[ccpw id="136103"]

Σε αυτά τα τρία συγκοινωνούντα δοχεία, εντοπίζει ο αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff, Μιχάλης Αργυρού, την αιτία για τον παρατεταμένο αποκλεισμό της Ελλάδας, και εξηγεί ότι όσο θα βρέχει προεκλογικά δώρα, τόσο θα κλείνει η “κάνουλα” της ρευστότητας των αγορών για τη χώρα.
Διαφωνεί κατηγορηματικά με όσους αναζητούν τις αιτίες σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η Ιταλία και το Brexit, αφού αν ίσχυε, τότε η Κύπρος δεν θα είχε καταφέρει να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια από τις αγορές.
Ταυτόχρονα χαρακτηρίζει ως απολύτως διχαστική τη πολιτική “για κάθε 4 ευρώ που σου παίρνω, επιστρέφω το 1”, και ως αυταπάτη το δημοσιονομικό χώρο, που τεχνηέντως κληροδοτεί η κυβέρνηση στην επόμενη, παίζοντας στα ζάρια, όπως λέει, τις θυσίες 8 ετών της ελληνικής κοινωνίας.

Επιπλέον προβλέπει ότι η επιλογή της κυβέρνησης για λόγους μικροκομματικής σκοπιμότητας να εισάγει την απλή αναλογική τόσο σε επίπεδο εθνικών όσο και σε επίπεδο αυτοδιοικητικών εκλογών, θα ανεβάσει περαιτέρω το ελληνικό πολιτικό ρίσκο.


