[ccpw id="136103"]

Αλλεπάλληλα χτυπήματα δέχεται τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κυβέρνηση καθώς οι προβλέψεις από ξένους οίκους και ΔΝΤ για την ανάπτυξη αποκλίνουν σημαντικά των… πολιτικών υποσχέσεων. Τι σημαίνουν όμως αυτές οι αποκλίσεις;


Υπό τις παρούσες συνθήκες, αναλυτές εκτιμούν πως η ελληνική οικονομία είναι υποχρεωμένη να αναπτύσσεται με ρυθμό κοντά στο 3,3% συνεχόμενα και για 10 χρόνια για να «αγγίξει» το ΑΕΠ το επίπεδο του 2007.

Όμως, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη δεν είναι μόνο αριθμοί. Αν δεν υπάρξει ένα πραγματικό εθνικό σχέδιο για την προσέλκυση επενδύσεων – από τη στιγμή που ευκαιρίες στη χώρα υπάρχουν και μάλιστα πολλές – θα συνεχίσουμε να σερνόμαστε και θα θέλουμε δεκαετίες για να φτάσουμε στα προ κρίσης επίπεδα.

Η κυβέρνηση παίζει το χαρτί του πλεονάσματος, υποστηρίζοντας ότι από τη στιγμή που οι δημοσιονομικοί στόχοι λίγο έως πολύ επιτυγχάνονται, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για νέα μέτρα και όλα βαίνουν καλώς.

Η αλήθεια είναι ότι το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής, της επίτευξης, δηλαδή, των στόχων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στερεί από την πραγματική οικονομία το οξυγόνο που χρειάζεται για να… εκτιναχθεί το ελατήριο της ανάπτυξης. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι αν «λειτουργούσε» το ελατήριο θα μιλούσαμε για ρυθμούς άνω του 3%, ίσως και πολύ υψηλότερα, που σημαίνει ότι θα μπορούσαμε και σε λιγότερο από δέκα χρόνια να ξεπεράσουμε πλήρως την κρίση.

Με τις αποκλίσεις δημιουργείται μία μεγάλη «τρύπα» στην οικονομία, διότι είναι άλλο να καταρτίζεις ένα οικονομικό σχέδιο με 2, 3 ή 5 δισ. ευρώ αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας κάθε χρόνο και άλλο σε ένα στάσιμο περιβάλλον. Μόνο για το 2017 η «κατάρρευση» της ανάπτυξης στο 1,4% στο σύνολο του έτους, έναντι αρχικού στόχου για 2,7%, όπως προβλεπόταν στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, συνεπάγεται ότι έλειψαν από την οικονομία περίπου 2,3 δισ. ευρώ.

Αυτό σημαίνει λιγότερες δουλειές, χειρότερο επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα, μειωμένοι τζίροι και χαμηλότερη κατανάλωση. Και όλα αυτά, σε μία ακόμη χρονιά-ρεκόρ για τον τουρισμό. Φανταστείτε τι θα γινόταν αν ο τουρισμός έχανε σε δυναμική από κάποια αρνητική εξωτερική επίδραση…

Για το 2018 η αρχική πρόβλεψη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης έκανε λόγο για ανάπτυξη 2,5%, ενώ αργότερα ο στόχος αυτός υποβαθμίστηκε στο 2,3%. Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, προβλέπει ανάπτυξη 2%, ενώ επενδυτικοί οίκοι όπως η Citi και η Capital Economics, κατεβάζουν τον πήχη πολύ χαμηλότερα, έως το 1,4%. Η «χασούρα» για την οικονομία φτάνει ή και ξεπερνάει και φέτος τα 2 δισ. ευρώ.

Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθούν οι αναμφίβολα απαισιόδοξες προβλέψεις του ΔΝΤ, της Citi και της Capital Economics, η ελληνική οικονομία θα σέρνεται εμφανίζοντας ανάπτυξη μόλις 1% το 2022! Με μία απλή αναγωγή, το ελληνικό ΑΕΠ χάνει δυναμική της τάξης τουλάχιστον του 6%, ή 10 δισ. ευρώ, σε μία πενταετία.

Η «τρύπα» στην οικονομία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν συγκρίνουμε την πραγματική ανάπτυξη με το… ιδανικό 3,3% που χρειάζεται για να φτάσουμε σε προ κρίσης επίπεδα σε δέκα χρόνια.

Η κατάσταση είναι πραγματικά δραματική γιατί μετά από τόσα χρόνια μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, περικοπών και ύφεσης, όλοι συμφωνούν ότι χρειάζεται ένα μεγάλο επενδυτικό σοκ για να φτάσει κάποια στιγμή η μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας στις τσέπες των πολιτών.

Σύμφωνα με την PriceWaterhouseCoopers, λείπουν από την ελληνική οικονομία 22 δισ. ευρώ επενδύσεων ετησίως για να καταφέρει να τρέξει με ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Άρα, «φάρμακο» υπάρχει και δεν είναι άλλο από την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Για να γίνει, όμως, αυτό οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές ψάχνουν σταθερό φορολογικό σύστημα, αξιόπιστους θεσμούς, γρήγορη απονομή δικαιοσύνης και περιορισμένη γραφειοκρατεία.

Είναι εξίσου εντυπωσιακό το στοιχείο που παρουσίασε χθες σε έκθεσή της η PwC, που δείχνει ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν σταθερά στο 7% επί των συνολικών επενδύσεων και έχουν μειωθεί κατά 44% μέσα στην κρίση. 

Εκτιμάται, επίσης, ότι για να έρθει η πολυπόθητη ισχυρή ανάκαμψη, χρειάζονται επενδύσεις 110 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία.

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
liberal.gr

Πηγή