[ccpw id="136103"]

Στο σημερινό κόσμο υπάρχουν οι χώρες που ανήκουν στη «ζώνη της ειρήνης», όπως τα κράτη του δυτικού κόσμου, μαζί με όσες προσαρμόστηκαν στις αλλαγές της οικονομίας και του διεθνούς συστήματος, και εκείνες που ανήκουν στη «ζώνη του πολέμου», οι οποίες δεν έχουν κάνει μια παρόμοια προσαρμογή, σημειώνει στο Liberal ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Και εξηγεί ότι εμείς, ως μικρό κράτος, ναι μεν είμαστε μέλος των διεθνών οργανισμών του ανεπτυγμένου κόσμου, αλλά βρισκόμαστε στη μέση μιας περιοχής που γνωρίζει τεράστιες αναστατώσεις, και όπου η πιθανή τουρκική αποστασιοποίηση από τη Δύση, εγείρει το ενδεχόμενο να βρεθούμε μόνοι μας στα σύνορα της Δύσης, ένα πράγματι επιβαρυντικό σενάριο.

Ερωτηθείς, τι πρέπει να κάνουμε ως χώρα για να «εμφανίσουμε την άποψή μας ως την πλέον συμφέρουσα για τα δυτικά συμφέροντα», απαντά ότι καταρχήν,

…πρέπει να έχουμε μια άποψη συνολική για το διεθνές σύστημα με βάση και τα αναπτυσσόμενα συμφέροντα και των άλλων δυνάμεων. Όχι να περιοριζόμαστε απλώς και μόνον σε γενικόλογες ρηχότητες ή στο να ζητάμε πράγματα από τους εταίρους μας ως προς τα στενότερα εθνικά μας θέματα, σαν να είμαστε οι μόνιμοι παραπονούμενοι που επιζητούν προστασία από τους μεγάλους.

“Με πιο απλά λόγια, πρέπει να παίζουμε για να μας παίζουν. 

Φοβούμαι ότι, για καιρό, παρασυρμένοι από την επίπλαστη ευημερία, μείναμε με την ψευδαίσθηση ότι οι διεθνείς υποθέσεις είναι κάτι το “ξεπερασμένο” και το “συντηρητικό”.

Αγνοήσαμε τις δυναμικές του διεθνούς συστήματος: δεν το μελετήσαμε, στην ιστορική και στη συγχρονική του διάσταση, δεν ασχοληθήκαμε με αυτό, και τώρα απλώς για μια ακόμη φορά τρέχουμε να προλάβουμε τις εξελίξεις”, καταλήγει ο κ. Χατζηβασιλείου.


