[ccpw id="136103"]
Η επίτευξη του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 που έχει ψηφισθεί στο Τρίτο Μνημόνιο, αλλά και τα πέραν του στόχου υπερπλεονάσματα που ανακοινώθηκαν, προβάλλονται σαν μεγάλα επιτεύγματα της ασκούμενης Δημοσιονομικής πολιτικής. 

Με το πρωτογενές αυτό πλεόνασμα του στόχου, διασφαλίζεται ανεξαρτήτως τρόπου επίτευξης και επιπτώσεων, η ετήσια Δαπάνη για Τόκους του Δημοσίου Χρέους περίπου 6 δισ.

Η εξαιρετικά χαμηλή αυτή δαπάνη σε σχέση με το μέγεθος του Χρέους, οφείλεται στις τεράστιες παρεμβάσεις των Εταίρων μας που έγιναν με το PSI TO 2012.

Χωρίς αυτές η δαπάνη για Τόκους θα ήταν τρομακτική, ασήκωτη.

Αξίζει να δούμε πώς χώρες της Ευρωζώνης με πολύ χαμηλότερο χρέος, έχουν μεγαλύτερη δαπάνη για Τόκους σαν ποσοστό του ΑΕΠ.

Επειδή όμως σχεδόν το σύνολο του Χρέους μας είναι εξωτερικό, το ποσό της δαπάνης για Τόκους μεταφέρεται επίσης στο σύνολο του στο εξωτερικό.

Δηλαδή εγχώριο εισόδημα πού αποσπάται με φόρους, μεταφέρεται στο εξωτερικό δημιουργώντας κενό εσωτερικής δαπάνης και συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης.

Για να καλυφθεί ή για να αντισταθμισθεί αυτό θα πρέπει είτε να έχουμε πλεόνασμα στο Ισοζύγιο Εξωτερικών Συναλλαγών, δηλ. πρόσθετη ζήτηση απ’ το εξωτερικό, είτε ισχυρή επενδυτική ζήτηση πέραν των αποταμιεύσεων της Οικονομίας.

Την περίοδο όμως αυτή, για λόγους που δεν θα αναλύσουμε εδώ, δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Υφεσιακές επιπτώσεις μέσω άλλων μηχανισμών, έχει επίσης και το πέραν του στόχου υπερπλεόνασμα, παρά το γεγονός ότι το εισόδημα που αφαιρείται μέσω φόρων απ’ την Οικονομία επιστρέφει μέσω επιδομάτων εκλογικής πελατείας.

Υπακούει έτσι σε αναχρονιστικές λογικές του κρατισμού, σύμφωνα με τις οποίες η Κυβέρνηση ξέρει να δαπανά καλύτερα το εισόδημα απ’ αυτούς που το παράγουν.

Η επίτευξη του παράγει πλήθος στρεβλώσεων, στηρίζεται στην πρωτοφανή μεταπολεμικά υπερφορολόγηση που διώχνει τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις, μεγεθύνει την παραοικονομία και φοροδιαφυγή, αφήνει απλήρωτες συντάξεις και προμηθευτές του Δημοσίου.

Η άμεση ακύρωση του, με ταυτόχρονη μείωση επιλεγμένων φορολογικών συντελεστών, αποτελεί το ένα μέσο για την απολύτως απαραίτητη ουσιαστική μείωση της υπερφορολόγησης.

Το άλλο σημαντικό μέσο, αφορά την κατάργηση όλων των μορφών συνεχιζόμενης Δημόσιας σπατάλης, όπως έχουμε πολύ συγκεκριμένα ονοματίσει και περιγράψει σε προηγούμενη ανάλυση μας.

Χωρίς μείωση του σημερινού ύψους των Δημοσίων δαπανών, δεν μπορεί να υπάρξει η αναγκαία μείωση της υπερφορολόγησης για την έξοδο της χώρας απ’ τη δεκαετή κρίση. 

Η Δημοσιονομική σταθερότητα, ακρογωνιαίος λίθος της Ευρωζώνης, δεν αποτελεί τυφλό μονοδιάστατο στόχο. Έχει σημασία και ο τρόπος που αυτή επιτυγχάνεται για να προκύψουν τα πολύ σημαντικά οφέλη απ’ αυτήν.

Στη χώρα μας, η επιδίωξή της μέσω της συνεχώς αυξανόμενης υπερφορολόγησης και δημόσιας σπατάλης, απ’ το πολιτικό προσωπικό χρεοκοπημένων αντιλήψεων άλλων εποχών και άλλων καθεστώτων, παράγει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα.

Η Δημοσιονομική Πολιτική που χρειάζεται η χώρα για να μην χάσει άλλη δεκαετία, προϋποθέτει την λύση του πολιτικού της προβλήματος.

Την απομάκρυνση και μέγιστη δυνατή συρρίκνωση της επιρροής του σημερινού κυβερνητικού μορφώματος της αντιμνημονιακής απάτης, της μεγαλύτερης πολιτικής απάτης στη μεταπολίτευση.

Του Σωτήρη Θεοδωρόπουλου
capital.gr

Πηγή