Παρά τον εξυψωτικό χαρακτηρισμό της Γαλλίας ως του παλαιότερου συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών -από την βοήθεια του μαρκήσιου ντε Λαφαγιέτ στην αμερικανική επανάσταση μέχρι το δώρο της Γαλλίας, το Άγαλμα της Ελευθερίας, και μέχρι τον κοινό αγώνα σε δύο παγκόσμιους πολέμους- η αμερικανο-γαλλική σχέση [1] ήταν πάντα περίπλοκη.

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο Γάλλος πρόεδρος Charles de Gaulle έσπευσε να συμπαραταχθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες όταν είχε σημασία, όπως κατά την διάρκεια της πυραυλικής κρίσης της Κούβας το 1962.

Αλλά συγκρούστηκε επίσης με ηγέτες των ΗΠΑ καθώς προσπάθησε να διεκδικήσει την γαλλική αυτονομία εντός του ΝΑΤΟ και να τοποθετήσει την χώρα του έξω από την αμερικανική και σοβιετική αντιπαλότητα.

Στην δεκαετία του 1980, οι υπέρ της πολιτικές ελεύθερης αγοράς του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρόναλντ Ρήγκαν, έκαναν πολλούς Γάλλους να υποχωρήσουν (έτειναν να παραβλέπουν τις επιτυχημένες προσπάθειές του για να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο).

Αλλά ο Γάλλος ομόλογός του, Φρανσουά Μιτεράν, επίσης στάθηκε απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και δήλωσε με αξιοσημείωτο τρόπο το 1983 [2] ότι οι «ειρηνιστές είναι στη Δύση, αλλά οι πύραυλοι βρίσκονται στην Ανατολή».

Αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, George W. Bush, διέταξε την εισβολή στο Ιράκ, η δημοτικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Γαλλία έπιασε πάτο. Τα πράγματα έγιναν τόσο άσχημα ώστε μια δημοσκόπηση του 2003 διαπίστωσε ότι το 33% των Γάλλων ήλπιζε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χάσουν από τον Σαντάμ Χουσεΐν. Δεν βοηθούσε ότι οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να αποκαλούν τους Γάλλους «παραδομένους πίθηκους που τρώνε τυριά» [3] και να τοποθετούν αυτοκόλλητα «Πρώτα το Ιράκ, μετά η Γαλλία», στα αυτοκίνητά τους.

Ωστόσο, οι αμερικανο-γαλλικές σχέσεις επέζησαν από την διαφωνία για το Ιράκ, με τον Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ να επιδιώκει με επιτυχία την στήριξη του Μπους για μια κοινή προσπάθεια να κάνει τα συριακά στρατεύματα να αποσυρθούν από τον Λίβανο το 2005.

Ο Trump και ο Macron στο παλάτι του Ελιζέ, στο Παρίσι, τον Ιούλιο του 2017.
POOL/REUTERS
——————————————————————————–

Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα σίγουρα επηρέασε την γαλλική κοινή γνώμη. Μέχρι το καλοκαίρι του 2009, σύμφωνα με έρευνα του Ερευνητικού Κέντρου Pew, τα ευνοϊκά ποσοστά των Ηνωμένων Πολιτειών στην Γαλλία ήταν στο 75% (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη), από 42% το 2003.

Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ Ομπάμα και του Γάλλου προέδρου, Nicolas Sarkozy, ήταν περίεργες. Ο Σαρκοζί βρήκε τον Αμερικανό ομόλογό του ψυχρό και ο Ομπάμα αστειεύτηκε για την εμφάνιση του Σαρκοζί και την γρήγορη ομιλία του.

Οι εντάσεις για το Ιράν έγιναν βαθύτερες: Οι Γάλλοι ήταν επιφυλακτικοί για το απλωμένο χέρι του Ομπάμα και πίεζαν για σκληρότερες κυρώσεις.

Η παρέμβαση του ΝΑΤΟ στην Λιβύη ήταν ένα άλλο εμπόδιο, με τον Σαρκοζί απογοητευμένο από την απόφαση του Ομπάμα να αποσύρει αμερικανικά βομβαρδιστικά δέκα μέρες μετά την επέμβαση.