– Έχετε παλαιότερα δηλώσει ότι «υπάρχει στον κόσμο η ζώνη της ειρήνης και η ζώνη του πολέμου. Εμείς είμαστε στη ζώνη της ειρήνης αλλά στα ακρότατα όριά της. Βόρεια, ανατολικά και νότια είναι η ζώνη του πολέμου». Εξηγήστε μας τι εννοείτε, καθώς και που βρίσκονται σήμερα αυτές οι ζώνες.
– Στον σημερινό κόσμο υπάρχουν οι χώρες που ευημερούν και έχουν ειρήνη, και άλλες που αντιμετωπίζουν πολέμους και οικονομική εξαθλίωση. Φαίνεται ότι υπάρχει και μια σχέση (έστω χαλαρή) μεταξύ της ικανότητας ενός κράτους να πετύχει οικονομική ανάπτυξη, και της ειρήνης που απολαμβάνει. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτοί που αποτυγχάνουν οικονομικά θα υποστούν αναγκαστικά πόλεμο ή εσωτερική αναστάτωση (ειδικά αν είναι μεγάλες χώρες), έχουν όμως περισσότερες πιθανότητες να τα υποστούν.
Στην πρώτη κατηγορία, τη ζώνη της ειρήνης, συγκαταλέγονται πρωτίστως τα κράτη του δυτικού κόσμου, η Κίνα, η Ινδία και ορισμένες χώρες του παλαιού Τρίτου Κόσμου που όμως προσαρμόστηκαν στις αλλαγές της οικονομίας και του διεθνούς συστήματος. Στη δεύτερη κατηγορία βρίσκονται εκείνες οι χώρες του παλαιού Τρίτου Κόσμου που δεν έχουν κάνει μια παρόμοια προσαρμογή.
Δεν πρόκειται, σήμερα, για μια απλή διαίρεση μεταξύ του «ανεπτυγμένου Βορρά» και του «υπανάπτυκτου Νότου». Είναι μια διαφοροποίηση μεταξύ αυτών που εκσυγχρονίζονται και αυτών που αποτυγχάνουν σε τούτο. Εμείς, ως μικρό κράτος, είμαστε μέλος των διεθνών οργανισμών του ανεπτυγμένου κόσμου, αλλά βρισκόμαστε στη μέση μιας περιοχής που γνωρίζει τεράστιες αναστατώσεις: στα βόρεια μια μεγάλη αντιπαράθεση στην Ουκρανία, στο νότο κρίση στο Ιράκ, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, ενώ στα ανατολικά μας υπάρχει το μεγάλο ερωτηματικό της μελλοντικής πορείας της Τουρκίας.
– Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία έχει περάσει στην επικράτεια της ζώνης του πολέμου. Επίσης λόγω του Erdogan δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς ότι ως χώρα θα αποκτήσει προσανατολισμό προς τη Δύση. Τούτο σημαίνει ότι για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλές δεκαετίες, Ελλάδα και Κύπρος, είναι πλέον τα ακραία όρια της ζώνης της ειρήνης;
– Στην πραγματικότητα, δεν γίνονται αυτά για πρώτη φορά σήμερα. Είναι περισσότερο μόνιμες καταστάσεις. Η Τουρκία βρισκόταν από παλιά σε μια ιδιότυπη γεωγραφική θέση. Ακόμη και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, καλυπτόταν από το ΝΑΤΟ απέναντι στον ανατολικό συνασπισμό, όχι όμως στην περίπτωση που εμπλεκόταν σε ένα μεσανατολικό πόλεμο, εκτός της περιοχής που κάλυπτε αμυντικά το ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία ήταν ανέκαθεν μια «ενδιάμεση» ζώνη (μέλος της Δύσης μόνον στρατιωτικά, όχι οργανικά), και αυτό επέτεινε το μόνιμο μείγμα ανασφάλειας και αίσθησης ισχύος που έχει, το οποίο και εμείς, από την πλευρά μας, πρέπει να συνυπολογίζουμε στην ανάλυσή μας. Η Ελλάδα ήταν από το 1945 μια «συνοριακή» περιοχή της Δύσης. Η Κύπρος ήταν μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων, δηλαδή τμήμα της επισφαλούς περιοχής (αυτό άλλωστε αποδείχθηκε και το 1974). Και μόλις πρόσφατα – το 2004, όταν προσχώρησε στην ΕΕ – έγινε η Κύπρος τμήμα της ζώνης της ειρήνης (και πάλι, με το αγωνιώδες πρόβλημα της κατοχής).
