Αυτές τις μέρες όλοι φαίνονται ευχαριστημένοι στις ΗΠΑ.


Εκτός από την αριστεροφιλελεύθερη ελίτ της Ανατολικής Ακτής και της Καλιφόρνιας που σιχαίνεται τον Ντόναλντ Τραμπ για τους προφανείς λόγους, η ψυχική διάθεση ταιριάζει στη δήλωση του Χάρολντ Μακμίλαν το 1960:

«Λοιπόν, παίδες, ποτέ δεν περνούσατε καλύτερα» –φυσικά, ο Μακμίλαν απευθυνόταν στους Βρετανούς που είχαν αρχίσει να συνέρχονται από τα βάσανα του πολέμου και να το διασκεδάζουν· όμως, κάπως έτσι νιώθουν σήμερα οι Αμερικανοί της ενδοχώρας.

Ο Ντόναλντ Τραμπ μείωσε τη φορολογία, απέσυρε τις ΗΠΑ από δαπανηρές διεθνείς συμφωνίες και τρόμαξε δυο-τρεις εξωτερικούς εχθρούς πουλώντας τρέλα.

Οι εχθροί φοβούνται απλούστατα μήπως τους ρίξει καμιά μπόμπα κατακέφαλα. Ποτέ δεν ξέρεις.

Στο μεταξύ, η ανεργία μειώθηκε στο 4% περίπου (υπάρχουν μικρές διακυμάνσεις ανά πολιτεία) και οι δείκτες απεικονίζουν μια εύρωστη οικονομία.

Η οποία βαδίζει σε λεπτό πάγο. Ή σε μια σειρά από φούσκες.


Η πρώτη φούσκα είναι το ομοσπονδιακό χρέος.

Υποτίθεται πως, όταν υπάρχει ανάπτυξη, το χρέος μπορεί να παραμένει, ή και να αυξάνεται, χωρίς κίνδυνο χρεοκοπίας. Με ετήσια ανάπτυξη γύρω στο 3%, ας πούμε ότι το χρέος μπορεί να αυξάνεται επίσης γύρω στο 3%: πλην όμως, στις ΗΠΑ, το χρέος πλησιάζει τα 21 τρις δολ. (πενταπλάσιο του ετήσιου προϋπολογισμού και ίσο περίπου με το ΑΕΠ) και αυξάνεται με ρυθμό που υπερβαίνει τον ρυθμό ανάπτυξης – κάθε Αμερικανός χρωστάει σε ποικίλες πηγές γύρω στα 60.000 δολάρια.

Το βάρος του αμερικανικού χρέους δεν συγκρίνεται με το βάρος, λόγου χάρη, του ελληνικού: οι ΗΠΑ δανείζονται από τις αγορές με χαμηλά επιτόκια και διαθέτουν το προνόμιο του ότι το δολάριο αποτελεί διεθνές αποθεματικό νόμισμα.

(Καθώς το δολάριο είναι Fiat Currency, η Τράπεζα Αποθεμάτων τυπώνει δολάρια: η πρακτική αυτή χρησιμοποιείται επισήμως και ανεπισήμως).

Παρ’ όλα ταύτα, σε μια χώρα που υποτίθεται ότι έχει οικοδομηθεί σε ορθολογική βάση, 21 τρις εξωτερικό χρέος ισοδυναμεί με μια μορφή παραφροσύνης.

Τι φταίει: πρωτίστως, οι εξωτερικές επεμβάσεις, αλλά και ένα ύποπτο 13-14% του προϋπολογισμού που διοχετεύεται ένας θεός ξέρει πού· πολιτικοί και οικονομολόγοι αναλύουν με μαθηματική ακρίβεια τα ποσοστά του προϋπολογισμού –π.χ. κοινωνική ασφάλιση, υγεία, στρατιωτικοί εξοπλισμοί, έρευνα, καινοτομία, τόκοι των δανείων– αλλά πάντοτε το 13-14% περισσεύει· γλιστράει στη μαύρη τρύπα.