Και μετά ήρθε ο Donald Trump, ένας πρόεδρος των ΗΠΑ σαν κανέναν άλλο. Κατά την διάρκεια της αμερικανικής προεκλογικής καμπάνιας του περασμένου φθινοπώρου, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, ο σοσιαλιστής François Hollande, μίλησε εξ ονόματος πολλών συμπατριωτών του όταν είπε ότι οι «υπερβολές» του Τραμπ τον έκαναν να θέλει να κάνει «εμετό» [4]. Στα δεξιά, ο Bruno Le Maire (ο οποίος έκτοτε έγινε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας) χαρακτήρισε τον Trump ως «επικίνδυνο άνθρωπο».

Ημέρες μετά την εκλογή του Trump, μια έρευνα διαπίστωσε ότι το 75% των Γάλλων είχε αρνητική γνώμη για τον επερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Οι περισσότεροι ήταν πεπεισμένοι ότι θα έβλαπτε τις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης και θα απειλούσε την παγκόσμια ειρήνη. Ακόμα και οι μισοί υποστηρικτές της ακροδεξιάς Γαλλίδας προεδρικής υποψήφιας, Marine Le Pen, αντιτάχθηκαν στο Τραμπ, παρά το γεγονός ότι μοιράζονταν πολλές από τις απόψεις του για το Ισλάμ, τη μετανάστευση και το εμπόριο.

Ωστόσο, πίσω από αυτή την γενικευμένη ανατροπή βρίσκεται μια διπλωματική ευκαιρία. 

Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να κοιτάζουν προς το εσωτερικό τους και τον Trump να έχει σκίσει το παραδοσιακό βιβλίο των κανόνων της εξωτερικής πολιτικής, ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, επιδιώκει να αναζωογονήσει το ευρωπαϊκό σχέδιο ως τρόπο αποκατάστασης της γαλλικής ηγεσίας.

Η γαλλική ισχύς, φυσικά, δεν υποκαθιστά την αμερικανική ισχύ. Αλλά με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών, τον παγκόσμιο ρόλο τους και την αξιοπιστία τους να είναι και πάλι αβέβαια, οι Ευρωπαίοι αισθάνονται ένα κενό που πρέπει κάποιος να γεμίσει -και η Γαλλία νομίζει ότι πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσει να κάνει ακριβώς αυτό.

ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παράσχει ιστορικά παρόμοια αλλά ανταγωνιστικά μηνύματα στον κόσμο: Η «αμερικανική ιδιαιτερότητα» (american exceptionalism) αντιστοιχεί με το αίτημα της Γαλλίας να είναι «η γενέτειρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Όπως ο Σαρκοζί κάποτε ευφυολόγησε, τις δύο χώρες «χωρίζουν κοινές αξίες». Η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μην βλέπονται πάντα κατάματα στην πολιτική, αλλά και οι δύο υποστηρίζουν τις ανθρωπιστικές αξίες που ανάγονται στον Διαφωτισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο, η άγρια εγκατάλειψη από τον Trump ακόμη και της προσποίησης της υπεράσπισης της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και του συνοδευτικού συνόλου των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή.

Το στυλ του Trump είναι επίσης ανάθεμα για τους Γάλλους. 

Η άποψη από το Παρίσι είναι ότι ο Trump είναι ένας χυδαίος πλουτοκράτης ο οποίος έφθασε στο αξίωμα με το να κολακεύει τις απλοϊκές μάζες και ο οποίος μπορεί να χάσει τον θώκο του νωρίς λόγω σκανδάλου. Οι θέσεις του για την εξωτερική πολιτική, κατά την άποψή τους, εναλλάσσονται μεταξύ του απομονωτισμού της δεκαετίας του ’30 και της μονομέρειας με το δάχτυλο στην σκανδάλη.

Όσο δελεαστικό μπορεί να είναι για τους Γάλλους να κοιτούν υποτιμητικά τις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, γνωρίζουν ότι η χώρα τους δεν έχει ανοσία στον δεξιό λαϊκισμό: Στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών [5] τον Μάιο, η Le Pen έλαβε περισσότερα από δέκα εκατομμύρια ψήφους, το ένα τρίτο του συνόλου.

