Βλέπετε, δεν έχω εισοδήματα άλλα πλην του μεροκάματου, και δεν είμαι εργαζόμενος του Δημοσίου — ούτε υπήρξα ποτέ, για να μου μείνει το χούι της ξεγνοιασιάς. 

Είμαι ελεύθερος επαγγελματίας, η δουλειά μου δεν έχει αργίες και θερινές διακοπές, και μάλιστα δεν έχει και ωράριο — ουσιαστικά, μπορώ, ή θα έπρεπε, να εργάζομαι όσο δεν κοιμάμαι. 
Και περίπου αυτό κάνω· όσο μπορώ τέλος πάντων. Το κατά δύναμιν. Πάνω από τριάντα χρόνια τώρα: ανήκω σε ένα μικρό ποσοστό Ελλήνων που έχουν τόσα ένσημα.
Οπότε, ακριβώς για όλα τα παραπάνω, πρέπει να προβλέπω το μέλλον. Σαν τον μάντη Κάλχα.

Τι θα γίνει; Τι ΔΕΝ θα γίνει; Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Τι πρέπει να κάνω σήμερα για να πληρωθώ του χρόνου, ή για να έχω δουλειά και του χρόνου; Νά, τέτοια απλά πράγματα προβλέπω.

Δεν είμαι πολιτικός αναλυτής, και η δουλειά του πολιτικού αναλυτή απέχει τόσο από τα ενδιαφέροντά μου, όσο ο υπολογιστής μου από αυτό το ρομπότ που στείλαμε στον Άρη για να δει και να ακούσει το υπέδαφός του. Αλλά πρέπει να προβλέπω, δεν γίνεται αλλιώς. Είναι προσωπικό το θέμα.

(Παρένθεση: όλα τα θέματα είναι προσωπικά, δεν χωράνε ιδεολογίες και τέτοια σε τίποτα. Ανακατευόμαστε με δήθεν ιερά πράγματα όπως η πολιτική, ή η θρησκεία, για απολύτως ιδιοτελείς λόγους: για σεξ, φήμη, εξουσία και χρήμα — με αυτή τη σειρά. Όλοι. Από τον Λένιν μέχρι τον Καρανίκα. Ημών, υμών και εμού δηλαδή, μη εξαιρουμένων).

Εν πάση περιπτώσει, εγώ οφείλω, ξαναλέω, να ξέρω τι μου ξημερώνει. Και, επειδή οι πολιτικοί επιστήμονες δεν βοηθούν όσο θα ήθελα (δεν βοήθησαν —όσο θα ήθελα, ξαναλέω— ούτε τα χρόνια πριν το ξέσπασμα της Κρίσης, όπως άλλωστε και ο σοβαρός Τύπος, που επίσης δεν προέβλεψε το παραμικρό), επειδή λοιπόν δεν έχω πολλές άλλες βοήθειες, έχω αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του μάντη και του προφήτη. Και κοιτάζω τη μαγική μου σφαίρα.

Το κάνω για τους λόγους που προείπα, αλλά και για έναν ακόμη: για να κλέψω. Καμιά φορά, βλέπω το μέλλον, όχι όπως ΘΑ είναι, αλλά όπως ΘΕΛΩ να είναι. Αυτό το κόλπο βοηθά πολύ: όχι στο αύριο, δεν βοηθά καθόλου στο αύριο, αλλά τουλάχιστον σήμερα. Όταν πιστεύεις πως «όλα θα πάνε καλά», αμέσως νιώθεις καλύτερα. Το άγχος μειώνεται, οι επιδόσεις σου αυξάνουν, όλα σού φαίνονται κατά τι πιο ρόδινα. «Α!» σκέφτεσαι, «ναι, το περιβάλλον είναι τέτοιο που σου ’ρχεται να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο — αλλά όμως όλα θα πάνε καλά εντέλει, yes!»

