Σαν τον άρρωστο που πασχίζει να σηκωθεί από το κρεβάτι για να τρέξει κατοστάρι, μοιάζει η προσπάθεια που χρειάζεται να κάνει η ελληνική οικονομία για να κερδίσει την εμπιστοσύνη επενδυτών και αγορών ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια της χωρίς άλλα μνημόνια.
Καθώς η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, η κυβέρνηση πασχίζει να πείσει ότι η ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα, ότι η λύση που θα δοθεί τελικά για το χρέος δεν θα περιορίζεται σε ευχολόγια, και ότι θα δείξει αποφασιστικότητα στην εφαρμογή κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.
Αλλά είναι πασιφανές ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική, ότι η μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων που θα φέρει «συνάλλαγμα» στη χώρα δεν θα έρθει εγκαίρως, και ότι η δυναμική που θα δημιουργήσει η έξοδος από το μνημόνιο, δεν αρκεί από μόνη της για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Πολλώ δε μάλλον, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο πραγματικός μέσος δανεισμός της Ελλάδας «είναι υψηλότερος από τον καταγραφόμενο» μέσα από την παλιά τεχνική της ανακύκλωσης βραχυπρόθεσμου χρέους για να κρύβεται το πραγματικό του μέγεθος.
Διότι η κυβέρνηση έχει ξεθάψει την παλιά συνταγή της δημιουργικής λογιστικής, για να κτίζει τα πλεονάσματα στην ουσία με «κρυφά» χρέη, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε προ ημερών σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση, ο σύμβουλος επιχειρήσεων και πρώην καθηγητής στο Columbia Univeristy, Γιώργος Προκοπάκης.
Παρά τα θηριώδη υπερπλεονάσματα της διετίας 2016-2017, τα οποία υποτίθεται ότι θα έπρεπε να επαρκούν για την εξυπηρέτηση του χρέους, εντούτοις εκείνο αυξάνεται αντί να μειώνεται, γεννώντας υποψίες για ένα «κρυφό χρέος». Ενα επιπλέον ποσό που φτάνει περίπου έως τα 9 δισ. ευρώ, με το καθαρό επιτόκιο εξυπηρέτησης του να φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις στο εξωφρενικό 31%.
Τα νούμερα της έρευνας δείχνουν ότι η καθαρή θέση του χρέους, αυξήθηκε κατά 9,3 δισ ευρώ (στοιχεία Κεντρικής Κυβερνήσεις) και κατά περίπου 4,5 δισ (στοιχεία Γενικής Κυβέρνησης). Και σαν μην έφθανε αυτό η κυβέρνηση προστρέχει σε πανάκριβο εσωτερικό βραχυπρόθεσμο δανεισμό ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα χρέος 40 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 20 δισ. ευρώ αφορούν μόνο στα repos.
Να γιατί χρειαζόμαστε 4ο πρόγραμμα
Πρακτική που σύμφωνα με τον κ. Προκοπάκη είναι σε γνώση των αγορών, και που σε συνδυασμό με το εγχείρημα της «καθαρής εξόδου», θα στερήσει αντί να προσθέσει ελευθερία κινήσεων στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης.
Δεν παίρνουν επομένως τοις μετρητοίς οι αγορές, δηλώσεις σαν τις πρόσφατες του Πρωθυπουργού για καθαρή έξοδο τον Αύγουστο, «με εργαλείο τη δική μας αναπτυξιακή πολιτική που δεν μας υπαγορεύσει κανείς». Διαφορετικά το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, δεν θα βρισκόταν καρφωμένο εδώ και τρεις περίπου μήνες στο 4,3%…
Την άποψη ότι η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο για να κερδίσει την εμπιστοσύνη αγορών και επενδυτών, διατυπώνει σε πρόσφατο άρθρό του και ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου Bruegel, Zsolt Darvas.
Και επιμένει στην γνωστή θέση που έχει καταγράψει και σε πρόσφατη συνέντευξη στο Liberal, στο περιθώριο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα τέταρτο πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης, τουλάχιστον προληπτικό.
Μιλά για το έλλειμμα ως προς τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, όπως στη φορολογία, για τις καθαρές επενδύσεις που είναι στην πραγματικότητα αρνητικές, και για τη γενικότερη υστέρηση στις μεταρρυθμίσεις.
Το κλειδί βρίσκεται φυσικά στις επενδύσεις. Ο Darvas κάνει εκτενή αναφορά στις καθαρές επενδύσεις (δηλαδή οι ακαθάριστες, μείον τις αποσβέσεις) που ήταν περίπου 10% του ΑΕΠ πριν την κρίση, οι οποίες ωστόσο υποχώρησαν δραστικά μετά το 2010, υποδεικνύοντας μείωση του πραγματικού κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας.
Πως λοιπόν μπορεί κατά τον ίδιο να σταθεί στα πόδια της η Ελλάδα; Μόνο με μαζικές εισροές ξένων επενδύσεων.
Γιατί δεν «βρέχει» επενδύσεις
Η χώρα κατατάσσεται σήμερα μόλις στην 45η θέση μεταξύ 109 χωρών αναφορικά με την ελκυστικότητα άμεσων ξένων επενδύσεων, κατέχοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (μόνο η Ρουμανία έχει χειρότερο σκορ).
Είναι επομένως σαφές ότι για να προσελκύσουμε ξένα κεφάλαια, στα οποία θα στηριχθεί μια σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως δεν γίνονται από τη μια ημέρα στην άλλη.
Δεδομένων λοιπόν των μεγάλων αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις αλλά και τις εξελίξεις στο μέτωπο του ελληνικού δημοσίου χρέους, ο Darvas καταλήγει ότι είναι αναγκαία μια εξωτερική ομπρέλα στήριξης. Δηλαδή ένα light τέταρτο πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης, τουλάχιστον προληπτικό, που θα μπορούσε να βελτιώσει καταλυτικά την εμπιστοσύνη στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος, που κανείς απ’ όσους διαχειρίζονται σήμερα χρήματα, δεν εμπιστεύεται τη ρητορική του Πρωθυπουργού περί «καθαρής εξόδου» και «δικής μας αναπτυξιακής πολιτικής».
Του Γιώργου Φιντικάκη
liberal.gr