Αλλά μετά την αποφασιστική νίκη του Macron επί της Le Pen, οι Γάλλοι δικαίως αισθάνθηκαν υπερηφάνεια για την επιβράδυνση, ή ίσως και την διακοπή, της πορείας του λαϊκισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, ειδικά όταν πέρα από τον Ατλαντικό, η Αμερική του Trump μοιάζει με κάτι σαν να βγήκε από το Ubu Roi, το γαλλικό σατιρικό θεατρικό έργο του 19ου αιώνα για έναν αισχρό βασιλιά. Αλλά οι ανησυχίες επιμένουν και με την μοίρα της Δύσης να διακυβεύεται, η Γαλλία αισθάνεται τόσο δυσφορία όσο και αυταρέσκεια.

Παρόλα αυτά, σε κάποιο βαθμό, η χώρα υιοθετεί μια προσέγγιση «περιμένω και βλέπω» για τον Trump.

Η εκλογή του δεν έβγαλε τους Γάλλους στους δρόμους. Δεν υπήρξαν διαδηλώσεις με συνθήματα όπως το Vive la France! À bas l’Amérique de Trump! (Ζήτω η Γαλλία! Κάτω η Αμερική του Trump!). Ούτε οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν την έλλειψη σεβασμού του Τραμπ για το ΝΑΤΟ ως πρόσχημα για να αναβιώσουν τις παλιές μνησικακίες κατά της συμμαχίας, την οποία κάποιοι Γάλλοι έβλεπαν ως όχημα για μια αμερικανική αυτοκρατορική κυριαρχία.

Ο De Gaulle εδώ και πολύ καιρό στριφογυρίζει στον τάφο του: Κανένας αξιωματούχος στο Παρίσι δεν θέλει να ανατρέψει την επιστροφή της Γαλλίας στην ολοκληρωμένη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ το 2009, από την οποία είχε αποσυρθεί το 1966.

Ούτε η προεδρία του Trump προκάλεσε μια ορμητική εχθρότητα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες συνολικά. Είναι η προσωπικότητά του, όχι η χώρα του, που τραβά τόσο πολλή περιφρόνηση. Αυτά είναι καλά νέα για κάθε μελλοντικό πρόεδρο των ΗΠΑ που θα αποφασίσει να αναβιώσει την διατλαντική σύνδεση.

Βεβαίως, ο αντι-αμερικανισμός δεν έχει εξαφανιστεί από την Γαλλία. Είναι ακόμα παρών και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος.

Ο Jean-Luc Mélenchon, ο πρώην τροτσκιστής που κέρδισε σχεδόν το 20% των ψήφων στον πρώτο γύρο των φετινών προεδρικών εκλογών, αγαπά να κομπάζει εναντίον των αμερικανικών πολιτικών ενώ δείχνει ελάχιστη ενόχληση προς εκείνες των διαφόρων δικτατόρων.

Η Le Pen, από την πλευρά της, εμφανίστηκε να πίνει καφέ στο Trump Tower [6] κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της (χωρίς να συναντήσει τον Τραμπ), και επικρότησε την εκλογή του («Συγχαρητήρια στον αμερικανικό λαό, ελεύθερα!» έγραψε στο Tweeter). Αλλά η εθνικιστική ιδεολογία του κόμματός της, καθώς και οι γαλλικές δημοσκοπήσεις που δείχνουν μια βαθιά αντιπάθεια για τον Trump, την δυσκόλεψαν να μιλήσει για την προοπτική μιας γαλλο-αμερικανικής αγάπης. Αντίθετα, επέλεξε να τονίσει την στοργή της για τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν.

Αφήνοντας κατά μέρος αυτούς τους λαϊκιστές, οι περισσότεροι Γάλλοι κάνουν διάκριση μεταξύ του Trump, τον οποίο θεωρούν ως εκτροπή, και των θεσμών των Ηνωμένων Πολιτειών, στις οποίες εξακολουθούν να βασίζουν τις ελπίδες τους.