Οι Δημοκρατικοί κατηγορούν τους Ρεπουμπλικανούς και τούμπαλιν· το μόνο που μπορώ να σημειώσω εδώ είναι ότι το χρέος των 21 τρις δεν οφείλεται στις λεγόμενες «κοινωνικές παροχές», όπως πρεσβεύει η αμερικανική δεξιά· οφείλεται σε κακοδιαχείριση· ιδιαίτερα σε κακοδιαχείριση στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αλλά η συζήτηση είναι μακρύτερη από τόσο.

Η δεύτερη φούσκα είναι τα φοιτητικά δάνεια.

Η αύξηση της κατανάλωσης στις ΗΠΑ, η οποία έχει ενισχυθεί τον τελευταίο χρόνο, δεν είναι καλό σημάδι· καλό σημάδι θα ήταν σε μια φτωχότερη ή υπανάπτυκτη χώρα που θα είχε περιθώριο αύξησης των αγαθών, ή σε μια χώρα με περισσότερη ισότητα.

Εξαιτίας των όλο και μεγαλύτερων απαιτήσεων κοινωνικής άνεσης, όλο και περισσότεροι φοιτητές ζητούν δάνεια –που φτάνουν συνολικά στο 1 τρις– τα οποία έχουν επιτόκιο 4-6%: σήμερα 44 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν επιβαρυνθεί με τέτοιο δάνειο και 20 εκατομμύρια από δαύτους είναι ασυνεπείς στην αποπληρωμή του.

Ο κίνδυνος των κόκκινων φοιτητικών δανείων προστίθεται στα απλήρωτα στεγαστικά δάνεια που ξεπερνούν τα 14,9 τρις.

Η τρίτη φούσκα είναι η περίθαλψη. 

Επειδή οι ιατρικές υπηρεσίες είναι ιδιωτικές επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό με εξωφρενικά ποσά: 9.000 δολάρια κατά κεφαλήν ετησίως.

Δεν είναι παράξενο που οι ασφαλιστικές εταιρείες διστάζουν να δικαιολογήσουν ακόμα και μια γενική εξέταση αίματος (στοιχίζει γύρω στα 1.500 δολάρια)· όσο για δύσκολες χειρουργικές επεμβάσεις, πρέπει να παλέψεις με το Σύστημα και να το βγάλεις νοκ άουτ. Ή να σε βγάλει εκείνο.

Το αμερικανικό κοινό δεν κατανοεί ότι η σοσιαλδημοκρατική εναλλακτική δεν σημαίνει τη συνέχιση αυτού του καθεστώτος με κρατικό χρήμα· σημαίνει την προσαρμογή των τιμών σε μη κερδοσκοπικά επίπεδα. Αλλά τέτοιες ανατροπές τρομάζουν κι εξάλλου είναι αδιανόητες.

Ακόμα πιο τρομακτικό είναι το ότι η ετήσια δαπάνη για την περίθαλψη αυξάνεται κατά 6% ενώ η ποιότητα της υγείας μένει στάσιμη ή χειροτερεύει για τους πολλούς και το προσδόκιμο της ζωής μειώνεται (πάλι για τους πολλούς· οι λίγοι ζουν σχεδόν για πάντα, ανεβάζοντας τον μέσο όρο της μακροζωίας).

Η Obamacare είχε ένα θεμελιώδες σφάλμα: ενώ επέκτεινε την ασφάλιση σε είκοσι εκατομμύρια ανασφάλιστους πολίτες, δεν έκανε τίποτα για να μειώσει τα κόστη. Εξού και η τρομερή αντίδραση σχετικά με την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

Εννοείται ότι η μείωση των ιατρικών δαπανών θα προκαλούσε εξίσου τρομερή αντίδραση από το ιατρικό κατεστημένο, τα διαγνωστικά κέντρα, τα νοσοκομεία και τα τοιαύτα.

Παρόμοια είναι η κατάσταση με τις συντάξεις: οι ΗΠΑ ξοδεύουν αστρονομικά ποσά για ένα διάτρητο δίχτυ προστασίας.