Τρεις μήνες μετά την έξοδο από το 3ο Μνημόνιο, και ακόμη η Ελλάδα δεν μπορεί να πείσει τις αγορές να την εμπιστευτούν. Το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς παραμένει καρφωμένο στο 4,2%. Που το αποδίδετε;
Όπως συμβαίνει παντού, η απόδοση των κρατικών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης καθορίζονται από τέσσερις παράγοντες:
Πρώτο, το επίπεδο του διεθνούς επενδυτικού ρίσκου. Δεύτερο, το ύψος ρευστότητας στην αγορά ομολόγων. Τρίτο, τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά μεγέθη κάθε χώρας. Και τέταρτο, παράγοντες οι οποίοι ενώ δεν είναι οικονομικής φύσης έχουν άμεσο αντίκτυπο στη συμπεριφορά των αγορών (π.χ. πολιτικό ρίσκο). H αύξηση των ελληνικών επιτοκίων δεν είναι το αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων και μόνο, όπως λέει το σημερινό κυβερνητικό αφήγημα.
Τους τελευταίους μήνες παρατηρείται επιδείνωση και στους τέσσερις παράγοντες που ανέφερα παραπάνω. Σε ότι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, η αναταραχή που παρατηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με επίκεντρο την Ιταλία, αλλά και οι δυσμενείς εξελίξεις σε αναπτυσσόμενες οικονομίες εκτός ΕΕ, επηρεάζουν αρνητικά την ελληνική αγορά ομολόγων. Το ίδιο ισχύει και για την προοπτική ενός BREXIT χωρίς συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου.
Επίσης, το σημερινό “status quo” που διέπει το σύστημα του παγκόσμιου διεθνούς εμπορίου δεν είναι διατηρήσιμο, κάτι που αυξάνει τη νευρικότητα των αγορών και τις ενθαρρύνει σε τοποθετήσεις σε αγορές ασφαλούς καταφυγίου. Παράλληλα, η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει το τέλος του προγράμματος QE στο τέλος του 2018, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τις συνθήκες ρευστότητας στις αγορές ομολόγων. Όλα τα παραπάνω είναι κακές ειδήσεις, που συντείνουν στη διατήρηση των ελληνικών επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα.
Μήπως όμως αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες μας χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα ή μας εμποδίζουν να δούμε τη πραγματικότητα;
Πράγματι, η αύξηση των ελληνικών επιτοκίων δεν είναι το αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων και μόνο, όπως λέει το σημερινό κυβερνητικό αφήγημα.
Είναι κυρίως το αποτέλεσμα αρνητικών εξελίξεων μέσα στη χώρα, για τις οποίες η ευθύνη βαρύνει την ελληνική κυβέρνηση.
Η πλευρά της ελληνικής προσφοράς όχι μόνο δεν βελτιώνεται αλλά χειροτερεύει με γρήγορους ρυθμούς. Αυτό αποτυπώνεται στην μείωση της ελληνικής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, την υποχώρηση της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες κατάταξης φιλικότητας προς το επιχειρείν, τις αυξανόμενες μη παραγωγικές δαπάνες του δημοσίου λόγω διορισμών.
Αποτυπώνεται επίσης στην απουσία ισχυρής αναπτυξιακής προοπτικής που προξενεί η εντεινόμενη υπερφορολόγηση και οι κακές θεσμικές επιδόσεις. Επιπρόσθετα, τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, δημιουργώντας δημοσιονομικούς κινδύνους.
Τέλος, η επιλογή της κυβέρνησης (που έγινε για λόγους μικροκομματικής σκοπιμότητας) να εισάγει την απλή αναλογική τόσο σε επίπεδο εθνικών όσο και σε επίπεδο αυτοδιοικητικών εκλογών, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά διχαστική και πολωτική της στάση στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, έχει ανεβάσει το ελληνικό πολιτικό ρίσκο.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν αρνητικές ελληνικές ιδιαιτερότητες για τις οποίες την ευθύνη φέρει ακέραια η ελληνική κυβέρνηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ελληνικά επιτόκια έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από τα επιτόκια της υπόλοιπης ευρωπαϊκής περιφέρειας, ακόμα και της Ιταλίας από την οποία ξεκίνησε το τελευταίο κύμα αναταραχής στις ευρωπαϊκές αγορές.
Το ρωτώ γιατί αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι πολύ δύσκολα το Δημόσιο θα καταφέρει πριν τις Ευρωεκλογές να εκδώσει ομόλογο άνω των τριών ετών. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσίευμα των FT, εκλογολογία και Ιταλία, κρατούν την Ελλάδα εκτός αγορών. Τότε όμως η Κύπρος πως τα κατάφερε;
Η Κύπρος κατάφερε να αντλήσει από τις διεθνείς αγορές πριν από δύο μήνες το πολύ μεγάλο για το μέγεθος της οικονομίας της ποσό του 1.5 δις ευρώ με επιτόκιο 2.4%, το οποίο είναι περίπου το μισό από το σημερινό επίπεδο απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου.
Την ίδια περίπου στιγμή, ο οίκος Standard & Poors αναβάθμισε τα κυπριακά ομόλογα σε επενδυτική βαθμίδα, κάτι που για την Ελλάδα αποτελεί ακόμα μακρινό στόχο. Η Κύπρος τα κατάφερε γιατί έχει μια υπεύθυνη κυβέρνηση που πορεύεται που βάζει το συμφέρον της χώρας, και όχι το κομματικό συμφέρον, και η οποία ακολουθεί μια πολιτική που είναι φιλική προς το επιχειρείν και τη δημιουργία πλούτου.
Η κυπριακή κυβέρνηση εμπνέει εμπιστοσύνη τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό της χώρας – είναι μια κυβέρνηση αξιόπιστη. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως δείχνει η αρνητική εξέλιξη όλων των δεικτών εμπιστοσύνης, δηλαδή ομόλογα, χρηματιστήριο, καταθέσεις και δείκτες οικονομικού κλίματος.
Τι έχει αλλάξει τελικά για την Ελλάδα μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου;
Αυτό που παρατηρούμε μετά την λήξη του 3ου Μνημονίου είναι η σταδιακή επιστροφή της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην αρχική της αφετηρία, δηλαδή στη ρητορική και πρακτική ενός επιζήμιου και ανεύθυνου λαϊκισμού.
Η χώρα στο σύνολό της, και κυρίως τα χαμηλότερα στρώματα και η μεσαία τάξη, πέρασαν δια πυρός και σιδήρου προκειμένου η Ελλάδα να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ως μόνιμο μέλος της ευρωζώνης, αξιοπιστία που δέχτηκε τεράστιο πλήγμα κατά το τραγικό διάστημα του πρώτου εξαμήνου του 2015, το οποίο θα διδάσκεται για πολλά χρόνια στα διεθνή πανεπιστήμια ως παράδειγμα οικονομικού αυτοχειριασμού.
Αυτά τα κέρδη σταθεροποίησης και αξιοπιστίας που με τόσο μεγάλο κόστος πέτυχε με τις θυσίες της η ελληνική κοινωνία και κυρίως η μεσαία τάξη, παίζονται σήμερα και πάλι στα ζάρια, με την επαναφορά από την κυβέρνηση μιας ανεύθυνης παροχολογίας που, όπως έχουμε πει ξανά μαζί σε προηγούμενη συζήτηση μας, μας επιστρέφει στην εποχή του «Τσοβόλα δώστα όλα».
Είναι πολύ θλιβερό μετά από την εμπειρία και τις θυσίες της τελευταίας δεκαετίας να βλέπει κανείς την ελληνική κυβέρνηση να οδηγεί ξανά, με πλοηγό την απροκάλυπτο λαϊκισμό, την ελληνική οικονομία στα βράχια.
Πρόσφατες εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου επισημαίνουν ότι το πακέτο παροχών της κυβέρνησης εξαντλεί το δημοσιονομικό χώρο έως και το 2023. Ποια η γνώμη σας;
Συμφωνώ – στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας άξιος λόγου διατηρήσιμος δημοσιονομικός χώρος – οι δημοσιονομικές εξελίξεις απέχουν πολύ από την θετική εικόνα την οποία προβάλλει η κυβέρνηση.
Τα πλεονάσματα πού έχουμε επιτύχει τα τελευταία χρόνια είναι το αποτέλεσμα μιας έντονα αντιαναπτυξιακής και κοινωνικά άδικης υπερφορολόγησης, της περικοπής του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων (ακόμα μια αντιαναπτυξιακή επιλογή στο βωμό της κομματικής σκοπιμότητας) και των καθυστερήσεων στην πληρωμή των οφειλών του Δημοσίου  προς την ιδιωτική οικονομία.
Ο δημοσιονομικός χώρος τον οποίο επικαλείται η κυβέρνηση είναι δυστυχώς μια ακόμα αυταπάτη, την αποκάλυψη και τις συνέπειες της οποίας η κυβέρνηση τεχνιέντως κληροδοτεί στην διάδοχό της.
Τελικά τι είδους πολιτική είναι αυτή όταν για κάθε 4 ευρώ που έχει πάρει μέχρι σήμερα η κυβέρνηση στη διάρκεια της θητείας της, έχει επιστρέψει 1 σε μικρό τμήμα του πληθυσμού, κι αυτό προήλθε από τη μεσαία τάξη;
Είναι μια σκόπιμη, στοχευμένη και συνειδητή πολιτική που αποβλέπει στη δημιουργία εκλογικής πελατείας. Η κυβέρνηση ακολουθεί τη στρατηγική του πολιτικού οικονομικού κύκλου (γνωστή στην οικονομική βιβλιογραφία από την δεκαετία του 1990), γνωρίζοντας ότι θα χάσει τις επόμενες εκλογές και βάζοντας παγίδες στην επόμενη κυβέρνηση αποσκοπώντας σε μεγιστοποίηση της εκλογικής της επιρροή στις μεθεπόμενες εκλογές.
Η κυβέρνηση απομυζά συνειδητά την μεσαία τάξη προκειμένου να χρηματοδοτήσει παροχές σε στοχευμένα κοινά τα οποία ευελπιστεί να εγκλωβίσει ως εξαρτώμενα μέλη εντός των κομματικών της τειχών. Είναι μια διχαστική πολιτική που θέτει την μια κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, υπονομεύοντας την ανάπτυξη και πηγαίνοντας τελικά όλη την οικονομία και όλες τις κοινωνικές ομάδες πίσω.
Νομίζω ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια τέτοιων διχασμών – χρειάζεται μια οικονομική πολιτική που θα βλέπει τους Έλληνες ως μέλη μιας ομάδας που κερδίζει ή χάνει μαζί. Έτσι κάνει η Κύπρος για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, γι’ αυτό και η οικονομία της πάει καλά και γι’ αυτό, σε τελική ανάλυση, επανεξελέγη και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης τον περασμένο Ιανουάριο. Νομίζω ότι ο κόσμος στη Κύπρο εκτίμησε την προσπάθειά του να βοηθήσει όλους τους Κύπριους με οικονομικά ορθές πολιτικές, και τον αντάμειψε για αυτή του την προσπάθεια.