Αλλά παρόλο που πολλοί Γάλλοι θυμούνται τον Ομπάμα με νοσταλγία -τόσο πολύ ώστε ο Μακρόν αναζήτησε και έλαβε την έγκρισή του [7]- δεν ήταν καθολικά αγαπητός στο παλάτι του Ελιζέ, την επίσημη κατοικία του προέδρου της Γαλλίας. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να υπερτιμηθεί το πόσο θυμωμένο ήταν το κατεστημένο της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής με το διστακτικό στυλ λήψης αποφάσεων του Ομπάμα, ιδιαίτερα σε σχέση με την Συρία.

Ο παροξυσμός ήρθε τον Αύγουστο του 2013, όταν ο Ομπάμα, προειδοποιώντας τον Μπασάρ αλ-Άσαντ της Συρίας ότι η χρήση χημικών όπλων θα αποτελούσε το πέρασμα μιας «κόκκινης γραμμής», προετοιμάστηκε να την επιβάλει με μια αεροπορική επίθεση, όταν ο Άσαντ έκανε ακριβώς αυτό. Τα μαχητικά αεροσκάφη Rafale ήταν έτοιμα να αναχωρήσουν για μια κοινή επιχείρηση ΗΠΑ-Γαλλίας που οι Γάλλοι αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι θα έθετε το σκηνικό για μια σημαντική αλλαγή στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας και ενδεχομένως να οδηγούσε τον Assad να αποδεχθεί μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων.

Αλλά μέσα σε λίγες ώρες, ο Ομπάμα έκανε μια τεράστια στροφή, αποφεύγοντας να παρέμβει και έτσι αποτυγχάνοντας να εφαρμόσει την δική του απειλή.

Όπως τα επόμενα χρόνια κατέστησαν σαφές, η παράταση της συριακής σύγκρουσης όχι μόνο δημιούργησε ανείπωτο ανθρώπινο πόνο˙ έχει επίσης προκαλέσει σοβαρές ζημίες στην Ευρώπη, με την επακόλουθη τρομοκρατία και τη μετανάστευση να τροφοδοτούν την άνοδο του λαϊκισμού.

Ήταν εκείνη η στιγμή το 2013, και όχι η εκλογή του Trump, που έκανε το Παρίσι να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε πλέον να υπολογίζει στον σύμμαχό του πέρα από τον Ατλαντικό.

Ο Ομπάμα, με την διαφημισμένη «στροφή» του στην Ασία, θεωρείτο ήδη ως αποστασιοποιημένος από την Ευρώπη, αλλά τώρα οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων της Γαλλίας έμαθαν ότι ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να επιδείξει απόλυτη αδιαφορία για τις αντιρρήσεις ενός στενού συμμάχου, και ότι θα μπορούσε να κάνει πίσω από τον λόγο του με τρόπους που βλάπτουν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και τα διεθνή πρότυπα.

Ο Macron ήταν ανώτερος συνεργάτης του Hollande στο Élysée όταν εκτυλίσσονταν αυτά τα γεγονότα και άφησαν βαθιά ίχνη στην σκέψη του για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μια συνέντευξή του τον Ιούνιο, κατέδειξε μια σαφή σύνδεση μεταξύ της αντιστροφής του Ομπάμα στην Συρία και της επιθετικότητας του Πούτιν στην Ουκρανία, η οποία κατέστρεψε την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης.

«Όταν σχεδιάζεις κόκκινες γραμμές, αν δεν ξέρεις πώς να τις κάνεις σεβαστές, αποφασίζεις να είσαι αδύναμος», είπε. Συνέχισε: «Τι ώθησε τον Πούτιν να δράσει σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων; Το γεγονός ότι είδε πως είχε μπροστά του ανθρώπους που έχουν κόκκινες γραμμές αλλά δεν τις επιβάλλουν».

Ο Macron περιμένει να φύγουν οι καλεσμένοι του από το παλάτι Ελιζέ στο Παρίσι, τον Ιούλιο του 2017. PHILIPPE WOJAZER / REUTERS
———————————————————————————-

ΠΩΣ ΝΑ ΧΕΙΡΙΣΤΕΙΣ ΤΟΝ TRUMP

Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Macron, φρέσκος από μια εκλογική μάχη κατά των πολιτικών δυνάμεων που ο Τραμπ έμοιαζε έτοιμος να προωθήσει, κατέστησε σαφές ότι δεν θα υποταχθεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ. Σε μια συνάντηση του ΝΑΤΟ στις 25 Μαΐου, ο Macron κατόρθωσε να αποτρέψει την προφανή προσπάθεια του Trump να τον κυριαρχήσει κατά την διάρκεια μιας χειραψίας.

