«Το μόνο πράγμα που έχουμε να φοβηθούμε είναι ο ίδιος ο φόβος». Η περίφημη αυτή ρήση ειπώθηκε από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ στην εναρκτήρια ομιλία της ορκωμοσίας του στα βάθη της Μεγάλης Κρίσης (Great Depression) της δεκαετίας του 1930.1 Αποτελούσε το προοίμιο της εμψύχωσης του αμερικανικού λαού για να αντιμετωπίσει τις εξαιρετικά δυσχερείς οικονομικές συνθήκες, με δεκατρία εκατομμύρια ανέργους στους δρόμους χωρίς κοινωνική ασφάλιση, με τα λουκέτα των επιχειρήσεων και τον αφανισμό ολόκληρων περιουσιών λόγω της κατάρρευσης του 40% του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
Από: new-economy.gr
Του Σπυρίδωνα Λαβδιώτη*
Το σχέδιο του Ρούσβελτ
Επίσης, σηματοδότησε την αποφασιστικότητα του Ρούσβελτ για την επικείμενη σύγκρουση με το τραπεζικό κατεστημένο. Αυτό ήταν υπαίτιο για το κραχ της Wall Street, με την κατακλυσμική πτώση 90% του δείκτη Dow Jones, που οδήγησε σε πολλαπλές χρεοκοπίες τραπεζών και το ξεκλήρισμα των καταθέσεων, που τον ώθησε να πει το αλησμόνητο: «οι πρακτικές των ασυνείδητων αργυραμοιβών είναι καταδικασμένες στο δικαστήριο της κοινής γνώμης κι έχουν απορριφτεί από τις καρδιές και τη σκέψη των ανθρώπων. Αυτοί δεν έχουν όραμα και όπου δεν υπάρχει όραμα οι άνθρωποι πεθαίνουν».2
Μετά το πέρας της ομιλίας του, ο Ρούσβελτ με απαράμιλλο θάρρος πολιτικού ανακοίνωσε το πρώτο έκτατο μέτρο της κυβέρνησής του, που ήταν το κλείσιμο όλων των τραπεζών και των επενδυτικών εταιριών στην επικράτεια, έκτοτε γνωστό ως Bank Holiday. Με το ξεκίνημα της Δευτέρας 6 Μαρτίου 1933, όλες οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες της χώρας πάγωσαν και οι πιστωτικοί οργανισμοί ανέστειλαν τις εργασίες τους, συμπεριλαμβανόμενης της Wall Street, μέχρι νεωτέρας κρατικής εντολής. Την ίδια περίοδο οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Οικονομικών μαζί με τους νομοθέτες του Κογκρέσου, εργαζόμενοι πυρετωδώς συνέταξαν τον Τραπεζικό Νόμο Έκτακτης Ανάγκης (Emergency Banking Act). Η νομοθεσία οριστικοποιήθηκε την 9η Μαρτίου και ψηφίσθηκε την ίδια μέρα από το Κογκρέσο μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονων συναισθημάτων.3
Ο Τραπεζικός Νόμος Έκτακτης Ανάγκης, εκχώρησε το δικαίωμα στον πρόεδρο των ΗΠΑ να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση ανάγκης και του παρέσχε τη δυνατότητα άμεσου ελέγχου της εθνικής οικονομίας. Τα πιστωτικά ιδρύματα τέθηκαν υπό τον απόλυτο έλεγχο του Υπουργείου Οικονομικών και επιτράπηκε να αποκηρύξουν τα χρέη τους. Εξουσιοδοτήθηκε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve) να χορηγεί απεριόριστα ποσά νομίσματος σε όσες τράπεζες ξανάνοιγαν, παρέχοντας 100% ασφάλιση στις καταθέσεις. Και επέτρεψε τις τράπεζες-μέλη του συστήματος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας-να μετατρέπουν τα ομόλογα της αμερικανικής κυβέρνησης σε μετρητά στην ονομαστική τους αξία (par value).