Είπαμε: κλέβω. Κλέβω εν γνώσει μου, ή περίπου, γιατί αυτή η μαντεψιά είναι ο πιο καλός σου σύμμαχος ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ. «Όλα είναι άθλια. Όλα πάνε κατά διαόλου. Ε και; Καν αύριο καν μεθαύριο, όλα θα αλλάξουν. Τελικώς, όλα θα πάνε καλά!»

Το ότι το κάνω βέβαια αυτό (και το γράφω κι από καμιά φορά) δεν σημαίνει και ότι το πιστεύω κιόλας. Απλώς απωθώ διαρκώς την πραγματικότητα —την πραγματική, την όντως πρόβλεψη— μόνο και μόνο γιατί, όπως προείπα, πρέπει να δουλέψω. Εάν δεν υπήρχε αυτή η λεπτομέρεια, η δουλειά, αν σιτιζόμουν από το Πρυτανείο φέρ’ ειπείν, ή αν εισέπραττα νοίκια, θα ήμουν απολύτως ελεύθερος να διαλογίζομαι πάνω στην κοινή μας μοίρα πολύ πιο όμορφα. Μπορεί να έγραφα και τίποτα παραπονιάρικα ποιήματα, ή να έλεγα πόσο λυπάμαι για τη μοίρα τού πλησίον, για το πόσο με συντάραξε η ιστορία με το γατάκι που άφησε πίσω του ο τάδε Σύρος πρόσφυγας και τα παρόμοια. Αλλά δεν προλαβαίνω να τα κάνω αυτά, στην πλάτη σου, σαν πελώριες ελιές, φυτρώνουν άλλες προτεραιότητες αν δεν έχεις καταθέσεις στην τράπεζα και μισθό μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει — ή, ακόμα καλύτερα, και τα δύο.

Αλλά ξαναλέω: το ότι το κάνω βέβαια αυτό, το ότι λέω από μέσα μου «Όλα θα πάνε καλά, δεν μασάμε», το ότι το γράφω κιόλας πού και πού, εδώ στη στήλη ή και αλλού, δεν σημαίνει και ότι το πιστεύω κιόλας.

Γιατί βασικά δεν θα πάνε καλά. Και το ξέρω ότι δεν θα πάνε.

Κι αν με ρωτάτε, αν θέλετε να γίνω πιο συγκεκριμένος, μιλώ μόνο για την Ευρώπη — στ’ αλήθεια όμως, ο ανθρωπισμός μου δεν μπορεί να κοιτάξει παραπέρα. (Αν και κοιτά ΠΟΛΥ παραπέρα από αυτούς που ΛΕΝΕ ότι τους νοιάζει όλη η γη, όλοι οι άνθρωποι, όλα τα ζωάκια και όλα τα κοάλα και οι φάλαινες όρκα, μία προς μία: αυτοί συνήθως είναι σκιτζήδες και ύπουλοι, κι αν τους τινάξεις ανάποδα θα πέσουν αντικλείδια απ’ τις τσέπες τους).

Δεν θέλω να πω με αυτό ότι τα πράγματα θα είναι καλά και ρόδινα στις Ινδίες και στη Σενεγάλη. Δεν θα είναι. Θα είναι πολύ έως τρομερά άσχημα. Αλλά είπαμε, δεν έχω τέτοια ευρύτητα χριστιανομαρξιστικοοικολογικού πνεύματος.

Και δεν θα πάνε καλά γιατί, μολονότι συχνά (κάποιοι το ξέρετε και θα το θυμάστε) λέω ότι η Ευρώπη είναι πολύ γριά και πολύ σκληρή και πολύ σοφή και πολύ πονηρή για να πεθάνει, δεν πά’ να πει —ας το πω άλλη μία— ότι το πιστεύω κιόλας. Ναι, η Ευρώπη —δηλαδή η πατρίδα μας, το σπίτι μας— ΕΙΝΑΙ όλα αυτά, αλλά δεν σημαίνει και ότι φτάνουν, πια, κάτι τέτοια.

