[ccpw id="136103"]

Το γυαλιστερό περίβλημα…


Οι τρέχουσες εξελίξεις στην οικονομία μας έχουν μια γυαλιστερή εξωτερική όψη και γι’ αυτό είναι ιδανικές για επικοινωνιακή αξιοποίηση: Η τρίτη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε, η δόση έρχεται, η “υπεραξιολόγηση” θα τελειώσει σε λίγους μήνες, η συζήτηση για τη μείωση του Χρέους είναι κοντά, τα stress tests των τραπεζών δεν φαίνεται να κρύβουν δυσάρεστες εκπλήξεις, το ΑΕΠ άρχισε και πάλι να αυξάνεται, η έξοδος από το Μνημόνιο απέχει το πολύ 5 μήνες.

Αν είσαι ανυποψίαστος ή αθεράπευτα αισιόδοξος, έχεις κάθε λόγο να ερμηνεύσεις την πιο πάνω εικόνα ως μια ιδανική αφετηρία για μια νέα εποχή, που αφήνει πίσω τις πικρές ημέρες των μνημονίων. Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξεις αν πάρεις στα σοβαρά τα λόγια εκείνων που έχουν καταληφθεί από “κρίση αισιοδοξίας”. Άκουσα υπουργό να λέει ότι μετά τη λήξη του τρέχοντος μνημονίου “θα ανοίξουν οι κάνουλες”, καθώς και πρωτοκλασάτο στέλεχος του κόμματός του να εκφράζει την πεποίθηση ότι έφτασε η στιγμή να ανακουφιστεί ο κόσμος από τα δεινά του μνημονίου και επιτέλους να αρχίσει να ζει καλύτερα.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Όχι μόνο γιατί χάσαμε 9 πολύτιμα χρόνια, το 25% του ΑΕΠ, το 30-40% της αξίας των περιουσιακών μας στοιχείων, το 15-20% των “κανονικών” θέσεων εργασίας και την πίστη μας στο αύριο. Αλλά και γιατί δεν εκριζώσαμε τις αιτίες που έφεραν την κρίση, γιατί δεν θεμελιώσαμε μια οικονομία που θα διασφαλίζει τις συντάξεις των απομάχων και την προοπτική των νέων.

Ας δούμε όμως αυτή την πραγματικότητα αναλυτικότερα, χωρίς τα παραμορφωτικά φίλτρα της μίας ή της άλλης σκοπιμότητας.

Τι πετύχαμε στα χρόνια των μνημονίων

Το Πρόγραμμα για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση έφτασε στο τέλος του, χωρίς να πετύχει τους στόχους του, χωρίς να καταφέρει να ανταποκριθεί στο υπ αριθμόν 1 ζητούμενο. Να γίνουν δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις που θα άλλαζαν το πλαίσιο άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, ώστε να διευκολυνθεί η τεχνολογική προσαρμογή της οικονομίας μας, η στροφή της σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας, η αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας της και τελικά η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της.

Οι λόγοι της αποτυχίας αυτής είναι γνωστοί. Κατ’ αρχήν οι συνταγές που μας επέβαλλαν οι δανειστές δεν ήταν οι ενδεδειγμένες. Ακόμη χειρότερα, εμείς αρνηθήκαμε τόσο τις ευθύνες μας για αυτή τη χρεοκοπία, όσο και την αναγκαιότητα να αλλάξουμε τα δεδομένα που μας έφεραν ως εκεί. Με ένα πλήθος λαϊκιστών να αποδίδουν την κρίση σε συνωμοσίες και να υπόσχονται την άμεση επάνοδο στις καλές ημέρες χωρίς θυσίες, η πλειοψηφία των πολιτών πίστεψε στις εύκολες λύσεις και γι’ αυτό στάθηκε απέναντι στις μεταρρυθμίσεις. Έτσι, η δημοσιονομική προσαρμογή έγινε με περικοπές και φόρους, απομακρύνοντας την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση την πολυπόθητη προσαρμογή.

