Είναι παντελώς ακατανόητη η σπουδή με την οποία ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ επιμένουν στις προαναγγελίες για επερχόμενη λύση στο Σκοπιανό.

Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο η ελληνική πλευρά εμφανίζεται ως να είμαστε εμείς οι επισπεύδοντες που πρέπει να βιαστούμε να συμβιβαστούμε με τους βόρειους γείτονες για «να μη χαθεί η ευκαιρία».

Ποια «ευκαιρία», όμως, είναι αυτή; Και από πού ως πού επειγόμαστε εμείς να μη χαθεί;

Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν οι θιασώτες του δόγματος «λύση εδώ και τώρα» είναι σαθρή και μόνον με όρους πολιτικής εμμονής μπορεί να δικαιολογηθεί, αφού εκείνοι που την προωθούν προέρχονται κατά βάση από τις τάξεις όλων εκείνων που εδώ και χρόνια διατείνονταν ότι «δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε ακόμη και αν τους αναγνωρίσουμε ως σκέτη “Μακεδονία”».

Για όποιον δεν τρέφει αυταπάτες, κατά τα 27 χρόνια τα οποία πέρασαν από τότε που, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, επανήλθε στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της ονομασίας που θα λάβει το κρατίδιο των Σκοπίων, απεδείχθη ότι είχαν δίκιο όλοι όσοι από την πρώτη στιγμή επέμεναν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συναινέσει στην ψευδεπίγραφη ονομασία που διεκδικούν οι γείτονες μας.

Πως απεδείχθη; Με τις προ καιρού αποφάσεις του νυν πρωθυπουργού της ΠΔΓΜ Ζόραν Ζάεφ να αποσύρει τα αγάλματα που παρέπεμπαν στον Μεγαλέξανδρο και στην κλεψίτυπη ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων και να αλλάξει ονόματα στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας του .ν αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στα ελληνικά σύνορα.


Αν η Αθήνα, για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, δεν είχε απαρέγκλιτα επιμείνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει συμβιβασμός αποτελεί η αφαίρεση όλων των ανιστόρητων και αλυτρωτικών συμβόλων, είναι βέβαιο ότι οι Σκοπιανοί θα συνέχιζαν να εμφανίζονται ως αποκλειστικοί κληρονόμοι των Μακεδόνων βασιλέων, ενώ και στα κυβερνητικά κτίρια των Σκοπίων θα κυμάτιζε ακόμη η εμβληματική σημαία της Βεργίνας που κατέβηκε μετά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995.

Οι ισχυρισμοί ότι τάχατες η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια «απώλεσε διπλωματικό κεφάλαιο» είναι παντελώς ανυπόστατοι. Κανένα διπλωματικό κεφάλαιο δεν απωλέσαμε ακόμη και όταν η επιμονή μας να χρησιμοποιείται διεθνώς η προσωρινή ονομασία FYROM προσέκρουε είτε σε κουτοπονηριές των γειτόνων μας είτε σε έλλειψη κατανόησης ή επίδειξη αδιαφορίας από ορισμένους (εντός ή εκτός εισαγωγικών) συμμάχους μας.

Το γεγονός ότι τα Σκόπια δεν μπήκαν στο ΝΑΤΟ το 2008, όπως διακαώς επιθυμούσαν υπερατλαντικοί παράγοντες, εξαιτίας της απειλής μας για «βέτο» δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά διπλωματικά όπλα για να υπερασπιστεί τα ιστορικά της δίκαια. Το ίδιο ισχύει και για τον ευρωπαϊκό δρόμο των γειτόνων μας οι οποίοι πρέπει να καταλάβουν ότι η διαδρομή τους προς τις Βρυξέλλες περνάει υποχρεωτικά από την Αθήνα.

Άνευ αντικρίσματος είναι, εξάλλου, οι ισχυρισμοί ότι η μη εξεύρεση λύσης, όπως αυτής που θέλουν οι Σκοπιανοί –να τους λέμε εμείς όπως θέλουμε και αυτοί να έχουν διεθνώς άλλη ονομασία- διευκολύνει δήθεν την διείσδυση της ερντογανικής Τουρκίας στα Βαλκάνια. Αν, δηλαδή εμείς, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, δεχθούμε να μπει ο προσδιορισμός «Βόρεια» (Servena), «Άνω» (Gorna) ή «Νέα» (Nova) πριν από τη λέξη «Μακεδονία» σε τί θα εμποδίσουμε την Άγκυρα να προσεγγίσει με τα Σκόπια;

Εξίσου έωλο είναι επίσης και το δήθεν επιχείρημα ότι εξαιτίας της εκκρεμότητας με το όνομα πλήττονται τα οικονομικά μας συμφέροντα επειδή δεν αναπτύσσονται οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών. Οι πάμπολλες ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη γείτονα, όπως και το σπίτι που έχει αποκτήσει ο πρωθυπουργός τους για να κάνει τα μπάνια του στη Χαλκιδική, συνιστούν αψευδείς μαρτυρίες ότι η εκκρεμότητα της ονομασίας δεν βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα, όπως διατείνονται ορισμένοι.

Αλλά και αν δεχθούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση μπλέκονται τα εθνικά με τα οικονομικά συμφέροντα, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι οι οικονομικές επιπτώσεις οιουδήποτε γεγονότος είναι συνήθως πρόσκαιρες και αφορούν -στην χειρότερη περίπτωση- μια γενιά, ενώ οι εθνικές παραχωρήσεις μπορεί να αποδειχθούν αιώνιες και ανεπίστρεπτες.

Η τελευταία αυτή επισήμανση αποκτά ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας του γεγονότος ότι η δικαιολογία η οποία παρασκηνιακά διακινείται για τη σπουδή του Μεγάρου Μαξίμου να συμβιβαστεί με τον Ζόραν Ζάεφ είναι ότι έχουν ληφθεί υποσχέσεις σύμφωνα με τις οποίες διεθνείς παράγοντες –από την Ευρώπη, αλλά και υπερατλαντικά- θα επιδείξουν μεγαλύτερη «γενναιοδωρία» στη διευθέτηση του χρέους, εάν και εφόσον εμείς «τα βρούμε» με τα Σκόπια.

Φημολογίες τέτοιου είδους, ωστόσο, είτε προέρχονται από την ίδια μήτρα που γέννησε τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες των νυν κυβερνώντων, τις οποίες βιώσαμε τόσο επώδυνα το 2015, είτε διαθέτουν ψήγματα αληθείας, δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές από τον ελληνικό λαό.

Είναι πασιφανές τόσο από το σύνολο των μετρήσεων της κοινής γνώμης που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα όσο και από τη μαζικότητα των συλλαλητηρίων που διεξήχθησαν ότι οι Έλληνες πολίτες μπορεί, εκόντες άκοντες, να ανέχτηκαν τη φτωχοποίηση που τους επεβλήθη, δεν είναι όμως διατεθειμένοι να ανεχτούν και το εθνικό ξεπούλημα για ένα… πινάκιο χρέους.

Ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι κυβερνώντες. Και φυσικά όσοι τους σιγοντάρουν.

Γρηγόρης Τζιοβάρας
protothema.gr

Πηγή

Share.