Ως επακόλουθο, όταν ξανάνοιξαν οι τράπεζες στις 13 Μαρτίου, προς ανακούφιση όλων, οι καταθέτες στέκονταν στις ουρές με μετρητά και χρεόγραφα στα χέρια για να τα καταθέσουν στους λογαριασμούς των τραπεζών. Δύο μέρες αργότερα, με το άνοιγμα, η «μεγάλη κυρία», η Wall Street, κατέγραψε ημερήσιο ρεκόρ ανόδου με τον δείκτη Dow Jones να κερδίζει 15.3% στο κλείσιμο, προδικάζοντας την άφιξη καλύτερων ημερών. Οι καλύτερες μέρες θα έρθουν με το πρόγραμμα «των πρώτων 100 ημερών» του FDR, όρου που απέκτησε συμβολική σημασία για την αποτίμηση του αρχικού έργου μιας νέας κυβέρνησης.
Η εγκληματική αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης
Το ερώτημα είναι εύλογο. Σε μας γιατί δεν ήρθαν καλύτερες μέρες; Η Ελλάδα-παρά τα πακέτα «διάσωσης» και τα «φιλικά προς την ανάπτυξη» προκρούστεια μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν-συνεχίζει να μαστίζεται από την ανεργία και ο κόσμος της υποφέρει μέσα στη δυστυχία και την απόγνωση, χωρίς ορατό φως στο τέλος του τούνελ.
Ακολουθεί συνοπτική απάντηση. Πρώτον, η Ελλάδα δεν έχει πολιτικό ηγέτη της εμβέλειας του Ρούσβελτ. Δεύτερον, δεν έχει το δικαίωμα να κόψει εθνικό νόμισμα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της οικονομίας και να ανακεφαλαιοποιήσει τις χρεοκοπημένες τράπεζες της. Το ευρώ είναι ένα ξένο νόμισμα, η χώρα το δανείζεται με τόκο, και η κυβέρνηση δεν μπορεί να εκδώσει το χρέος της στο δικό της νόμισμα. Ως συνέπεια, γίνεται έρμαιο των διαθέσεων των αδηφάγων διεθνών αγορών χρήματος. Τρίτον, δεν έχει τη δική της κεντρική τράπεζα-η Τράπεζα της Ελλάδος, διατηρεί μεν το όνομα, αλλά είναι ανεξάρτητη αρχή και υπακούει μόνο στις εντολές και κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ. Επομένως, δεν μπορεί να εξουσιοδοτηθεί από την κυβέρνηση να διαθέσει απεριόριστα ποσά στις τράπεζες και να ασφαλίσει τις καταθέσεις, όπως έπραξε η Fed επί Ρούζβελτ.
Η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας να απεμπολήσει η χώρα την έκδοση εθνικού νομίσματος έγινε χωρίς περίσκεψη και διορατικότητα, πού θα την οδηγήσει η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Όταν έφθασε η κρίσιμη στιγμή της ένταξης στο ευρώ, όπου τα σημάδια του τραγικού λάθους έγιναν εμφανή, η Ελλάδα αντί να πηδήξει έξω από τη θηλιά του ευρώ, όπως έπραξε η έμπειρη Αγγλία και η Δανία, την έσφιξε στο λαιμό θριαμβολογώντας για το κατόρθωμα με το «είμαστε στον σκληρό πυρήνα του ευρώ»!
Η ασφυξία θα επέλθει με την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Όμως, αντί οι πολιτικοί να σταματήσουν τη διάσωση με χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων, την επιτάχυναν με το βάπτισμα των τεραστίων ζημιών των ‘ελληνικών’ τραπεζών, δημόσιο χρέος. Έτσι, μετονομάστηκε η Τραπεζική Κρίση σε Κρίση Χρέους, καθώς η αθρόα έκδοση κρατικών εγγυήσεων για δάνεια των τραπεζών και η απ’ ευθείας έκδοση ομολόγων από τον ΟΔΔΗΧ συνεχίζονταν με αμείωτους ρυθμούς και μαζί, η διόγκωση του δημοσίου χρέους.