Δεν άργησε να εκμεταλλευτεί το επεισόδιο. «Έτσι διασφαλίζεις ότι είσαι σεβαστός», δήλωσε στους δημοσιογράφους. «Πρέπει να δείξεις ότι δεν θα κάνεις μικρές παραχωρήσεις -ούτε καν συμβολικές». Ο Macron συνέχισε με ένα αξιόλογο τηλεοπτικό διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό ως απάντηση στην απόσυρση του Trump από την συμφωνία για το κλίμα του Παρισιού, καλώντας Αμερικανούς επιστήμονες, και «υπεύθυνους πολίτες» να «βρουν μια δεύτερη πατρίδα» στην Γαλλία. Και ξεκίνησε μια εκστρατεία για να «κάνει πάλι σπουδαίο τον πλανήτη», η οποία κέρδισε την προσοχή στα κοινωνικά μέσα. Για μια στιγμή, φαινόταν σαν ο Macron να επιτίθεται μονομερώς στον Trump και να κάνει τον εαυτό του ηγέτη του Δυτικού φιλελευθερισμού.

Στο Παρίσι, οι άρχοντες της εξωτερικής πολιτικής πήγαν στα τηλεοπτικά στούντιο, μόλις κρύβοντας τον ενθουσιασμό τους: Τώρα ήταν η στιγμή να επιδείξουμε μια γκωλική ανεξαρτησία, ισχυρίστηκαν. Ο Dominique de Villepin, πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρώην πρωθυπουργός, ισχυρίστηκε ότι η Γαλλία έπρεπε να επανέλθει στην παραδοσιακή πορεία της «διαμεσολάβησης» και της «εξισορρόπησης» μεταξύ των δυνάμεων.

Μια δημόσια συζήτηση μαινόταν στους κύκλους του Παρισιού σχετικά με το αν ο Hollande -και, πριν από αυτόν, ο Σαρκοζί- είχαν πάρα πολύ «ατλαντικό» προσανατολισμό, επικίνδυνα ευθυγραμμισμένοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δύσκολα ταίριαζε με τα γεγονότα, λαμβάνοντας υπόψη τις διμερείς εντάσεις που υπήρχαν τόσο υπό τον Σαρκοζί όσο και υπό τον Hollande.

Αλλά ο Macron θεωρείτο ότι θα προσέφερε μια καλοδεχούμενη διόρθωση πορείας.

Όμως, εκείνοι που ήλπιζαν για μια πλήρη σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα απογοητεύονταν. 

Ο Macron, όπως αποδείχθηκε, αναγνώρισε ότι ο αντι-Τραμπισμός δύσκολα μπορεί να χρησιμεύσει ως η ιδέα που θα κινητοποιεί πίσω από την γαλλική εξωτερική πολιτική. Έχει επιλέξει τα λόγια του προσεκτικά, επιθυμώντας διακαώς να διατηρήσει τις σχέσεις με τον Λευκό Οίκο.

Σε αντίθεση με την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία έχει αντιταχθεί δημοσίως στον Τραμπ για την έλλειψη δέσμευσής του προς τις Δυτικές αξίες, ο Macron έχει στοχεύσει χαλαρά -για παράδειγμα, επικρίνοντας την στάση της κυβέρνησης του Τραμπ για την κλιματική αλλαγή αντί να δηλώσει, όπως έκανε η Μέρκελ, ότι δεν μπορεί να βασιστεί πλέον στις ΗΠΑ. Κατά την προετοιμασία για τις ομοσπονδιακές εκλογές στην Γερμανία τον Σεπτέμβριο, η Μέρκελ είχε αναμφίβολα συνειδητοποιήσει τους κινδύνους να φανεί να συμφωνεί με τον Τραμπ στο οτιδήποτε.

