμωρία και εκδίκηση. Δηλαδή, κυριάρχησε το μίσος. Και μαζί κυριάρχησε και κάθε υπόσχεση που έφερνε τον χαμένο παράδεισο. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος εξέφραζε όλα αυτά τα στοιχεία: Μίσος, ρεβανσισμός και υποσχέσεις.

Αφού οι προηγούμενοι δεν μπορούσαν να φέρουν πίσω τον χαμένο παράδεισο ας ερχόταν ένας μαστροχαλαστής να τα ισοπεδώσει όλα, να εκδικηθεί και να φέρει την ευτυχία από άλλο δρόμο. Αυτό ήταν το αίτημα.

Μόνο που ο μαστροχαλαστής δεν ήταν τυχαίος. Ήταν μαστροχαλαστής ακριβώς γιατί δεν συμμετείχε ποτέ στην εθνική συμφιλίωση. Μπορούσε να τάζει το γκρέμισμα και την εκδίκηση γιατί ποτέ δεν αποδέχτηκε τη χειραψία Τσακαλώτου- Βαφειάδη. Ποτέ δεν αποδέχτηκε τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Παρίστανε τον δημοκράτη, ενώ ονειρευόταν και ονειρεύεται δικτατορίες.

Κι αυτός ο μαστροχαλαστής δεν ήταν και δεν είναι η ανανεωτική αριστερά του ΚΚΕες, ο Συνασπισμός, η ΕΑΡ, η Συμμαχία και οι άλλες μορφές της μη κομμουνιστικής ανανεωτικής αριστεράς, που ήταν παράδειγμα πολιτισμού, μόρφωσης και ήθους μέσα και έξω από τη Βουλή μέχρι τη δεκαετία του 2000. Ήταν το σώσμα κάτω από αυτήν. Οι κατσαρίδες στα υπόγεια. Οι οποίες βγήκαν στην επιφάνεια, όπως πάντα, με το που γκρεμίστηκε το κτήριο. Όχι μόνο από την ονειροπόλα και επιπόλαια κίνηση του Αλέκου Αλαβάνου. Αλλά, γιατί οι καιροί της κρίσης, με έναν λαό να είναι στα κάγκελα, ήταν το κατάλληλο έδαφος και κλίμα για να φυτρώσει ο σπόρος της βίας. Του μίσους. Της απανθρωπιάς.

Και ενώ από τη μία πλευρά μεγάλωνε η βία της ακροδεξιάς, με κύρια αφορμή το μεταναστευτικό και την ανέχεια των μικροαστικών στρωμάτων, από την άλλη μεγάλωνε αντίστοιχα και η βία της ακροαριστεράς με ατμομηχανή την κατάρρευση της ευημερίας των μικροαστών.

Και ενώ η ακροδεξιά δεν έχει αίτημα άλλο από τη βία ως αυτοσκοπό, γιατί ξέρει την περιορισμένη της εμβέλεια, η ακροαριστερά έβαλε πλώρη για την εξουσία και όχι μόνο γι αυτήν.

Αλλά, για τη νομή της στο διηνεκές. Με κάθε τρόπο.

Ο ένας τρόπος που ακολουθεί είναι η απόπειρα δημιουργίας στρατιάς οπαδών από τη δημοσιοϋπαλληλία, με πλήθος παροχών και ωφελημάτων, σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού των εργαζόμενων. Γιατί ξέρει ότι με τη δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία κυβερνιέται το κράτος. Οι σκανδαλώδεις αυξήσεις και τα πρόσθετα επιδόματα, καθώς και οι χαριστικές προβλέψεις στα νομοσχέδια για την εξέλιξη των υπαλλήλων, μαζί με την ανυπαρξία αξιολόγησης είναι μέρος αυτού του σχεδίου αυτής της κυβέρνησης.

Ο δεύτερος τρόπος είναι το φύτεμα στελεχών σε νευραλγικές θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των τραπεζών. Έτσι ώστε να κυβερνάει ακόμα κι αν χάσει την κυβέρνηση. Να κυβερνάει με μια παρακυβέρνηση, που είτε θα ακολουθεί την δική της πολιτική είτε θα κάνει δύσκολη έως αδύνατη την πολιτική της εκλεγμένης κυβέρνησης. Η περίπτωση της κας Θάνου είναι μια τέτοια χαρακτηριστική κίνηση.

