Ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της Βουλής υποστήριξε σήμερα ότι η μακεδονική γλώσσα έχει αναγνωριστεί στη χώρα μας ήδη από το 1959 και μάλιστα από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. 
Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, ανέγνωσε από τα πρακτικά του κοινοβουλίου το ακόλουθο απόσπασμα της ομιλίας του τότε ΥΠΕΞ της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή:

«Εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα το οποίο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τη μακεδονικήν γλώσσαν».

Με τα λόγια αυτά, όμως, ο αείμνηστος Αβέρωφ δεν αναγνώρισε την ύπαρξη της «μακεδονικής γλώσσας», κάτι που έχει αποδείξει περίτρανα, με εκτενές άρθρο του ο βουλευτής Ιωαννίνων της Νέας Δημοκρατίας, Κώστας Τασούλας.

Ιδού τι έγραφε στο άρθρο αυτό τον περασμένο Ιούνιο ο κ. Τασούλας (στην Καθημερινή), αποδομώντας πλήρως το επιχείρημα αυτό, που δεν δίστασε να αναπτύξει από το βήμα της Βουλής ο κ. Τσίπρας.

“Το ζήτημα, τότε, ήταν η επίκληση από τη Γιουγκοσλαβία της δήθεν ύπαρξης «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, την οποία ύπαρξη διαρρήδην και σωστά ηρνείτο η χώρα μας.

Το τοπικό ιδίωμα για το οποίο έκανε λόγο ο Αβέρωφ ήταν μία αμιγώς βουλγαρικής προέλευσης προφορική διάλεκτος που ομιλούνταν από μικρό αριθμό δίγλωσσων Ελλήνων στα ελληνοβουλγαρικά κυρίως σύνορα, που δεν είχε καμία σχέση με τη σερβοβουλγαρική γλώσσα των Σκοπίων, η οποία δεν ήταν απλώς προφορική αλλά είχε «κατασκευαστεί» από γλωσσολόγους του Τίτο με εισαγωγή σερβικών γραμματικών στοιχείων σε προϋπάρχουσα βουλγαρική γλώσσα.

Αρα, το προφορικό ιδίωμα των δίγλωσσων στην Ελλάδα δεν είχε σχέση με την κατά το σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας «μακεδονική γλώσσα», άρα οι ελάχιστοι δίγλωσσοι Ελληνες δεν ανήκαν στη «μακεδονική μειονότητα», άρα η τελευταία ήταν ανύπαρκτη! Οπερ έδει δείξαι!

Τα αποσπάσματα αυτά προέρχονται από μία ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε στην Επιτροπή Νομοθετικής Εξουσιοδότησης της Βουλής των Ελλήνων στις 17-9-1959 με θέμα την κύρωση συμφωνίας περί μεθοριακής επικοινωνίας μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.

Η συμφωνία αναφερόταν σε ζητήματα τουρισμού, τεχνικής βοήθειας, υδροοικονομίας, δικαστικής συνδρομής, αποζημίωσης εθνικοποιηθέντων ελληνικών κτημάτων και μεθοριακής επικοινωνίας. Ηταν σημαντικό βήμα στην ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση, μια προσέγγιση που επέβαλαν ο ψυχρός πόλεμος και ιδιαίτερα η αποκοπή του Τίτο από τον σοβιετικό συνασπισμό.

Μιας προσέγγισης που έκανε το κράτος που είχε διεκδικήσει τη δεκαετία του ’40 την ελληνική Μακεδονία να γίνει, παρά ταύτα, περιφερειακός εταίρος της χώρας μας, γιατί και για το ΝΑΤΟ και για μας η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να διατηρηθεί εκτός σοβιετικής επιρροής, δεδομένου ότι η προσθήκη της στον από Βορρά κίνδυνο θα έκανε τα πράγματα αφόρητα για την Ελλάδα, που εκτός των άλλων είχε ήδη, λόγω Κυπριακού, κρίση στις σχέσεις της με την Τουρκία.