Πώς στήθηκε ο μηχανισμός απο Παπαδήμο και Γερμανούς
Ούτως εμφανίστηκε το παράδοξο, η κατολίσθηση της οικονομίας όπου η χώρα οδηγείτο ολοταχώς προς τις πύλες του Άδη, να είναι στενά συνδεδεμένη με τη δραματική αύξηση του δημοσίου χρέους όταν ορκίστηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η ανάληψη των καθηκόντων του ως πρωθυπουργού της χώρας, δεν συνοδεύτηκε από ομιλία προς τον πληγέντα ελληνικό λαό, απλώς αρκέστηκε στη ψυχρή δήλωση ότι αναλαμβάνει «σε ένα κρίσιμο σημείο για την Ελλάδα». Τόνισε ότι «προτεραιότητες» της μεταβατικής κυβέρνησης είναι η επικύρωση του πακέτου «διάσωσης» που συμφωνήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής στις 26 Οκτωβρίου και «η υλοποίηση των αποφάσεων που συνδέονται με αυτή».4 Ήτοι, συνεχή μέτρα λιτότητας και ανάληψη των τραπεζικών ζημιών από το κράτος.
Πόσο πράγματι απέχει η οικονομική φιλοσοφία του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, απ’ αυτή του Λουκά Παπαδήμου. Ο πρώτος, βάζει την ευημερία των ανθρώπων, του λαού που εκπροσωπεί, μπροστά, ο δεύτερος, την αμοιβή των πιστωτών στο ακέραιο και την επιβράβευση της κερδοσκοπικής μανίας των τραπεζών, με την αποδοχή ως κάτι το φυσικό, τη μεταβίβαση των ζημιών των τραπεζών στις πλάτες των Ελλήνων φορολογουμένων.
Ως εκ τούτου, δεν είναι απορίας άξιον πως συντάχθηκε για το 2012 ο μεγαλύτερος ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός της σύγχρονης ιστορίας μας,5 που ψηφίστηκε τις πρωινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου 2011 από την Ελληνική Βουλή. Οι δαπάνες ανέρχονται στα 170 δις ευρώ και τα έσοδα μόνο στα 53 δις ευρώ. Η χρηματοδότηση των δαπανών του κράτους μέσω δανεισμού περιλαμβάνει 12.8 δις ευρώ για πληρωμές τόκων και ένα κονδύλι ύψους 32.1 δις ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των ‘ελληνικών’ τραπεζών. Το πιο παράξενο, οι βουλευτές του Κοινοβουλίου ψήφισαν και μια πλήρως λευκή σελίδα του προϋπολογισμού (Εισηγητική Έκθεση, αριθμός 124), που αφορά παροχές εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου για δάνεια των τραπεζών που θα συναφθούν μέσα στο έτος.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου ανέλαβε τα ηνία της χώρας σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της μεταπολεμικής της ιστορίας. Ο πρωθυπουργός θεωρήθηκε το ιδανικό πρόσωπο να διαχειριστεί τις αποφάσεις της Συμφωνίας της Συνόδου της 26ης Οκτωβρίου 2011. Η πλειοψηφία του κόσμου έτρεφε μεγάλες ελπίδες ότι με τους χειρισμούς του θα επιτύγχανε να την απομακρύνει από το χείλος του γκρεμού. Ωστόσο, δεν γνώριζε επακριβώς, αν όχι καθόλου, ότι η υλοποίηση των όρων της Συμφωνίας θα επέφερε πολλά χρόνια δυστυχίας.
Σκοπός της Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου, ήταν η συμφωνία για μια συνολική δέσμη μέτρων προκειμένου να αντιμετωπιστεί η χρηματοπιστωτική κρίση στη ζώνη του ευρώ. Ένα απ’ αυτά αφορούσε το κούρεμα 50% της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους που είχαν στην κατοχή τους ιδιώτες επενδυτές και η διαμόρφωση του δανείου των 130 δις ευρώ που θα υπέγραφε η Ελλάδα. Τα κράτη-μέλη θα συμμετείχαν με 30 δις ευρώ-κεφάλαια που δεν εκταμιεύτηκαν από το ναυάγιο του Α’ Μνημονίου των 110 δις ευρώ-ενώ η χρηματοδότηση των 100 δις ευρώ θα γίνονταν από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Το συνολικό πακέτο της «διάσωσης» των 130 δις ευρώ, θα συνοδεύονταν από ένα πολυετές πρόγραμμα προσαρμογής, με ενισχυμένους μηχανισμούς παρακολούθησης από την τρόικα για την εφαρμογή των αποκληθέντων, «μεταρρυθμίσεων».6
Επιπρόσθετα, εγκρίθηκε η εκταμίευση της 6ης δόσης του μηχανισμού στήριξης της Ελλάδος ύψους 8 δις ευρώ και κοινοποιήθηκε ότι «η ιδιοκτησία του προγράμματος είναι Ελληνική και η υλοποίησή του αποτελεί ευθύνη των Ελληνικών Αρχών»! Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι «αλληλέγγυοι» εταίροι μας «ένιψαν τας χείρας τους», χωρίς αιδώ, για τα δρακόντεια μέτρα που επέβαλαν στην ανήμπορη να αντιδράσει ελληνική κοινωνία.