Σήμερα, με το Πρόγραμμα να εκπνέει, εξακολουθούμε να έχουμε πολλά και μεγάλα κουσούρια. Ενδεικτικά:

– Ο “κίνδυνος χώρας” είναι μεγάλος, λόγω των ανοιχτών εθνικών θεμάτων, του κλίματος διαρκούς και καθολικής πολιτικής αντιπαράθεσης, της παράτασης της οικονομικής κρίσης, της μείωσης της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα κλπ.

– Το κράτος παραμένει ανοργάνωτο και εχθρικό στην ανάπτυξη.

– Το θεσμικό πλαίσιο είναι χαώδες, με άπειρα διάσπαρτα, δυσνόητα και αντικρουόμενα νομοθετήματα.

– Το φορολογικό πλαίσιο, που θα έπρεπε να είναι απλό και σταθερό, περιλαμβάνει χιλιάδες πολύπλοκους νόμους, αποφάσεις, εγκύκλιους κλπ, που προκαλούν αβεβαιότητα στους επενδυτές.

– Τα φορολογικά βάρη είναι υπερβολικά.

– Ο ελεύθερος ανταγωνισμός εξακολουθεί να εμποδίζεται από την ολιγοπωλιακή μορφή της αγοράς.

– Η δικαιοσύνη εξακολουθεί να αποδίδεται με απίστευτη καθυστέρηση.

– Η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα υψηλές και σε συνδυασμό με το λαθρεμπόριο, φορτώνουν τους συνεπείς φορολογούμενους με πρόσθετα βάρη που φτάνουν ακόμη και στο 40% της φορολογικής υποχρέωσης που τους αναλογεί.

– Το εκπαιδευτικό μας σύστημα λειτουργεί σε συνθήκες υπο-χρηματοδότησης,υπο-στελέχωσης και υπερ-ρύθμισης, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η αξιοποίηση των μεγάλων δυνατοτήτων διδασκόντων και διδασκομένων, προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας, της έρευνας και της παροχής γνώσεων με αντίκρισμα.

– Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να βρίσκεται στα ύψη, προκαλώντας ανασφάλεια και αυξάνοντας το κόστος χρήματος.

– Το τραπεζικό σύστημα στέκεται μεν όρθιο αλλά δεν μπορεί ακόμη να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων.

– Η αποεπένδυση στα χρόνια της κρίσης έχει καταστρέψει και έχει τεχνολογικά απαξιώσει ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού μας.

Το μόνο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δημιουργήσαμε είναι η μείωση του κόστους εργασίας, που προέκυψε ως αποτέλεσμα των μεγάλων περικοπών, της πρωτοφανούς ανεργίας αλλά και της ριζικής αναθεώρησης των σχέσεων εργασίας. Μια τεράστια θυσία της Ελληνικής κοινωνίας, που από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται να συνοδεύεται από στροφή στην έρευνα, την καινοτομία και τελικά στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, για να “πιάσει τόπο”. Αυτή τη στροφή όμως δεν την κάναμε, όπως δείχνουν οι σχετικές επιδόσεις μας σε επίπεδο ΟΟΣΑ:

-129οι στη συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων (η Πορτογαλία 36η)

-116οι (πίσω από τη Νιγηρία) στην εξασφάλιση προϋποθέσεων απρόσκοπτης οικονομικής δραστηριότητας

-112οι στη μεταφορά τεχνολογίας, δηλαδή 98 θέσεις πίσω από την Πορτογαλία

-Στην παραγωγικότητα μόλις αγγίζουμε το 71% του ΟΟΣΑ και το 63% της ευρωζώνης.

Φυσικό επακόλουθο όλων των παραπάνω είναι να βρισκόμαστε πολύ χαμηλά στην κατάταξη της ανταγωνιστικότητας ( 87οι με τη Βουλγαρία 49η).

Όλα αυτά, κρατούν μακριά τους επενδυτές και μας στερούν τις τόσο αναγκαίες θέσεις εργασίας που έχει απόλυτη ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Έχει εκτιμηθεί κατ’ επανάληψη ότι χρειαζόμαστε κάπου 100 δισ. ευρώ νέες επενδύσεις για να επιστρέψουμε στα επίπεδα του 2010. Το κακό είναι ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να προσελκύσουμε τόσα κεφάλαια με το σημερινό κλίμα.