(Σημειωτέον ότι οι περισσότερες συντάξεις προέρχονται από προσωπικά «retirement plans», όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό.)

Από τις απλές ιδέες του Ντόναλντ Τραμπ και του αλλοπρόσαλλου περιβάλλοντός του προκύπτουν ριζοσπαστικές πολιτικές: 

μείωση της φορολογίας, εμπορικός προστατευτισμός με δασμούς, ακροσφαλής διπλωματία όχι μόνο έναντι της Βόρειας Κορέας αλλά και της Κίνας, και της ΕΕ.

Το ζήτημα όμως είναι πιο περίπλοκο.

Θα καταφέρει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να καλύψει τις ανάγκες με λιγότερα φορολογικά έσοδα ή θα παραμελήσει τις υποδομές, τα σχολεία, τους θεσμούς (αστυνομία, πυροσβεστική), το σωφρονιστικό σύστημα (στο οποίο συμμετέχει μαζί με ιδιώτες κεφαλαιούχους), τις εκπαιδευτικές παροχές (βιβλιοθήκες, αθλητικές εγκαταστάσεις κτλ);

Ουδείς γνωρίζει.

Όσο για τις εμπορικές συναλλαγές, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η δασμολόγηση, η οποία επισύρει αύξηση τιμών σε κατασκευαστικά υλικά και είδη πρώτης ανάγκης, αλλά οι ίδιες οι εισαγωγές: το ότι ο πάλαι ποτέ μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα εισάγει χάλυβα.

Αν ο Ντόναλντ Τραμπ υπηρετούσε πράγματι το σύνθημα America First (το οποίο διατυπώνει λες και θα είχαμε αντίρρηση ένας πρόεδρος να τοποθετεί σε προτεραιότητα την ίδια του τη χώρα), θα προσανατολιζόταν στην ενθάρρυνση της εγχώριας παραγωγής·

σήμερα, η φρενήρης αμερικανική επιχειρηματικότητα συνδέεται με την τεχνολογία και τις υπηρεσίες –ιδιαίτερα με εξεζητημένες υπηρεσίες που απευθύνονται στους πιο εύπορους– όχι με την παραγωγή.

Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και οι επιλογές έχουν επιπτώσεις, καθώς και αίτια που πρέπει να αντιμετωπιστούν. 

Αλλά όπως συμβαίνει και αλλού, στις ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται για αίτια· παρά τη λογική end it, not mend it που καταλήγει στην έξαλλη κατανάλωση, στην πολιτική προσπαθούν να μπαλώσουν τα προβλήματα αντί να τα λύσουν.

Το 14% των Αμερικανών συμμετέχουν στο πρόγραμμα SNAP (κουπόνια φαγητού): τουτέστιν, 44,2 εκατομμύρια πολίτες χρειάζονται οικονομική βοήθεια (αν και κάποιο ποσοστό εκμεταλλεύεται το σύστημα· δεν είναι το τέλος του κόσμου· ειλικρινά, δεν βλέπω τα κουπόνια να τινάζουν την μπάνκα στον αέρα) .ιχίζουν στο «κράτος» 70 δις ετησίως.

Πράγμα που μαρτυρεί ότι τα ημερομίσθια είναι υπερβολικά χαμηλά (κατώτερο ωρομίσθιο: 7,25 δολάρια στις περισσότερες πολιτείες· σε πέντε-έξι είναι χαμηλότερο) για το επίπεδο των τιμών και για τον τρόπο της ζωής που επιβάλλει η αμερικανική καθημερινότητα.

Η ποιότητα της παιδείας που δεν αντιστοιχεί στις απαιτήσεις τις αμερικανικής κοινωνίας οδηγεί σε εξαιρετικά φτηνή εργασία: για το ζήτημα αυτό η κυβέρνηση Τραμπ δεν φαίνεται να έχει καμιά απλή ιδέα.

Σώτη Τριανταφύλλου
athensvoice.gr

Δείτε σχετικά:

Ο αντιαμερικανισμός άλλοτε και τώρα

Πηγή

Share.