Το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθέτησε μια πολιτική φαντασία τον Ιούνιο του 2016, όταν μια μικρής διαφοράς πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο δημοψήφισμα για το Brexit [1] ψήφισαν υπέρ του να εγκαταλείψει η χώρα την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Λίγο μετά την ψηφοφορία, για παράδειγμα, οι υπέρμαχοι του Brexit αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους ισχυρισμούς [2] ότι η αποχώρηση από την ΕΕ θα απελευθέρωνε 350 εκατομμύρια λίρες την εβδομάδα [που θα κατευθύνονταν] για δαπάνες στην Εθνική Υπηρεσία Υγείας ( National Health Service, NHS) -η οποία τώρα αντιμετωπίζει τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, εν μέρει ως αποτέλεσμα των ορίων μετανάστευσης που το Brexit υποτίθεται ότι θα ενισχύσει.
Αλλά τώρα που οι όροι [3] της συμφωνίας Brexit έχουν δημοσιοποιηθεί, η κλίμακα αυτής της φαντασίας είναι άμεσα εμφανής σε όλους.
Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκαν, θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες, οι οποίες θα αποσκοπούν στην προώθηση των βρετανικών εξαγωγών και στη μείωση του κόστους των εισαγωγών τους.
Καμιά από τις πλευρές δεν ήθελε ένα λεγόμενο σκληρό Brexit, στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο θα έφευγε χωρίς συμφωνία, αλλά μια κατευθυντήρια αρχή της ΕΕ σε αυτές τις διαπραγματεύσεις κατέστη ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να υποστεί ζημίες εάν έφευγε.
Και έτσι θα γίνει.
Ωστόσο, η ΕΕ έχει το πραγματικό πλεονέκτημα:
Τα κράτη-μέλη της μπορούν να ζήσουν πιο εύκολα χωρίς ελεύθερη πρόσβαση στις βρετανικές αγορές από ό, τι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να ζήσει χωρίς ευρωπαϊκή πρόσβαση.
Εξάλλου, τα ευρωπαϊκά έθνη παραμένουν μέρος μιας ενιαίας αγοράς που περιλαμβάνει περίπου 450 εκατομμύρια ανθρώπους.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, αντίθετα, έχει μόνο την ελπίδα να συνάψει νέες εμπορικές συμφωνίες με μακρινές χώρες σε όλο τον κόσμο, όπου η Κοινοπολιτεία δεν είναι παρά ένα φύλλο συκής για να καλύπτει το εθνικό συμφέρον, και οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τράμπ κινούνται προς μια προστατευτική κατεύθυνση.
Στην δεξιά, οι σκληροί υπέρμαχοι του Brexit καταγγέλλουν την συμφωνία που έχει διαπραγματευθεί η πρωθυπουργός Theresa May, ισχυριζόμενοι ότι είναι κάτι περισσότερο από «υποτέλεια» [4] στην Ευρώπη, ως σαν να μπορούσε να προσφερθεί και κάτι καλύτερο.
Στην αριστερά, το Εργατικό Κόμμα υποστήριξε ότι θα δεχόταν το Brexit -όπως ήθελαν πολλοί από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης- αλλά μόνο αν οι όροι που θα προτείνονταν κατά την έξοδο θα ήταν εξίσου καλοί με εκείνους που απολάμβανε το Ηνωμένο Βασίλειο ενώ ήταν στην ΕΕ.
Ο ηγέτης των Εργατικών, Jeremy Corbyn, δεν ήταν ποτέ ενθουσιώδης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ο στόχος του κόμματός του είναι να περπατήσει σε ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα σε εκείνους τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης που τάσσονται υπέρ του Brexit και τους πολλούς υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ που συνέρρευσαν στο κόμμα στις τελευταίες εκλογές.
Αν την δει κανείς στο κρύο, σκληρό φως της ημέρας, η πολιτική του κόμματος είναι ανόητη -άλλη μια φαντασίωση.
Και οι εκλογές είχαν ήδη σημαντική επίδραση στην πορεία του Brexit. Περισσότερο από κάθε άλλη, η απόφαση που έχει αποδειχθεί τόσο μοιραία για τη νέα συμφωνία και ίσως ακόμα και να αποβεί μοιραία για την τρέχουσα βρετανική κυβέρνηση, ελήφθη τον Απρίλιο του 2017, όταν η Μέι επέλεξε να προκηρύξει γενικές εκλογές πολύ πριν να είναι απαραίτητες.
Νωρίτερα φέτος, το Συντηρητικό Κόμμα ήταν ψηλά στις δημοσκοπήσεις, και αυτό φαινόταν ως μια ευκαιρία να εδραιώσει την πλειοψηφία του. Αντ’ αυτού, μετά από μια ανούσια εκστρατεία κατά την οποία πολλοί από εκείνους που ήθελαν να παραμείνουν στην ΕΕ συνέρρευσαν εκδικητικά στο Εργατικό Κόμμα, οι Συντηρητικοί κατέληξαν με μια μειοψηφία εδρών στο Κοινοβούλιο και έπρεπε να χτίσουν έναν μικρής πλειοψηφίας συνασπισμό με το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (Democratic Unionist Party, DUP) για να κυβερνήσουν.
