Λίγο-πολύ όλοι μας έχουμε νοιώσει πόσο υπερβολική είναι η φορολογία στη Χώρα μας. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τα επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, το 52% του ΑΕΠ πηγαίνει στο κράτος, έναντι 42% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ.

Πληρώνουμε δηλαδή όσο οι άλλοι και ακόμη 24% πάνω σε αυτό.

Το χειρότερο είναι ότι η επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων δεν είναι ανάλογη με τις δυνατότητες τους, όπως θα άρμοζε σε ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα. Αντίθετα, τα φορολογικά βάρη επιβάλλονται αυθαίρετα, χωρίς να συνδέονται με τις οικονομικές δυνατότητες των φορολογουμένων.Θα αναφέρω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:

– Ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι (π.χ. καπνού, καυσίμων κλπ) επιβάλλονται στην κατανάλωση, με αποτέλεσμα οι φτωχότεροι να φορολογούνται για το 100% του εισοδήματος τους, επειδή το ξοδεύουν όλο (και δεν φτάνει…).

– Ο ΕΝΦΙΑ χρεώνεται ανεξάρτητα αν το ακίνητο φέρνει εισόδημα ή αν ο ιδιοκτήτης του έχει εισροές, έστω και από άλλες πηγές, για να μπορεί να τον πληρώσει. Έτσι, αν π.χ. χάσει τη δουλειά του και καταλήξει μακροχρόνια άνεργος, το κράτος μπορεί να βγάλει το σπίτι του σε πλειστηριασμό για να πάρει τον ΕΝΦΙΑ που αυθαίρετα του επέβαλλε.

Όλα αυτά λίγο-πολύ τα ξέρουμε. 

 
Εκείνο που δεν πάει στο μυαλό μας είναι ότι πέρα από τους μεγάλους και άδικους φόρους που μας αναλογούν, πληρώνουμε και τους φόρους των συμπατριωτών μας που είτε δεν έχουν να πληρώσουν είτε φοροδιαφεύγουν.

Για να γίνω πιο σαφής, αναφέρω τα εξής:

– Για να εισπράξει 2,6 δισ. ΕΝΦΙΑ, το κράτος, επιβάλλει φόρο 3,3 δισ. Αυτό σημαίνει ότι εκείνοι που πληρώνουν φορτώνονται σχεδόν 700 εκατ. επιπλέον (+ 27%) για να καλυφθεί το κενό από τον ΕΝΦΙΑ που δεν εισπράττεται.

– Κάθε χρόνο, το κράτος εισπράττει περίπου 45 δισ. από άμεσους και έμμεσους φόρους. Το ποσό αυτό θα μειωνόταν σε 40,5 δισ., αν περιοριζόταν το λαθρεμπόριο καυσίμων, τσιγάρων κλπ (ελάχιστες εισπράξεις 1 δισ. ευρώ) και αν δεν δημιουργούσαμε αχρείαστα πρωτογενή υπερπλεονάσματα τη διετία 2016-2017 (3,5 δισ. ετησίως). Αν κοντά σε αυτά συρρικνώναμε την παραοικονομία στα μέσα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα προέκυπταν πρόσθετα φορολογικά έσοδα τουλάχιστον 20% και θα απέμενε να καλυφθούν 32 δισ. από τους συνεπείς φορολογούμενους. Όμως δεν συμβαίνει τίποτα από αυτά και έτσι ο λογαριασμός παραμένει στα 45 δισ., υποχρεώνοντάς τους να πληρώσουν “καπέλο” 13 δισ. ή 40% πάνω στους φόρους που τους αναλογούν.

Πως αλλιώς θα μπορούσε το Κράτος να έχει πρωτογενή υπερπλεονάσματα, τη στιγμή που οι “κόκκινες”” οφειλές στην εφορία ξεπερνούν τα 100 δισ.; Είναι προφανές ότι αυτά τα 100 δισ. (καθώς και τα βάρη που αντιστοιχούν στους λαθρεμπόρους και “παραοικονομούντες”) έχουν καλυφθεί από τους απομένοντες συνεπείς φορολογούμενους.

Αυτοί είναι οι κρυφοί, οι άδικοι φόροι, που πληρώνουμε λόγω της ανικανότητας αλλά και της αδιαφορίας του κράτους.

Όμως, η κατάσταση αυτή δεν είναι βιώσιμη, γιατί όσοι δεν αντέχουν να πληρώνουν τους δυσβάστακτους φόρους που άδικα και αυθαίρετα τους επιβάλλονται, αυξάνονται δραματικά: Από 1.089.791 το 2009, έφτασαν τα 4.068.857 το 2017 (αύξηση 273%). Αυτή η απίστευτη αύξηση, απλά εκφράζει το συνδυασμένο αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων και της ταυτόχρονης αύξησης των φόρων.

Το κακό είναι ότι η κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να αλλάζει. 

 
Η απροθυμία πραγματοποίησης ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων χάριν της εκλογικής πελατείας, η απουσία συναίνεσης, η ανυπαρξία μακροπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής, έχουν καταστήσει μονόδρομο τη φορολογική αφαίμαξη. Γι’ αυτό άλλωστε, η πιο πάνω κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώνεται αλλά χειροτερεύει με τον χρόνο. 
 
Για παράδειγμα, κατά την τελευταία τριετία (βλ.Σπ. Δημητρέλη, “Υπερφορολόγηση: Οι αριθμοί που λένε την πικρή αλήθεια“,Capital.gr, 22-2-2018), αυξήθηκε η φορολογία εισοδήματος για όλους τους φορολογούμενους και ακόμη η εισφορά αλληλεγγύης (ανώτατος συντελεστής 10% από 2,8%), ο φόρος ελευθέρων επαγγελματιών (με συντελεστές που φτάνουν το 45% από 26% – 33%), η φορολογία ενοικίων (φτάνει πλέον 45%), η προκαταβολή φόρου (100% από 55%), ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρηματικών κερδών (29% από 26%), οι τεκμαρτοί φόροι, ο φόρος μερισμάτων (15% από 10%) κλπ.

Είναι περιττό νομίζω να επισημανθεί ότι όλες οι εκτιμήσεις για βελτίωση της Ελληνικής οικονομίας, για μακροπρόθεσμα βιώσιμη έξοδο στις αγορές, για ανάπτυξη κλπ, βασίζονται στην υπόθεση ότι οι συνεπείς φορολογούμενοι (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) θα μπορούν να σηκώνουν τα τεράστια βάρη που τους επιβάλλονται (τα δικά τους και των άλλων) για πολλά χρόνια ακόμη. 

 
Όμως αυτό δεν είναι δυνατό να συμβεί, γιατί κάποιοι δεν θα αντέξουν. 
 
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να επιβληθούν νέα βάρη στους απομένοντες, για να μπορεί το κράτος να καλύπτει τις δαπάνες του, να πληρώνει συντάξεις, να έχει τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα κλπ. Φαύλος κύκλος δηλαδή.

Μετέχουμε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία όπου κριτήριο κατανομής του πλούτου είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα. 

Είναι μονόδρομος, λοιπόν, να αναπτύξουμε τα δικά μας πλεονεκτήματα. 
 
Είναι ο μόνος τρόπος για να βελτιώσουμε τη ζωή μας, για να έχουμε προοπτική.

Του Μιχάλη Γκλεζάκου
capital.gr

Πηγή

Share.