Τα στοιχεία πάντως που δημοσιοποίησε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, δείχνουν ότι τον Σεπτέμβριο οι οφειλέτες αυξήθηκαν κατά 510.428. Συνολικά τα χρέη των φορολογούμενων και των επιχειρήσεων, μαζί με πρόστιμα και προσαυξήσεις ξεπερνούν πλέον τα 185 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από το ΑΕΠ της χώρας…

Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα, και ο λόγος για τον οποίο εξελίσσονται έτσι είναι απλός – Η Ελλάδα δεν έχει αναπτυξιακή δυναμική ικανή να την βγάλει από αυτό το τέλμα.

Το συνολικό χρέος της χώρας καταλήγει να ανακυκλώνεται ανάμεσα στους τρεις βασικούς παίκτες του οικονομικού συστήματος, δηλαδή το κράτος, τις τράπεζες και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά τελικά όχι μόνο δεν μειώνεται, αντίθετα έχει πάρει την ανιούσα.
Τα τρία χρέη όμως είναι συγκοινωνούντα δοχεία και συνιστούν μια ενιαία πηγή συστημικού κινδύνου, αυτό το διδάσκουμε στους προπτυχιακούς φοιτητές μας – τελικά ή μειώνονται όλα μαζί ή δεν μειώνεται κανένα.
Η κυβέρνηση σήμερα προσπαθεί να παρουσιάσει μια ωραιοποιημένη εικόνα για τα δημόσια οικονομικά μέσω ενός τεχνητού υπερπλεονάσματος αλλά παραλείπει να αναφέρει ότι τελικά ούτε το δημόσιο χρέος μειώνεται, ούτε το ιδιωτικό χρέος υποχωρεί (αντίθετα αυξάνεται), ούτε τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών πέφτουν ουσιαστικά.
Η οικονομική μας πολιτική, και μαζί και η ελληνική οικονομία, βρίσκονται σήμερα σε αδιέξοδο, αυτό είναι προφανές σε κάθε οικονομολόγο, και δυστυχώς είναι προφανές και στις αγορές, γι’ αυτό και μας κρατάνε σε απόσταση ασφαλείας.
Αυτή η πραγματικότητα δεν οδηγεί τη χώρα σε ευημερία και κοινωνική συνοχή που τελικά είναι το ζητούμενο της οικονομικής πολιτικής. Πρέπει σίγουρα να αλλάξουμε σελίδα, και για να αλλάξουμε σελίδα απαραίτητη είναι η πολιτική αλλαγή.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
liberal.gr

Πηγή