Η ζωή μετά την έξοδο

Η πολυπόθητη έξοδος από τα μνημόνια έχει δρομολογηθεί τελεσίδικα και θα τη ζήσουμε σε λίγους μόλις μήνες. Όλοι τη θέλουν για τους δικούς τους λόγους.

Οι κυβερνήσεις των δανειστών δεν έχουν περιθώρια να πουν στους ψηφοφόρους τους ότι μετά από προσπάθειες 8 ετών και 220 δισ. δανεικά, δεν κατάφεραν να μας βγάλουν από την κρίση. Θα είναι μια καθαρή ομολογία αποτυχίας με αντίστοιχα μεγάλο πολιτικό κόστος. Προτιμούν να υποκριθούν ότι φτάσαμε σε ένα αίσιο αποτέλεσμα. Προτιμούν να κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Η δική μας κυβέρνηση έχει την ευκαιρία “να κόψει την κορδέλα”, εγκαινιάζοντας τη μεταμνημονιακή εποχή. Ο πειρασμός είναι μεγάλος. Δύσκολα αντιστέκεσαι σε αυτόν.

Ας αφήσουμε όμως την επιφάνεια αυτής της εξόδου και ας δούμε την ουσία: Είμαστε έτοιμοι να βγούμε; Μπορούμε να τα καταφέρουμε χωρίς να έχουμε δεδομένη τη χρηματοδοτική στήριξη όπως τόσα χρόνια τώρα; Ποιες απειλές και ποιες ευκαιρίες θα συναντήσουμε στη νέα μας πορεία;

Κατ αρχήν, θα πρέπει να πούμε ότι θα σταθούμε στην αφετηρία της νέας πορείας μας, έχοντας όλα τα κουσούρια που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και δύο πολύ σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν: Τα κρατικά ελλείμματα είναι πλέον διαχειρίσιμα και το κόστος εργασίας έχει μειωθεί σημαντικά. Θα ήταν ιδιαιτέρως θετικό να είχαν προκύψει αυτές οι αλλαγές ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Δυστυχώς όμως, είναι το αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης και της περικοπής αμοιβών, συντάξεων κλπ. Αντί δηλαδή να οδηγηθεί η οικονομία στην ανάπτυξη και έτσι να κοπεί το μεγάλο κομμάτι της προσαρμογής από ένα μεγαλύτερο καρβέλι (αύξηση ΑΕΠ), οδηγήθηκε στη συρρίκνωση και έτσι κόπηκε αυτό το μεγάλο κομμάτι από μικρότερο καρβέλι, με τα γνωστά αποτελέσματα στη ζωή και τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.

Αρκούν αυτά τα δύο πλεονεκτήματα για να αντισταθμίσουν τα “κουσούρια” μας; Όχι, δεν αρκούν σε καμία περίπτωση. Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο βασικούς λόγους: (α) Για να έχει διάρκεια η δημοσιονομική ισορροπία, θα πρέπει το κράτος να αντλεί πόρους από το εισόδημα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και όχι από τις αποταμιεύσεις τους. Γιατί το εισόδημα αποτελεί μια ροή νέων πόρων. Έτσι, υπάρχει η δυνατότητα να τροφοδοτείται το κρατικό ταμείο σε διαρκή βάση. Στην Ελλάδα, σήμερα, ένα σημαντικό μέρος των φόρων αλλά και της κατανάλωσης χρηματοδοτείται από τις αποταμιεύσεις, οι οποίες φθίνουν διαρκώς και η τάση αυτή θα συνεχιστεί, ακόμη και με ρυθμούς ανάπτυξης 2-3% για τα επόμενα 3-4 χρόνια,, λόγω της συμπιεσμένης κατανάλωσης. Άλλωστε, τα σχετικά νούμερα δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας: Το 2017, οι αποταμιεύσεις μας ήταν 125 δις, μόλις δηλαδή το 66% του ΑΕΠ (Πορτογαλία 108%, Ισπανία 114%, Ιταλία 92%). Οι καταθέσεις αυτές κάλυπταν το 92% των κόκκινων δανείων ή το 52% των “κόκκινων υποχρεώσεων” σε δημόσιο, τράπεζες και ΕΦΚΑ (Πορτογαλία 427%, Ισπανία 879%, Ιταλία 588%).