Τα μέτρα έφεραν την επωνυμία «πρόγραμμα προσαρμογής», ενώ στην ουσία ήταν ένα δυσβάστακτο πρόγραμμα «υποτίμησης εισοδημάτων», το οποίο περιελάμβανε περικοπές των μισθών, συντάξεων, απολύσεις στον δημόσιο τομέα και αυξήσεις φόρων. Το πρόγραμμα συνίστατο από πρωτοφανή σε αγριότητα μέτρα λιτότητας για μια οργανωμένη κοινωνία και οδηγούσαν σε βαθιά ύφεση, διότι δεν εμπεριείχαν κανέναν αναπτυξιακό σχεδιασμό. Ως εκ τούτου, έπρεπε να είναι ελληνικής ιδιοκτησίας, διότι ο νέος πρωθυπουργός μας πίστευε ότι τα μέτρα είναι αναγκαία, διορθωτικού χαρακτήρα, και όχι κοινωνικώς άδικα που οδηγούν στη δραματική αύξηση της ανεργίας, άνω του 20%.
Πώς ο Παπαδήμος φόρτωσε της ζημιές των ΕΥΡΩ-τραπεζών στους Ελληνες πολίτες
Όμως, η οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω των άκριτων μέτρων λιτότητας, που πίστευε ο κ. Παπαδήμος ότι θα αποδώσουν και θα ανταμείψουν τις θυσίες των Ελλήνων ήταν ένα όνειρο απατηλό. Κι αυτό, διότι η Συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου καθόρισε ότι η χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα γίνεται από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, εάν οι τράπεζες δεν βρουν ιδιωτικές πηγές άντλησης κεφαλαίων.7 Επιπλέον, όρισε ότι οι κρατικές εγγυήσεις χρέους (debt guaranties) είναι απαραίτητες για την πρόσβαση των τραπεζών σε δανεισμό από τις χρηματαγορές ή την ΕΚΤ και εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απόφαση της 26ης Οκτωβρίουκοινωνικοποιεί τις ζημιές των ιδιωτικών τραπεζών και τις μεταβιβάζει αθέμιτα στους προϋπολογισμούς των κρατών. Οι αυτουργοί του οικονομικού εγκλήματος-ευρωπαϊκές τράπεζες, διεθνείς επενδυτές και κερδοσκόποι-‘σώζονται’ και οι φορολογούμενοι πληρώνουν τη νύφη. Ως επακόλουθο, το δημόσιο χρέος αντί να μειωθεί διογκώνεται και η δημοσιονομική εξυγίανση πάει περίπατο.
Μήπως ο Παπαδήμος απλά έκανε λάθος;
Εδώ όμως εγείρεται ένας μεγάλος γρίφος. Ο περισπούδαστος8 πρωθυπουργός που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων ηγετών και διεθνών πιστωτών και τόσες ελπίδες εναπόθεσαν οι Έλληνες πολίτες επάνω του, υποπίπτει σε λογικό ολίσθημα. Η επίσημη θέση του πάντοτε υπήρξε υπέρ της μείωσης των δημόσιων δαπανών, ως τον μόνο δρόμο επίλυσης της κρίσης. Αυτό δήλωσε . διάγγελμα: «Χωρίς δημοσιονομική εξυγίανση και χωρίς μεγάλες μεταρρυθμίσεις, ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει».9 Η αντίφαση, η υλοποίηση της απόφασης της ανακεφαλαιοποίησης των ‘ελληνικών’ τραπεζών με χρήματα του κράτους, προκαλεί, αντί την εξυγίανση, δημοσιονομική επιδείνωση ολκής!