Αφού ξαφνικά έσπευσε να συνασπιστεί με τους Συντηρητικούς, το κόμμα αυτό άρχισε να δίνει φωνή στις ισχυρές απόψεις που επικρατούσαν σε όλη την Βόρεια Ιρλανδία, ότι δεν πρέπει να υπάρχουν εμπόδια στις ροές εμπορίου ή ανθρώπων στα σύνορά της με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας στο νότο και, εξίσου κατά συνέπεια, να μην υπάρχουν τέτοια σύνορα στην Θάλασσα της Ιρλανδίας μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της ηπειρωτικής Βρετανίας.
Ο δυναμικός νέος αρχηγός της κυβέρνησης, Leo Varadkar, έκανε μια επιτυχή καμπάνια για να διασφαλίσει ότι αυτό, επίσης, θα γινόταν μια κόκκινη γραμμή και για την ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για το Brexit.
Ανεξάρτητα από τα πολλά ζητήματα που εγείρει το Brexit και για τις δύο πλευρές, το “κλειδί” -ο τρίτος πυλώνας επί του οποίου θα μπορούσε να έχει θεμελιωθεί μια συμφωνία- έγινε ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν “σκληρά” σύνορα μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
Αυτή η τελωνειακή ένωση θα επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών πέρα από τα σύνορα, αλλά προϋποθέτει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα συμμορφωθεί με μια σειρά κανονισμών της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις, την φορολογία, τα εργασιακά πρότυπα και άλλα θέματα, ενώ θα συγκρατηθεί από το να διαπραγματευτεί εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες.
Φοβούνται, όχι χωρίς λόγο, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι κλειδωμένο για χρόνια, αν όχι δεκαετίες, σε μια τελωνειακή ένωση με την ΕΕ και σε συνοδευτικούς κανονισμούς στους οποίους οι Βρετανοί δεν θα έχουν πλέον λόγο. Όπως τόσο συχνά στο παρελθόν, το “ιρλανδικό ζήτημα” προκαλεί ταραχή στην βρετανική πολιτική.
“Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση”.
Η Μέι δεν είναι η Θάτσερ και δεν είναι ξεκάθαρο ότι έχει υπηρετηθεί ιδιαίτερα καλά από τους υπουργούς που επέλεξε να διαπραγματευτούν το Brexit, αλλά η γεωπολιτική κατάσταση καθιστά απίθανο ότι [η Μέι] θα μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερη συμφωνία.
Και υπάρχει ευρεία συμφωνία ότι μια αποχώρηση χωρίς συμφωνία θα δημιουργούσε χάος όχι μόνο στις αποβάθρες των λιμανιών της Μάγχης αλλά και στην βρετανική οικονομία στο σύνολό της.
Μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα, ο Jacob Rees-Mogg, ένας κορυφαίος υπέρμαχος του Brexit, έχει ήδη ζητήσει ψηφοφορία άρσης της εμπιστοσύνης στην ηγεσία της.
Για το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή δεν είναι μια πολύ καλή συμφωνία, κάτι που έσπευσαν να επισημάνουν [άνθρωποι] από όλες τις πλευρές της συζήτησης του Brexit. Επιπλέον, δεν έχει μεγάλη ομοιότητα με αυτό που όσοι ψήφισαν υπέρ τού να εγκαταλείψουν την ΕΕ το 2016 πίστευαν ότι θα προσφερθεί.
Πολλά από τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν τις δικές τους επιφυλάξεις σχετικά με τους όρους της συμφωνίας: Εξακολουθούν να ανησυχούν ότι οι όροι της ΕΕ στους οποίους θα κρατηθεί το Ηνωμένο Βασίλειο ως κόστος παραμονής στην τελωνειακή ένωση δεν είναι αρκετά σκληροί.
Ο φόβος τους είναι ότι οι Βρετανοί θα δημιουργήσουν μια οικονομία χαμηλών φόρων, χαμηλών μισθών και χαμηλού κόστους, που θα διοχετεύει φτηνά προϊόντα πέρα από τα σύνορά τους, με τα οποία οι δικές τους επιχειρήσεις δεν μπορούν να ανταγωνιστούν. Και αυτό, επίσης, αποτελεί μια φαντασία, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μια πιο προηγμένη οικονομία από πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά αυτή είναι μια συμφωνία που πρέπει να εγκριθεί ομόφωνα από τα κράτη αυτά.
Εν ολίγοις, όποιος θα ήθελε να γυρίσει μια πολιτική ταινία τρόμου, δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί ένα καλύτερο σχέδιο από αυτό το οποίο ζουν τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ.
Εντούτοις, δεν γνωρίζουμε ακόμα πώς θα τελειώσει αυτή η ταινία, και όχι μόνο επειδή τα σενάρια που διαβάζουν οι περισσότεροι από τους σημαντικότερους πολιτικούς δρώντες έχουν μόνο μια επιφανειακή σχέση με την πραγματικότητα,.