(β) Το χαμηλό κόστος εργασίας, πέρα από τις κοινωνικές παρενέργειες, δεν αρκεί από μόνο του για να δημιουργήσει πλούτο σε μια μικρή χώρα όπως η δική μας. Πρέπει να συνδυαστεί με παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ. καινοτομικά προϊόντα). Αυτό δεν συμβαίνει όμως στην περίπτωση μας, ούτε υπάρχουν οι προϋποθέσεις να συμβεί στα επόμενα χρόνια, διότι λείπουν οι προϋποθέσεις (επενδυτικά κεφάλαια, ερευνητικά κέντρα, πανεπιστημιακή έρευνα, δομές χρηματοδότησης των start-ups κλπ). Αρκεί να δούμε τα μεγέθη του εμπορικού ισοζυγίου του 2017 (οι εξαγωγές μας μόλις έφταναν το 57% των εισαγωγών μας -έλλειμμα 20,5 δισ.) για να καταλάβουμε ότι η ανταγωνιστικότητα μας παραμένει χαμηλή παρά τη μεγάλη προσαρμογή του κόστους εργασίας.

Προσθέτοντας στις πιο πάνω δομικές αδυναμίες τη δέσμευση μας για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, την αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν επαρκώς την οικονομία, τα capital controls κλπ, καταλαβαίνουμε ότι οι δυσκολίες μεγαλώνουν. Έτσι, δεν φαίνεται πιθανό ότι θα επιτευχθεί ο στόχος μιας πολυετούς ανάπτυξης της τάξης του 2-3%, που θα άλλαζε τα δεδομένα. Κοντά σε όλα αυτά, είναι πιθανό να προκύψουν προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία (π.χ. προστατευτισμός) που θα αυξήσουν τη μεταβλητότητα των αγορών, θα επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα, θα αυξήσουν το κόστος χρήματος και θα δημιουργήσουν πρόσθετα προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους που ξεπερνά τα 200 τρισ. δολάρια σε παγκόσμια κλίμακα. Ακόμη μεγαλύτερες θα είναι οι δικές μας δυσκολίες να εξυπηρετήσουμε το τεράστιο δημόσιο καθώς και το όχι ευκαταφρόνητο ιδιωτικό χρέος μας.

Γιατί, θα πρέπει να απευθυνόμαστε στις αγορές κάθε φορά που χρειαζόμαστε κεφάλαια για να πληρώσουμε τις ληξιπρόθεσμες δόσεις των σημερινών δανείων. Θα είναι πρόθυμοι οι επενδυτές να μας δανείσουν; Και αν ναι, με ποιο επιτόκιο; Να μην μας διαφεύγει ότι τα 220 δισ. περίπου των δανειστών μας έχουν μέσο επιτόκιο γύρω στο 1,5%. Τέτοιο επιτόκιο δεν θα βρούμε στις αγορές. Γι αυτό, κάθε φορά που θα υποκαθιστούμε ένα κομμάτι αυτού του δανεισμού, θα πληρώνουμε παραπάνω τόκους, τους οποίους το κράτος θα μετακυλύει στους πολίτες μέσω της φορολογίας. Π.χ. για επιτόκια 4%, θα προκύπτει πρόσθετη επιβάρυνση 25 εκατ. κάθε χρόνο, για κάθε 1 δισ. Πόση θα είναι για 50 ή 100 δισ. και για μία δεκαετία;

Να σκεφτούμε επίσης ότι ο δανεισμός μας από τις αγορές θα συμπέσει με δύσκολες καταστάσεις στο εσωτερικό. Για παράδειγμα θα έχουν ενταθεί οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις για οφειλές σε τράπεζες, δημόσιο και ΕΦΚΑ. Θα έχουν περικοπεί κι άλλο οι συντάξεις και θα έχουν αυξηθεί οι φόροι λόγο της μείωσης του αφορολόγητου ορίου. Θα έχουμε εκλογικές αναμετρήσεις. Όλες αυτές οι καταστάσεις δεν δημιουργούν το καλύτερο σκηνικό για να βγεις στις αγορές και να δανειστείς με χαμηλό επιτόκιο.