Ως αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, ο πρωθυπουργός γνώριζε επακριβώς τις διαδρομές του χρήματος, ποιες τράπεζες ήταν υγιείς και ποιες βαθιά στο κόκκινο. Μπορεί στις συνεντεύξεις τύπου της ΕΚΤ, ο κ. Παπαδήμος να άφησε στο φως της δημοσιότητας τον πρόεδρο, Jean-Claude Trichet, και εμείς να μη γνωρίζουμε τη συμβολή της 8ετούς θητείας του, ο ίδιος όμως γνώριζε άριστα τη δεινή κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Ο πρωθυπουργός είχε το προνόμιο να γνωρίζει τους αριθμούς, είχε μπροστά του την πραγματική εικόνα όλων των θέσεων των τραπεζών του Ευρωσυστήματος. Ήξερε ότι οι ελληνικές τράπεζες ήταν υπερδανεισμένες όταν επλήγησαν από την καταιγίδα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Τα δάνεια υπερέβαιναν συνολικά τα 500 δις ευρώ (άνω του 200% σε σχέση με το ΑΕΠ) και είχαν χάσει την πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά για χρηματοδότηση. Η ελληνική κυβέρνηση, ευθύς αμέσως, έσπευσε να τις διασώσει με την έκδοση κρατικών ομολόγων και ειδικών τίτλων του δημοσίου υπό μορφή εγγυήσεων.
Οι εγγυήσεις του Ελληνικού δημοσίου προς τις διάφορες τράπεζες που έχουν πάρει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι απεριόριστες. Αυτές ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 65 δις ευρώ στα τέλη 2010 και συνιστούν «ζεστό χρήμα» του δημοσίου, είναι ανεξόφλητα δάνεια. Δεν υφίσταται η έννοια της «κατάπτωσης» της εγγύησης σε περίπτωση αθέτησης. Οι ‘ελληνικές’ τράπεζες είχαν υποστεί πανωλεθρία και δεν είχαν αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία να δεσμευτούν από τους πιστωτές για εξασφάλιση των δανείων. Ούτως δεσμεύτηκαν τα δάνεια του δημοσίου.
Συμπέρασμα
Αυτά ήταν γνωστά στον πρωθυπουργό της χώρας όταν ανέλαβε να υλοποιήσει τις αποφάσεις της Συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου, η οποία νομιμοποιούσε την παράνοια των εγγυήσεων του δημοσίου για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής του κράτους. Σε σημείο, το Υπουργείο Οικονομικών να κάνει ειδική αναφορά: «η πολιτική εγγυήσεων εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο δημοσιονομικής προσαρμογής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, που αποτελεί προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση της οικονομίας μας από τον μηχανισμό στήριξης της Ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου».10
Ο χορός των εγγυήσεων προς τις τράπεζες θα συνεχιστεί και το 2011. Τον Μάιο θα χορηγηθούν άλλα 30 δις ευρώ και στις 6 Ιουνίου με πράξη νομοθετικού περιεχομένου μπαίνει στο χορό και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) με 15 δις ευρώ, για κάλυψη πιστώσεων προς τράπεζες που εδρεύουν στην Ελλάδα. Το ποσό στις 14 Σεπτεμβρίου θα διπλασιαστεί στα 30 δις ευρώ, λόγω «εξαιρετικά επειγουσών αναγκών» και με την κυβέρνηση Παπαδήμου στις 9 Δεκεμβρίου, θα επαυξηθεί στα 60 δις ευρώ. Έτσι λύνεται η απορία της λευκής σελίδας, και η χώρα αντί να σωθεί, εναγκαλίζεται τον εφιάλτη της ελεγχόμενης χρεοκοπίας.
Σπυρίδων Λαβδιώτης
*Former Senior Financial Analyst at Bank of Canada

. .

..

. . . ..



Πηγή

Share.