Αν ως πολιτικός ειδικεύεσαι στην απάτη και την αυταπάτη, τότε δεν διστάζεις να υποσχεθείς τα πάντα.
Τον τετραγωνισμό του κύκλου, το ελιξίριο της νεότητας, το κέρας της Αμαλθείας και βέβαια την «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια που υπόσχεται ο Αλέξης Τσίπρας (1), σε μια οικονομία το χρέος της οποίας χαρακτηρίζεται από τους δανειστές της ως μη βιώσιμο (2).
Οι υποσχέσεις του κ. Τσίπρα αξίζουν όπως είναι γνωστό λιγότερο από το χαρτί που είναι γραμμένες.
Σημασία έχει η πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσουν οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι μετά τα μνημόνια των ελλειμμάτων, στα οποία μας έδιναν χρήματα με αντάλλαγμα τον έλεγχο των οικονομικών μας, από τον Αύγουστο και μετά θα βιώσουν τα μνημόνια του χρέους, στα οποία θα υπάρχουν στόχοι και επιτήρηση, την ώρα που θα πληρώνουμε πίσω στους δανειστές τα χρήματα που πήραμε.
Οι κυνικοί Ευρωπαίοι – που δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι έχουν πάθει ξαφνικό έρωτα με τον Τσίπρα -, έχουν κάθε λόγο να είναι αυτός που θα υπογράψει το μνημόνιο του χρέους. Γιατί γνωρίζουν (όπως και ο Erdogan άλλωστε), ότι πρόκειται για τον πιο υποχωρητικό στα συμφέροντά τους πρωθυπουργό της Ελλάδας από τότε που ξέσπασε η κρίση.
Όπως προκύπτει και από τα κλάματα της κας Μπαζιάνα στις επετείους των δημοψηφισμάτων, ο κ. Τσίπρας δεν τους έδωσε μόνο την ελληνική δημόσια περιουσία για 99 χρόνια.
Αφαίρεσε δηλαδή από τις ελληνικές κυβερνήσεις το βασικό εργαλείο καταπολέμησης των διεθνών κρίσεων και του μετριασμού των δυσμενών συνεπειών του οικονομικού κύκλου για δύο γενιές.
Οι δεσμεύσεις αυτές όμως δεν αποτελούν ακόμα στο σύνολό τους αντικείμενο μιας τυπικής συμφωνίας, που θα δεσμεύει την Ελλάδα με τα αντίστοιχα εργαλεία ελέγχου και κινητροδότησης.
Συνεπώς η χρησιμότητα του κ. Τσίπρα δεν έχει ακόμα εξαντληθεί. Υπάρχει ένα ακόμα μνημόνιο που θα πρέπει να υπογράψει.
Το μνημόνιο του χρέους, που θα συνοδεύει το τέλος της περιόδου που παίρναμε χρήματα από την Ευρώπη και θα σημαδέψει την μακρά περίοδο της αποπληρωμής.
Τι μορφή θα πάρει το μνημόνιο χρέους δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο. Δεν έχουν άλλωστε διαφανεί και οι επιπτώσεις από την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει το στόχο του 2017 για το ρυθμό ανάπτυξης (2,1% προέβλεπε το συντηρητικό ΔΝΤ και 1,5% προβλέπει τώρα η Εθνική Τράπεζα) και η συνεχιζόμενη κόπωση της υπερφορολόγησης.
Πτυχές του όμως έχουν αρχίσει ήδη να διαφαίνονται και τις αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι βρίσκονται διχασμένοι ανάμεσα στην ανάγκη να πείσουν τις αγορές να αγοράσουν ένα χρέος που το ΔΝΤ χαρακτηρίζει μη βιώσιμο – οπότε πρέπει να λένε τα καλύτερα άσχετα με το τι σκέπτονται ή τι συμβαίνει στην πραγματικότητα – και της αναπόφευκτης ανάγκης για το μνημόνιο χρέους, το οποίο βέβαια θα ονομαστεί διαφορετικά.
Στο Eurogroup της 15.6.2017 αναφέρεται ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα υλοποιηθούν μετά το τέλος του προγράμματος «κι εφόσον είναι αναγκαία… η ακριβής τους διάσταση θα διαμορφωθεί μέχρι τη λήξη του προγράμματος στη βάση μιας επικαιροποιημένης ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους, που … θα λαμβάνει υπόψη της τις συνέπειες αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων…».
Με δεδομένα όλα αυτά υπάρχει ελπίδα για να βγει η χώρα από τα μνημόνια; Η απάντηση είναι θετική και αρνητική ταυτόχρονα.
Η Ελλάδα λοιπόν θα παραμένει στα μνημόνια όσο εφαρμόζεται η τραγικά αποτυχημένη πολιτική του μνημονίου Τσίπρα, που είναι το πιο ανόητο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής που έχει εφαρμοστεί εδώ και δεκαετίες στην Ευρώπη.
Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η εκπαραθύρωσή του από οποιαδήποτε θέση κυβερνητικής εξουσίας είναι συνεπώς η μόνη εγγύηση για την πραγματική έξοδο της χώρας από την εποχή των μνημονίων.
(1) «Οι αγορές επιστρέφουν ήδη την ελληνική οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα και μας ανάβουν το πράσινο φως για τη καθαρή έξοδο από τα μνημόνια σε λίγους μήνες από σήμερα». Αλέξης Τσίπρας, ομιλία στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, 5.12.2017.
(2) «Το χρέος και οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN), αναμένεται να φτάσουν το 150% και το 17% του ΑΕΠ το 2030, αντιστοίχως, αλλά γίνονται εκρηκτικές στη συνέχεια. Η μη διατηρήσιμες αυτές δυναμικές αντανακλούν την ανάγκη της σταδιακής υποκατάστασης μεγάλου μέρους του κρατικού χρέους με χρηματοδότηση από την αγορά με πολύ υψηλότερα επιτόκια», Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ανάλυση βιωσιμότητας ελληνικού χρέους, καλοκαίρι 2017.
(3) «δέσμευση της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και στη συνέχεια μια δημοσιονομική τροχιά συνεπή με τις δεσμεύσεις της… που μπορεί να επιτευχθεί σύμφωνα με την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με πρωτογενές πλεόνασμα ίσο ή μεγαλύτερο -αλλά κοντά- στο 2% του ΑΕΠ από το 2023 ως το 2060», Απόφαση Eurogroup, 15.6.2017.
Θόδωρος Σκυλακάκης
liberal.gr