Μία εβδομάδα μετά το ογκώδες συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και τη μη χρήση του όρου «Μακεδονία» από τους γείτονες, ένα συμπέρασμα μπορεί να βγει, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης:

Ο καιρός για μια βιώσιμη λύση στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, με οφέλη και για τις δύο πλευρές, δεν έχει έρθει ακόμα. 

Και η αιτία γι’ αυτό δεν είναι τόσο ότι οι διαφορές στο ονοματολογικό δεν έχουν πάψει να υφίστανται -μολονότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έλεγε «όχι» σε μια ονομασία τύπου «Νέα Μακεδονία»- όσο ο αλυτρωτισμός, που δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των Σκοπιανών, αλλά και των Ελλήνων.

Είναι σαφές ότι οι Σκοπιανοί, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν την εθνική ταυτότητα που δεν έχουν, επιχειρούν να σφετεριστούν την ιστορία της Ελλάδας.

Και μπορεί ο νέος τους πρωθυπουργός, Ζόραν Ζάεφ, να δηλώνει έτοιμος να αλλάξει όνομα στο αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος» των Σκοπίων και σε κεντρικούς δρόμους, ωστόσο τέτοιες… δηλώσεις προθέσεων μόνο για επικοινωνιακούς λόγους μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

Οι Σκοπιανοί, άλλωστε, αν και δεν είναι, αισθάνονται «Μακεδόνες» και, όταν ακούν ακόμα και τον ειδικό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ να τους αποκαλεί έτσι, μόνο πίσω δεν πρόκειται να κάνουν στις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις.

Και οι Έλληνες, όμως, που διατρανώνουν ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική», φαίνεται να αγνοούν μία σημαντική παράμετρο της ιστορίας. Και αυτό γιατί η Μακεδονία, κατά την Οθωμανική περίοδο, συμπεριλάμβανε περιοχές που σήμερα βρίσκονται σε Ελλάδα, ΠΓΔΜ, Βουλγαρία, Αλβανία και Σερβία.

Εάν, λοιπόν, η Μακεδονία είναι μόνο ελληνική, τότε οι υποστηρικτές αυτής της συνθηματολογίας θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα εάν επιθυμούν την αναθεώρηση των συνόρων και την κήρυξη πολέμου για την κατάληψη των ανωτέρω εδαφών -ένα σενάριο, δηλαδή, που όχι μόνο αποτελεί τμήμα της εθνικιστικής ατζέντας, αλλά θα άνοιγε και «τον ασκό του Αιόλου» σε σχέση με διεκδικήσεις άλλων χωρών στο Αιγαίο, την Θράκη ή την Κύπρο.

Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν είναι επαρκώς κατανοητό για τη μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο συλλαλητήριο της περασμένης Κυριακής στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε όσους επιθυμούν να δώσουν συνέχεια στις συγκεντρώσεις, την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στην Αθήνα.

Εάν ανέδειξε κάτι το συλλαλητήριο της περασμένης Κυριακής, είτε οι συμμετέχοντες ήταν 100.000 είτε 200.000 είτε 500.000, είναι ότι ο εθνικός διχασμός υποβόσκει πάντα στο εσωτερικό της χώρας και δεν χρειάζεται και πολλές αφορμές ή πολύ χρόνο, για να εκδηλωθεί.

O… αφορισμός όσων δεν συμμετέχουν στα συλλαλητήρια και ο συλλήβδην χαρακτηρισμός τους ως «προδοτών» ή «μη σωστών Ελλήνων» -θυμηθείτε την σχετική ρήση του στρατηγού Φραγκούλη Φράγκου από το βήμα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης- είναι η άλλη όψη του νομίσματος των πάλαι ποτέ συγκεντρώσεων των «Αγανακτισμένων», όπου οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας καταγγέλλονταν από τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης και νυν κυβέρνησης, ως «γερμανοτσολιάδες».

Έτσι όπως τα έκαναν, είναι πλέον πολύ δύσκολο τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού να πείσουν εκείνο το τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο «εκπαίδευσαν» στο λαϊκισμό και τη μισαλλοδοξία, ότι εργάζονται για μία λύση προς το συμφέρον του τόπου.

Και είναι ακόμα πιο δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο, όταν εν συνόλω οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου τείνουν να μετατρέψουν ένα ζήτημα κατ’ εξοχήν εθνικό, σε νέο πεδίο κομματικής σύγκρουσης.

Δυστυχώς και ατυχώς, κυβέρνηση και αντιπολίτευση εστίασαν ευθύς εξ αρχής μόνο στο πρόβλημα της ονομασίας, δίχως να εστιάζουν στην εγκατάλειψη των αλυτρωτικών διεκδικήσεων από τους Σκοπιανούς.

Και, κάπως έτσι, το «μικρόβιο» του αλυτρωτισμού βρήκε πρόσφορο έδαφος για να παρεισφρήσει και σε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, δίνοντας βήμα και δύναμη σε διχαστικές δυνάμεις και φωνές, που αναζητούσαν μια ευκαιρία για να… βγουν από το καβούκι τους και να αναδείξουν τον ακραία εθνικιστικό τους λόγο, «καπελώνοντας» τους απλούς πολίτες, που ήθελαν απλά να εκφράσουν τον προβληματισμό τους για τις εξελίξεις.

Όταν ο «κουρνιαχτός» καταλαγιάσει και καθώς, κατά την ταπεινή εκτίμηση του γράφοντος, η επίλυση του Σκοπιανού ζητήματος θα έχει για μια ακόμα φορά παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, θα είναι ίσως χρήσιμο να εξετάσουμε πώς θα εξαλείψουμε τις αλυτρωτικές τάσεις που έχουν διαμορφωθεί και σε μια σημαντική μερίδα της ελληνικής κοινωνίας.

Κυρίως, όμως, θα πρέπει να επουλώσουμε τις πληγές που μας άνοιξαν οι ακραία εθνικιστικές κορώνες περί «προδοτών» και «μη σωστών Ελλήνων»…

Βασ. Αναστασόπουλος
protothema

Πηγή

Share.