Βέβαια, ελπίζουμε σε μείωση του χρέους. Ας μη γελιόμαστε όμως. Μας το λένε συνέχεια όλοι σχεδόν οι αρμόδιοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, αλλά δεν θέλουμε να το ακούσουμε: Δεν μας εμπιστεύονται ότι θα ολοκληρώσουμε τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήσαμε, ότι δεν θα ξαναρχίσουμε διορισμούς, σπατάλες, κακοδιαχείριση και άλλα παρόμοια που μας έφεραν στη χρεοκοπία. Γι αυτό, την οποιαδήποτε ελάφρυνση θα μας τη δώσουν με το σταγονόμετρο. “Βλέποντας και κάνοντας”. Με απλά λόγια δηλαδή, αν δεν κινηθούμε προς τη λύση των προβλημάτων μας, ας μην περιμένουμε οποιαδήποτε ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους.

Κι όμως μπορούμε…

Θα μου πείτε, “μπορούμε να αλλάξουμε αυτά τα δεδομένα και να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο;” Σαφώς ναι. Αρκεί να κάνουμε επιτέλους το αυτονόητο. Να φτιάξουμε δηλαδή ένα ρεαλιστικό αναπτυξιακό πρόγραμμα, προσανατολισμένο σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και να το τηρήσουμε χωρίς να λογαριάζουμε το πολιτικό κόστος. Να κάνουμε τις ιδιωτικοποιήσεις που θα φέρουν χρήματα, θέσεις εργασίας και προοπτική, το γρηγορότερο δυνατό. Να κάνουμε αποτελεσματικότερο το κράτος και γενικότερα να αντιμετωπίσουμε με υπευθυνότητα τα “κουσούρια” μας. Να δώσουμε την ευκαιρία στους νέους μας, αυτό το υπερπολύτιμο δυναμικό μας (43% των νέων 30-35 ετών έχουν πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έναντι 38% του μέσου όρου της Ευρωζώνης), να δημιουργούν πλούτο στην Ελλάδα και όχι αλλού (500.000 έφυγαν τα τελευταία 8 χρόνια).

Αυτό βέβαια προϋποθέτει απάρνηση του λαϊκισμού, τουλάχιστον από τα μεγάλα κόμματα. Προϋποθέτει δηλαδή ότι δεν θα διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα, δεν θα γίνεται συστηματική παραπλάνηση του κόσμου, χάριν του κομματικού συμφέροντος. Προϋποθέτει ειρήνη μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Η ευκαιρία να ξεκινήσουμε κάτι τέτοιο δίνεται τώρα κιόλας, με τη διαμόρφωση του Σχεδίου Στρατηγικής που έτσι κι αλλιώς έχουμε μνημονιακή υποχρέωση να καταρτίσουμε τον επόμενο μήνα. Ας φτιάξουμε και μια φορά ένα φιλόδοξο και ταυτόχρονα ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο στρατηγικό σχέδιο, με τη συμβολή όλων των πολιτικών δυνάμεων!Η Κύπρος, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, τα κατάφεραν λειτουργώντας με ανάλογο τρόπο. Θα το κάνουμε και εμείς ή θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε ως ιδανικοί αυτόχειρες, παραβλέποντας τα πραγματικά μας προβλήματα, τροφοδοτώντας το κλίμα πόλωσης και διαίρεσης, και παραπλανώντας την Ελληνική κοινωνία;

Η έξοδος από τα μνημόνια δεν είναι αυτοσκοπός. Γιατί, αν έχουμε στο μέλλον πισωγυρίσματα, η ΕΕ έχει θα πλέον τα εργαλεία (την αυστηρή εποπτεία και τις διαχρονικές μας δεσμεύσεις), να αποκαθιστά εύκολα και γρήγορα τη δημοσιονομική μας ισορροπία με νέα λιτότητα. 

 
Με άλλα λόγια ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε. Θαύματα δεν γίνονται στα θέματα αυτά.

Του Μιχάλη Γκλεζάκου
capital.gr

Πηγή