Ο Macron είναι πολύ λιγότερο περιορισμένος. Τον Μάιο, μετά από συνάντηση με τον Trump στην σύνοδο κορυφής του G-7, είπε ότι, παρά τις διαφορές τους, βρήκε τον Trump «ρεαλιστή» και «κάποιον που ακούει και είναι πρόθυμος να εργαστεί». Ο Macron έφτασε μέχρι το σημείο να προσκαλέσει τον Trump στον φετινό εορτασμό της ημέρας της Βαστίλης στο Παρίσι. Η ομάδα του Macron χαρακτήρισε την χειρονομία ως έχουσα στόχο να τιμηθεί ο μακρόχρονος ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη, αλλά ήταν δύσκολο να μην το δει κανείς ως μια προσπάθεια να παράξει καλή χημεία με τον Trump.

Για τον Macron, ο ανταγωνισμός με τον νέο ηγέτη των ΗΠΑ έχει απλώς πάρα πολλά μειονεκτήματα -πάνω απ’ όλα, την προοπτική να τεθεί σε κίνδυνο η συνεργασία στην αντιτρομοκρατία. Οι Γάλλοι αξιωματούχοι θεωρούν ως πρωταρχική την εθνική ασφάλεια.

Για χρόνια, η Γαλλία τοποθετείται ως ο πιο ενεργός Ευρωπαίος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών όσον αφορά την αντιτρομοκρατία και, από τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 στο Παρίσι και του 2016 στη Νίκαια, αυτό αποδείχθηκε πιο αληθινό από ποτέ.

Δεν είναι μυστήριο το γιατί: Με τους περιορισμένους αμυντικούς πόρους της, η Γαλλία δεν μπορεί να αντέξει να χάσει την βοήθεια των ΗΠΑ στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και άλλων τρομοκρατικών ομάδων, είτε στην Μέση Ανατολή είτε στην ζώνη Σαχέλ.

Η εκλογή του Trump δεν θα αλλάξει την κεντρική θέση της αντιτρομοκρατίας στην σχέση. Πράγματι, ο Macron δήλωσε ότι η αντιτρομοκρατία είναι η «προτεραιότητα νούμερο ένα» και η πρώτη του συνάντηση με τον Trump επικεντρώθηκε στην καταπολέμηση του ISIS.

Όμως, η εκλογή του Trump είναι πιθανόν να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η Γαλλία διαχειρίζεται την σχέση. Όπως και άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, η Γαλλία αγωνίζεται να πλοηγηθεί σε μια ολοένα και πιο δυσδιάκριτη δομή εξουσίας της Ουάσινγκτον.

EUROVISION

Αντί να βλέπει την εκλογή του Trump ως λόγο για να αποστασιοποιήσει πλήρως την Γαλλία από τον σύμμαχό της πέραν του Ατλαντικού, ο Macron αναζητά τρόπους για να ενισχύσει την θέση της Γαλλίας στην άμεση γειτονιά της. Η γαλλική επιρροή στην Ευρώπη έχει εξασθενίσει τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να εξασθενίσει η θέση της Γαλλίας στην ευρύτερη διεθνή σκηνή.

Κατά την διάρκεια της εποχής του Ομπάμα, ήταν η Γερμανία που χρησίμευσε ως ο προτιμώμενος συνομιλητής των Ηνωμένων Πολιτειών. Από γαλλική άποψη, αυτό ήταν μια εξαιρετικά μη ισορροπημένη ρύθμιση. Από τότε που δημιουργήθηκε πριν από 60 χρόνια, το ευρωπαϊκό εγχείρημα θεωρείτο στο Παρίσι ως ενισχυτής της γαλλικής επιρροής και όχι ως εργαλείο για την περιθωριοποίησή του. Θυμηθείτε ότι ήταν μόνο αφότου η Γαλλία έχασε την αυτοκρατορία της το 1962, όταν αποσύρθηκε από την Αλγερία, που ο De Gaulle δεσμεύτηκε πλήρως στην κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια. (Υπέγραψε μια συνθήκη φιλίας με την Δυτική Γερμανία ακριβώς το επόμενο έτος).