Πάντοτε ο ελληνικός κόσμος βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι, σε περιοχή συνάντησης κόσμων. Η τουρκική αποστασιοποίηση από τη Δύση, η οποία πάντως δεν είναι οριστική, εγείρει το ενδεχόμενο να βρεθούμε μόνοι μας στα σύνορα της Δύσης, ένα πράγματι επιβαρυντικό σενάριο. Όλα αυτά δεν είναι πρωτόγνωρα: είναι εγγενή ενδεχόμενα με βάση την περιφερειακή γεωγραφία μας.
– Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις σημερινές και να προβλέψουμε τις μελλοντικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή, με βάση την ιστορική εμπειρία; Η’ είναι τόσο διαφορετικά πλέον τα δεδομένα, λόγω της κυριαρχίας Erdogan στη Τουρκία και της επικράτησης του νεοοθωμανικού τρόπου αντίληψης έναντι του κεμαλισμού;
– Οι καλύτεροι ιστορικοί θα μας πουν ότι η Ιστορία δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Προσφέρει όμως εργαλεία, πραγματικά απαραίτητα, για την επαρκή κατανόηση των δυναμικών που αναπτύσσονται. Η σοβαρή ανάλυση μπορεί να μας αποκαλύψει τις μεγάλες τάσεις (π.χ. οικονομικές, πληθυσμιακές, στρατιωτικής ισχύος) των διαφόρων κρατών, αλλά οι συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες συγκεκριμένων ηγεσιών σπανίως προβλέπονται με ακρίβεια. Με άλλα λόγια, η ανάλυση δείχνει πιθανότητες, όχι «σίγουρα» σενάρια, ειδικά όταν αφορά περιοχές που βρίσκονται σε τόσο μεγάλη ρευστότητα όσο η Μέση Ανατολή.
Ούτε και είναι σαφές το πώς θα εξελιχθεί η τουρκική πολιτική και η κοινωνία. Υπό τις συνθήκες αυτές, πάντως, μπορώ να σας κάνω μια ασφαλή πρόβλεψη που αφορά εμάς: στις επόμενες δεκαετίες, η Ελλάδα δεν θα έχει σύνορα με το Βέλγιο ή την Ολλανδία. Θα εξακολουθήσει να βρίσκεται δίπλα στην πιο ταραγμένη περιοχή του πλανήτη. Ήδη, αυτό είναι ένα κρίσιμο στοιχείο για να κάνουμε ορισμένες βασικές επιλογές, πρωτίστως να ενισχύσουμε την ιδιότητά μας ως μελών της Δύσης, επιτυγχάνοντας στις μεταρρυθμίσεις και τις αναγκαίες προσαρμογές. Οτιδήποτε πέραν τούτου αυξάνει γεωμετρικά την ανασφάλεια της κατάστασής μας.
– Εδώ και πολλές δεκαετίες τρεις χώρες (Ιράκ, Συρία και Ιράν) διεκδικούσαν τον ρόλο του ισχυρού στη περιοχή. Εξ αυτών, μόνον το Ιράν έχει απομείνει ισχυρό, αποτελώντας τον κύριο εκφραστή των Σιιτών. Στον αντίποδα, η Τουρκία εκπροσωπεί το μπλοκ των Σουνιτών. Τι μας διδάσκει η ιστορία για τις μεταξύ τους σχέσεις, και πόσο έχουν αυτές αλλάξει; 
– Η σοβαρή γνώση της Ιστορίας των διεθνών σχέσεων είναι μια απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση για να αντιληφθούμε τη δυναμική των εξελίξεων και στις ημέρες μας. Βλέπουμε πλέον την ραγδαία αποσταθεροποίηση ή αποδυνάμωση κρατών στην περιοχή αυτή. Η αποτυχία των μαρξιστοφανών καθεστώτων (νασερισμός, μπααθισμός) τα οποία είχαν προσπαθήσει να προσφέρουν την προοπτική της ανάπτυξης (και ενός κοσμικού καθεστώτος), άφησε κυρίαρχες πολύ πιο παραδοσιακές δυνάμεις σε αυτό το τμήμα του κόσμου.
Οι «σοσιαλιστές» Άραβες ηγέτες προσπάθησαν να λειτουργήσουν μέσα από το διεθνές σύστημα, αλλά η αποτυχία τους φαίνεται να νομιμοποιεί δυνάμεις που θεωρούν ότι τούτο είναι αδύνατον, και είναι διατεθειμένες να λειτουργήσουν εκτός του συστήματος – αντισυστημικά. Πάντως δεν είμαι πεπεισμένος ότι θα κινηθούμε σε μια πόλωση/αντιπαράθεση σουνιτών και σιιτών, εκπροσωπούμενων από δύο κράτη. Αυτό είναι, φοβούμαι, ένα απλό σενάριο. Τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκα και η σταθεροποίηση φαίνεται να είναι ακόμη πολύ μακριά.