Επίδικο θέμα τότε ήταν η επίκληση από το Βελιγράδι για δήθεν ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα και αυτό όφειλε να ξεκόψει η ελληνική εξωτερική πολιτική.

Κατά τη συζήτηση της συμφωνίας εκείνης τον Σεπτέμβριο του 1959 ετέθη από τον βουλευτή Αλλαμανή το θέμα της προβολής από την κυβέρνηση των Σκοπίων της σλαβομακεδονικής γλώσσας ως γλώσσας της «δήθεν εν Ελλάδι υπαρχούσης εθνικής μειονότητος των Μακεδόνων».

Απαντώντας ο Αβέρωφ είπε ότι «πολιτική της γιουγκοσλαβικής κυβερνήσεως είναι πολιτική μη υπάρξεως μακεδονικού ζητήματος», για να συνεχίσει «ένα τρίτον σημείον, το οποίο θα προτιμούσα να μην αναφέρω, αλλά επειδή εθίγη δεν νομίζω ότι πρέπει να αφήσω αναπάντητον, είναι το περίφημο θέμα της γλώσσης… εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονικήν γλώσσαν η οποία ομιλείται εις στα Σκόπια, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα το οποίο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την μακεδονικήν γλώσσαν».

Αμέσως, δε, παρακάτω εξηγεί ότι κάνει χρήση, λέγοντας «μακεδονική γλώσσα», της επίσημης συνταγματικής ορολογίας της Γιουγκοσλαβίας.

Σε άλλο σημείο ο Αβέρωφ, πάλι απαντώντας στον εισηγητή των Φιλελευθέρων Κοθρή, λέει: «Δεν υπάρχουν Σλαβομακεδόνες εις την Μακεδονίαν, η οποία εποτίσθη εις κάθε γωνίαν με ελληνικόν αίμα, η οποία κατοικείται από γωνίαν εις γωνίαν μόνον από Ελληνας».

Για την ιστορία, η κύρωση εκείνη έγινε δεκτή από όλες τις πτέρυγες της Βουλής.

Περίπου δύο χρόνια αργότερα, στις 14-11-1961 ο νέος τότε τοπικός πρωθυπουργός των Σκοπίων Γκρλίτσκο δήλωσε ότι η μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα υφίστατο κακομεταχείριση. Ο Αβέρωφ αμέσως ζήτησε εξηγήσεις από τον πρέσβη της Γιουγκοσλαβίας στην Αθήνα, που κρίθηκαν ικανοποιητικές.

Στις 7-12-1961 κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεως ο ίδιος ο Αβέρωφ είπε «δι’ ημάς δεν υπάρχει μειονότης μακεδονική» για να προσθέσει ότι « η ελληνογιουγκοσλαβική φιλία και συνεργασία αποτελεί στοιχείον ισορροπίας ευρυτέρας σημασίας».

Αυτή είναι η πραγματικότητα γύρω από το Σκοπιανό τα χρόνια εκείνα, 58 χρόνια πριν.

Η απόκρουση κάθε ιδέας για δήθεν ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» ήταν το κυρίαρχο ζήτημα.

Το να αναζητούμε στο σημερινό σκηνικό του σκοπιανού ζητήματος συνήγορο από την πραγματικότητα του 1959 είναι τουλάχιστον μάταιο και διαστρεβλωτικό.

Και στο κάτω κάτω, αν ο κ. Τσίπρας πιστεύει ότι προχωρεί σε καλή συμφωνία τι χρείαν συνηγόρων έχει; 

Γιατί καταφεύγει στις δήθεν αναγνωρίσεις «μακεδονικής γλώσσας» του 1977 ή του 1959, που ούτε οι Σκοπιανοί δεν τις επικαλούνται, γιατί απλούστατα δεν υπήρξαν.

Καταφεύγει, γιατί η συμφωνία του, συμφωνία μιας κυβέρνησης στηριγμένης από τον κ. Καμμένο, πρώτη φορά αναγνωρίζει μακεδονική γλώσσα και εθνότητα διαπράττοντας έτσι μία απαράδεκτη και επιζήμια εθνικά και ιστορικά υποχώρηση.”

Πηγή

Share.