Σε μια σημαντική προεκλογική ομιλία τον Μάρτιο, ο Macron περιέγραψε το όραμά του για την θέση της Γαλλίας στο μεταβαλλόμενο παγκόσμιο τοπίο:

«Σε όσους έχουν συνηθίσει να περιμένουν λύσεις στα προβλήματά τους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, πιστεύω ότι οι εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δείχνουν σαφώς ότι έχουμε αλλάξει εποχές. Φυσικά, η συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι και παραμένει θεμελιώδης, σε στρατηγικό, πληροφοριακό και επιχειρησιακό επίπεδο. . . . Αλλά τώρα, οι Αμερικανοί φαίνεται να θέλουν να επικεντρωθούν στον εαυτό τους.

Η τρέχουσα μη προβλεψιμότητα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ θέτει υπό αμφισβήτηση ορισμένα από τα σημεία αναφοράς μας, ενώ ένα ευρύ πεδίο έχει αφεθεί ανοιχτό για πολιτικές ισχύος και τετελεσμένων γεγονότων στην Ευρώπη, στην Μέση Ανατολή και επίσης στην Ασία. Επομένως, εναπόκειται σε εμάς να δράσουμε όπου διακυβεύονται τα συμφέροντά μας και να βρούμε εταίρους με τους οποίους θα εργαστούμε για να υποκαταστήσουμε την σταθερότητα και την ειρήνη αντί του χάους και της βίας».

Το ότι ο Macron δεν έχει επαναλάβει δημοσίως αυτές τις σκέψεις με τόσα πολλά λόγια αφότου εξελέγη δεν σημαίνει ότι έχουν αλλάξει: Μάλλον, αναγνωρίζει τους διπλωματικούς περιορισμούς τού να είναι στην εξουσία. Αλλά, ενώ κάνει κάπως πιο ήπια την ρητορική του, έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζει ορισμένες από αυτές τις ιδέες στην πράξη.

Το επίκεντρο του σχεδίου του Macron για την Ευρώπη είναι να προωθήσει μια νέα εποχή ηπειρωτικής αμυντικής συνεργασίας. 

Ο Γάλλος πρόεδρος έχει υποστηρίξει την δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού αμυντικού ταμείου» που θα πληρώνει για έργα σε ολόκληρη την Ευρώπη και σχεδιάζει ad hoc ευρωπαϊκές συμμαχίες για στρατιωτικές παρεμβάσεις εντός και εκτός Ευρώπης. Σε αυτό το μέτωπο, οι Γάλλοι πιστεύουν ότι είναι φυσικό να αναλάβει η χώρα τους το προβάδισμα.

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει γίνει εμμονικά εσωστρεφές -σχεδόν μια πράξη εξαφάνισης, προς βαθιά λύπη της Γαλλίας.

Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η Γαλλία παραμένει η κορυφαία στρατιωτική δύναμη και η μόνη με πυρηνική αποτρεπτική δύναμη και μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Για ιστορικούς λόγους, η Γερμανία εξακολουθεί να είναι απρόθυμη να επεκτείνει τις στρατιωτικές της δυνάμεις και να βάλει τους στρατιώτες της σε κίνδυνο. Η Γαλλία δεν έχει τέτοιες ανησυχίες και η πολιτική της κουλτούρα επιτρέπει στον πρόεδρο να ενεργεί στρατιωτικά χωρίς πολύ κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Ο Macron και η Merkel στο Παρίσι, τον Ιούλιο του 2017. STEPHANE MAHE / REUTERS
————————————————————————————

Αλλά ο Macron αναγνωρίζει ότι η Γαλλία δεν μπορεί να προχωρήσει μόνη της και ότι η Γερμανία είναι το κλειδί για αυτό που θέλει να περιγράψει ως «ευρωπαϊκή αναγέννηση». Η ομάδα του σκέφτεται να λάβει μέτρα για την βαθύτερη ολοκλήρωση της ευρωζώνης, αν και πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα των εκλογών στην Γερμανία, καθώς και από την ικανότητα του Macron να εφαρμόσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις εγχωρίως.

Στο μέλλον, περιμένετε από τον Macron να παρουσιάσει την εγγύτητά του με τη Μέρκελ, όπως όταν το προχώρησε πολύ για να υποστηρίξει τις προσφυγικές πολιτικές της καγκελαρίου -αυτές που ο Τραμπ έχει επανειλημμένα καταδικάσει.