– Αρκετοί υποστηρίζουν ότι έχει έρθει πλέον η στιγμή να αναδειχθεί ο άξονας Ελλάδος – Κύπρου (με μια στενότερη σχέση με το Ισραήλ), ως ο κύριος παράγοντας πολιτικής σταθερότητας και βάση για συμμαχίες στο ασταθές περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου. Ιστορικά αυτό, πέτυχε ή απέτυχε, όσες φορές δοκιμάστηκε στο παρελθόν, και γιατί;
– Δεν έχει ποτέ δοκιμαστεί κάτι τέτοιο, και απαιτούνται προσεκτικοί χειρισμοί και σύνεση – πάνω από όλα ακριβής κατανόηση των δυνατοτήτων και των ορίων, των δικών μας και των άλλων. Δεν είμαι βέβαιος ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να επωμιστούν ρόλους στρατιωτικούς στην ευρύτερη αυτή περιοχή. Η σχέση τους με το Ισραήλ πρέπει οπωσδήποτε να καλλιεργηθεί, αλλά οι δυνατότητές μας έχουν και τα όριά τους.
Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά μόνον γείτονες της Μέσης Ανατολής – όχι μέλη της τελευταίας. Πρέπει να ενεργήσουμε ώστε να διαφυλάξουμε τα συμφέροντά μας, αλλά και να θυμόμαστε πάντοτε ότι η όποια δυνατότητά μας είναι απόρροια της ιδιότητάς μας ως χωρών-μελών της Δύσης. Ως εκ τούτου, τα διαθέσιμα μέσα είναι πρωτίστως πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά, παρά στενά στρατιωτικά: αφορούν «ήπια», παρά «σκληρή» ισχύ (η οποία πάντως, και αυτή, δεν μπορεί να αγνοηθεί). Με άλλα λόγια, εφόσον θέλουμε (και ενδεχομένως, πρέπει) να ενεργήσουμε σε μια τόσο δύσκολη περιοχή, πρέπει να έχουμε κατά νου την καλειδοσκοπική φύση των διεθνών υποθέσεων.
– Έχει καταφέρει ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική εξωτερική πολιτική να εμφανίσει την άποψη της ως την πλέον συμφέρουσα για τα δυτικά συμφέροντα ; Γιατί αποτύχαμε και που πιστεύετε ότι βρίσκεται η συνταγή;
– Μια βασική στρατηγική επιλογή, την οποία έκανε εγκαίρως η Ελλάδα στη μεταπολεμική εποχή (αλλά η Κύπρος πολύ αργά) αφορούσε την αναγνώριση ότι η σχέση μας με τη Δύση είναι ο μόνος τρόπος για να εξισορροπήσουμε τις γιγάντιες πιέσεις που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή μας. Από εκεί και πέρα, ας θυμηθούμε ότι για να «εμφανίσουμε την άποψή μας ως την πλέον συμφέρουσα για τα δυτικά συμφέροντα», πρέπει να έχουμε μια άποψη – μια άποψη συνολική για το διεθνές σύστημα – με βάση και τα αναπτυσσόμενα συμφέροντα και των άλλων δυνάμεων.
Πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με το διεθνές σύστημα στο σύνολό του: όχι να περιοριζόμαστε απλώς και μόνον σε γενικόλογες ρηχότητες ή στο να ζητούμε πράγματα από τους εταίρους μας ως προς τα στενότερα εθνικά μας θέματα, σαν να είμαστε οι μόνιμοι παραπονούμενοι που επιζητούν προστασία από τους «μεγάλους». Με πιο απλά λόγια, πρέπει να παίζουμε για να μας παίζουν. Φοβούμαι ότι, για καιρό, παρασυρμένοι από την επίπλαστη ευημερία, μείναμε με την ψευδαίσθηση ότι οι διεθνείς υποθέσεις είναι κάτι «ξεπερασμένο» και «συντηρητικό». Αγνοήσαμε τις δυναμικές του διεθνούς συστήματος: δεν το μελετήσαμε, στην ιστορική και στη συγχρονική του διάσταση, δεν ασχοληθήκαμε με αυτό, και τώρα απλώς για μια ακόμη φορά τρέχουμε να προλάβουμε τις εξελίξεις.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Πηγή