Ο τρίτος τρόπος είναι η δημιουργία ενός εχθρού- τέρατος. Κι αυτός είναι η ακροδεξιά. Η οποία, παρ όλο που έχει συρρικνωμένες δυνάμεις σε σχέση με πριν 5 χρόνια, και μειωμένη απήχηση στο λαό, είναι ένα υπεραπαραίτητο εργαλείο για την επιβίωση της ακροαριστερής κυβέρνησης. Γιατί, επισείοντας τον μπαμπούλα της ακροδεξιάς κάθε μέρα και με κάθε ευκαιρία λασπώνει και αποδυναμώνει καθέναν που αντιτίθεται στα σχέδιά της ή στην πολιτική της. Και το κάνει αυτό γιατί πατάει επάνω στη χούντα!

Η ελληνική δεξιά, παρ’ όλο που σήκωσε το βάρος να βγάλει αναίμακτα τη χώρα από τη χούντα και δημιούργησε τη μεταπολιτευτική δημοκρατία σε συνεργασία με όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις, καταργώντας τους εμφυλιακούς νόμους και αποδίδοντας τη νομιμότητα στους μέχρι τότε διωκόμενους κομμουνιστές, δεν κατάφερε ποτέ να απαλλαγεί από την ενοχή για τη χούντα. Επειδή ήταν το κατακάθι της. Ακριβώς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κατακάθι της ελληνικής αριστεράς.

Αυτή η ενοχή της ελληνικής δεξιάς την αποστερεί από το να σταθεί ξεκάθαρα απέναντι από τη φασιστική ακροδεξιά στη συνείδηση του λαού. 

Όταν η κυβέρνηση κατηγορεί τη ΝΔ για ακροδεξιά, η αντίδραση είναι μουδιασμένη και αμήχανη. Όταν η κυβέρνηση καταγγέλλει τη δεξιά για υπαίτια του εμφύλιου (73 χρόνια πριν!) και για τους μαυραγορίτες της εποχής και τις εξορίες των κομμουνιστών, τις οποίες και οι ίδιοι οι εξόριστοι είχαν μοιραστεί με την κοινοβουλευτική δεξιά μετά τη χούντα, η δεξιά είναι ανίκανη να απαντήσει. Κι αν απαντήσει κατηγορείται για την εκτέλεση των διαδηλωτών και τα Δεκεμβριανά!

Και ο λαός τρώει αμάσητο το παραμύθι. Και το τρώει αμάσητο γιατί ο τέταρτος τρόπος της ακροαριστεράς που κυβερνάει δουλεύει υπόγεια εδώ και χρόνια.

Ο τέταρτος και πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η διαγραφή της ιστορίας από τα βιβλία των σχολείων και των πανεπιστημίων και το ξαναγράψιμό τους.
Όχι με γνώμονα το σήμερα. Όχι σαν να γράφτηκαν σήμερα. Αλλά σαν να γράφτηκαν το 1948.
Όχι για να διδάξουν τι έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε. Αλλά, για να δικαιώσουν μονόπλευρα την παράταξη των ηττημένων. Όχι όλους τους ηττημένους. Εκείνους που δεν συμβιβάστηκαν με την ήττα. Που δεν τη δέχτηκαν ποτέ σαν γεγονός. Και που ζητάνε να την μετατρέψουν σε νίκη. Ζητάνε ρεβάνς.

Αυτός, ο τέταρτος τρόπος, δουλεύεται ασταμάτητα και ανεμπόδιστα εδώ και χρόνια στην παιδεία. Η οποία έχει παραγάγει τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Ενώ η μονόπλευρη δεξιά εθνικιστική παιδεία μονοπώλησε την νεολαία μέχρι το 1963 και από το 1967 ως το 1974, η αριστερή προπαγανδιστική παιδεία μονοπωλεί πια τη νεολαία επί μία γενιά.

Και αντί η χώρα να μορφώνει τα παιδιά της με τη σφαιρική γνώση της πραγματικότητας μεταξύ δύο πλευρών, παράγει παραμορφωτικούς καθρέφτες παραμορφωμένων πολιτικών εμμονών.

Μέσα σ αυτό το ρεβανσιστικό και ακραία βίαιο σκηνικό που έχει επιλέξει η κυβέρνηση να διεξαγάγει τον αγώνα όχι απλώς επιβίωσης, αλλά και επιβολής της, με βίαιη φρασεολογία, βίαιη εμφυλιακή κουλτούρα και βίαιη επίθεση σε καθέναν που δεν είναι μαζί της, πιστή στο δόγμα, «ή εμείς ή οι άλλοι», ανεβαίνει ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, έχοντας κινητοποιήσει και όλη την τυφλωμένη από μίσος κουστωδία του κόμματός του.

Αν φτάσουμε στις εκλογές και μετά από αυτές χωρίς να θρηνήσουμε θύματα θα είναι θαύμα.

Γιατί η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη. Αυτή την καρέκλα δεν την αφήνει. Με τίποτε.

Γ. Παπαδόπουλος- Τετράδης
liberal.gr

Πηγή

Share.