Η αναβίωση της λεγόμενης γαλλο-γερμανικής μηχανής είναι καθοριστικής σημασίας για την πρωτόγνωρη αίσθηση αυτοπεποίθησης της ηπείρου, μια συγκυρία στην οποία ο Macron θέλει να κεφαλαιοποιήσει.

Ο Macron έχει επίσης κάνει έκκληση για μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία θεωρεί ως αναποτελεσματική και εκτός πραγματικότητας. Κατά την άποψή του, πρέπει να οικοδομήσει καλύτερες άμυνες κατά της τρομοκρατίας, της ρωσικής επιθετικότητας και των καταχρηστικών εμπορικών πρακτικών (συμπεριλαμβανομένης της Κίνας).

Ο Macron είχε καταρτίσει αυτόν τον κατάλογο επιθυμιών αρκετά πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ, αλλά τα ανορθόδοξα χαρακτηριστικά του Trump έκαναν ακόμη πιο επείγοντα τα μέτρα αυτά, διότι η Ευρώπη τώρα αμφισβητεί τις παραδοσιακές εγγυήσεις ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών και στερείται αξιόπιστου εταίρου για το ελεύθερο εμπόριο.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΤΙ;

Ο Τραμπ αντιπροσωπεύει αδιαμφισβήτητα τόσο μια ευκαιρία για την Ευρώπη, όσο και ένα πρόβλημα. Όμως, όσοι ελπίζουν ότι η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει εύκολα την στροφή των Ηνωμένων Πολιτειών προς το εσωτερικό τους, θα πρέπει να διαχειριστούν τις προσδοκίες τους.

Κατ’ αρχήν, η Ευρώπη δύσκολα μπορεί να φορέσει τα παπούτσια των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν υπάρχει κάτι σαν μια ευρωπαϊκή πυρηνική ομπρέλα που να μπορεί να προσφερθεί, και το να μιλάμε για έναν «ευρωπαϊκό στρατό» παραμένει υψηλόφρον. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι θα κάνουν πιο μετριοπαθή βήματα, όπως να συγκεντρώσουν τους πόρους τους για την από κοινού προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού.

Εκτός αυτού, υπάρχουν ισχυρά ιστορικά εμπόδια που δεν έχουν εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου. Ο Macron γνωρίζει καλά ότι ήταν η Γαλλία, όχι η Γερμανία, που απέρριψε τα σχέδια για έναν ευρωπαϊκό στρατό το 1954.

Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις απειλές για την Ευρώπη σήμερα -το Brexit, η επιθετικότητα του Πούτιν, η αυταρχική στροφή της Τουρκίας και το φάντασμα της τρομοκρατίας- η Ευρώπη μπορεί μόνο να προσπαθήσει να μετριάσει κάποιες από τις συνέπειες του φαινομένου Trump. Σε αυτό, ο Macron θα συμφωνούσε σίγουρα με τον τρόπο που ένας πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης Obama πλαισίωσε τα πράγματα για μένα:

«Η Ευρώπη πρέπει να κρατήσει το φρούριο για όσο διάστημα ο Trump παραμένει στην εξουσία».

Ο Frans Timmermans, ο αναπληρωτής ηγέτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είπε κάποτε ότι υπάρχουν δύο είδη χωρών στην Ευρώπη: «Οι μικρές και εκείνες που δεν γνωρίζουν ακόμα ότι είναι μικρές».

Οι Γάλλοι θα ήθελαν να ανανεώσουν την αίσθηση μεγαλείου της χώρας τους, αλλά η Γαλλία δεν είναι υπερδύναμη. Η αντίθεση με τον Trump μπορεί να τους κάνει να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους.

Αλλά καθώς ο Macron συλλογίζεται αυτό που ονομάζει «το στρατηγικό κενό» που άφησε η υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών, ξέρει ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες της Ευρώπης εάν θέλει να έχει σημασία η φωνή της Γαλλίας.

Με άλλα λόγια, πρέπει να αντισταθμίσει το «Αμερική πρώτα» εστιάζοντας στην Ευρώπη πρώτα.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/western-europe/2017-08-15/france…

Σύνδεσμοι:

Πηγή

Share.