Γιατί δεν φτάνουν. Δυστυχώς.

Αλλά, και να έφταναν, δεν υπάρχει πια χρόνος. Η ταχύτητα με την οποία γίνονται όλες οι αλλαγές των καιρών μας είναι ένα, δύο και δέκα κλικ πάνω από τους δικούς μας ρυθμούς. Δεν θα προλάβουμε.

Τι δεν θα προλάβουμε;

Τίποτε.

Δεν θα προλάβουμε να κάνουμε κάτι για το περιβάλλον. Όταν το αποφασίσουμε, θα είναι απλώς πολύ ασύμφορο και θα κυνηγάμε να καθαρίσουμε (κυριολεκτικά) το παρόν — όχι το αύριο.

Δεν θα προλάβουμε να κάνουμε τίποτε και για την ανάσχεση του μεταναστευτικού. Να επενδύσουμε δηλαδή πελώρια ποσά στις χώρες που φυλλορροούν από τη νεολαία τους. Θα έρθουν «όλοι» εδώ.

Δεν θα προλάβουμε, ακόμη, να «συζητήσουμε» στις «επιτροπές» μας για το πώς θα πρέπει να το χειριστούμε όλο αυτό. Ήδη (και τίποτε άλλο να μην άλλαζε) η φυσιογνωμία της Ευρώπης θα έχει αλλάξει. Δεν θα είμαστε εμείς τα «αφεντικά», ήτοι δεν θα μας πέφτει λόγος. Η Ευρώπη θα γίνει θέλουμε δεν θέλουμε μία αποικία. Ώς εδώ ήταν.

Δεν θα προλάβουμε, επίσης, να αντιμετωπίσουμε τις αναδυόμενες υπεροοικονομίες, τους νέους, διψασμένους παίκτες, που το μόνο τους όνειρο είναι να έχουν όσα κι εμείς. ΑΥΤΟΙ είναι τα Κίτρινα Γιλέκα, κι ας φοράνε σαγιονάρες, σαρί, κελεμπίες, κοστούμια ή ό,τι άλλο. Είναι πολλοί. Είναι φορτσάτοι. Είναι η νέα δύναμη. Και θα παρελάσουν, όχι ουρλιάζοντας, αλλά χαμογελώντας: θα είναι ένα χαμογελαστό ποτάμι που θα πλημμυρίσει τα πάντα. Ε, τι να σου κάνει και η διασπασμένη, εκ νέου κατακερματισμένη Ευρώπη;

Γιατί, ναι: δεν θα προλάβουμε και να ενωθούμε. Θα μείνουμε διασπασμένοι. Δεν θα προλάβουμε να γίνουμε ΟΝΤΩΣ μία πατρίδα, και το ευρώ ΔΕΝ θα προλάβει να γίνει η πρωτεύουσά της. Και άλλος τρόπος για να αντέξει η Ευρώπη δεν υπάρχει. Και, καθώς δεν υπάρχει, δεν θα αντέξει.

Βλέπετε τις αντιδράσεις του κόσμου, βλέπετε την «επαναστροφή» προς τα εθνικά κράτη, αυτή την απόλυτη, συγχωρήστε με, χωριατιά, αυτό τον ωραίο δρόμο προς την κοινή αυτοχειρία.

Τα βλέπετε καθημερινώς όλα αυτά: αυτό το ντόμινο που, ιστορικά, ξεκίνησε από την Ελλάδα —με τους λαϊκιστές που ήρθαν στην εξουσία και με τις Μόριες— και εξαπλώθηκε παντού.

Αλλά περάσαμε πάλι τις χίλιες λέξεις (κατά διακόσιες…), γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε αύριο. Μέχρι τότε να λέτε από μέσα σας ό,τι κι εγώ: «Όλα θα πάνε καλά».

Καμιά φορά πιάνει.

Του Κυριάκου Αθανασιάδη
liberal.gr

Πηγή

Share.