Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε “Β” από “Β-” προέβη ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s διατηρώντας θετικό το outlook, διαψεύδοντας όσους ανέμεναν μία πιο γενναιόδωρη κίνηση δύο βαθμίδων.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της S&P, η αναβάθμιση αντανακλά τη σταθερή βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας και τη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών προοπτικών. Η κυβέρνηση εμφάνισε πρωτογενή πλεονάσματα τόσο το 2016 όσο και το 2017 ενώ η οικονομία εξήλθε της πολυετούς ύφεσης πέρυσι. Η S&P “βλέπει” το πραγματικό ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 2% φέτος.

Η αγορά ομολόγων έχει εδώ και καιρό προεξοφλήσει τόσο την αναβάθμιση της Ελλάδας από την Standard & Poor’s όσο και την θετική έκβαση στο Eurogroup της Δευτέρας που θα οδηγήσει στο κλείσιμο της γ’ αξιολόγησης. Έτσι τα 10ετή τήρησαν σήμερα στάση αναμονής, σε αντίθεση με τα 2ετή που συνέχισαν την εντυπωσιακή τους πορεία. Επίσης αναφέρει ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από το ασυνήθιστα χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης ενός μεγάλου μέρους του χρέους της και τη συνεχή προσπάθεια στήριξης από τους επίσημους πιστωτές με τη μορφή δανείων πολύ μεγάλης διάρκειας με ευνοϊκούς όρους και της ελάφρυνσης χρέους.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Standard & Poor’s, το μέγεθος του χρέους της γενικής κυβέρνησης αποτελεί έναν σημαντικό περιορισμό στην αξιολόγηση της Ελλάδας. Μετά την Ιαπωνία, η Ελλάδα έχει τη δεύτερη υψηλότερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ, απ΄ όλες τις χώρες που αξιολογεί η S&P. Επίσης η “προϊστορία” της Ελλάδας που χαρακτηρίζεται από πολιτική αβεβαιότητα και πελατειακές σχέσεις έχει επίσης επιβαρύνει το αξιόχρεο της χώρας παρατείνοντας την οικονομική αδυναμία και αβεβαιότητα, περιορίζοντας τις εισροές ξένων κεφαλαίων και προκαλώντας μεγάλες εκροές καταθέσεων από τον τραπεζικό τομέα, οι οποίες εντάθηκαν την περίοδο Ιουνίου – Αυγούστου του 2015. Ως αποτέλεσμα αυτής της απώλειας λιανικής χρηματοδότησης, ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολουθεί σήμερα να εξαρτάται από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επίσης, σύμφωνα με την S&P, οι μελλοντικές προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες και την ικανότητά τους να βελτιώσουν το χαρτοφυλάκιο των δανείων τους, επίσης εξαρτάται από επιπρόσθετες ενέργειες για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ελληνικής δικαιοσύνης.

Με βάση τις εκτιμήσεις του οίκου αξιολόγησης, η Ελλάδα θα βγει φέτος από το πρόγραμμα του ESM με βελτιωμένες προοπτικές για την ανάπτυξη και την αγορά εργασίας. Οι επίσημοι πιστωτές της χώρας πιθανότατα θα ανακοινώσουν μέτρα για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους και ένα “μαξιλάρι” ρευστότητας για όταν βγει η Ελλάδα από το πρόγραμμα, τον Αύγουστο του 2018. Ακόμη η S&P, κρίνει ως πιθανή τη θέσπιση ενός πλαισίου εποπτείας μετά το πρόγραμμα, ενώ εκτιμά ότι η ελάφρυνση του χρέους και η διατήρηση του waiver της ΕΚΤ, θα αποτελέσουν κίνητρο για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα προκειμένου να δεσμευθούν σε μία μεταρρυθμιστική πορεία, αν και πιο περιορισμένη σε σχέση με πριν. Επίσης ο οίκος αξιολόγησης προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2018-2021.

Όπως επισημαίνει ο οίκος, η πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει από το 2015 και δεν υπάρχουν μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό περιβάλλον – κάτι που στο παρελθόν είχε προσθέσει σημαντικές πιέσεις όσον αφορά στην ανάπτυξη. Η S&P προβλέπει ότι θα εδραιωθεί μια ισχυρότερη οικονομική ανάκαμψη. Το 2017, η Ελλάδα πέτυχε τρία τρίμηνα ανάπτυξης για πρώτη φορά σε περισσότερο από μια δεκαετία. Ο οίκος εκτιμά ότι η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 1,3% σε πραγματικούς όρους κατά τη διάρκεια του έτους, χάρη στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 20,5% το 2017 από το ανώτατο του 27,9% το 2013. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια.

Η S&P αναμένει μέση ετήσια ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,4% την περίοδο 2018-2021. Αυτό θα φέρει το πραγματικό ΑΕΠ σε όρους ευρώ στα επίπεδα του 2002. Η επενδυτική δραστηριότητα, σύμφωνα με την S&P, θα ενισχυθεί πιθανόν από τη συνεχιζόμενη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων και τις περαιτέρω επενδυτικές δεσμεύσεις που συνδέονται με ορισμένες από τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και από την ανάγκη συντήρησης και αύξησης της επενδυτικής ικανότητας σε ορισμένους τομείς. Οι επενδύσεις κατέρρευσαν κατά 65% την τελευταία δεκαετία, μειώνοντας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παράγοντα το ΑΕΠ. Η S&P αναμένει ότι η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης θα βοηθήσει στην ιδιωτική κατανάλωση και θα αντισταθμίσει την επιβράδυνση της περαιτέρω αύξησης των φόρων και των περικοπών δαπανών.

Όπως αναφέρει η S&P, η Ελλάδα αναμένεται να ολοκληρώσει το τρέχον πρόγραμμα του ESM τον προσεχή Αύγουστο. Έως τότε μεσολαβούν δύο αξιολογήσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι σε εξέλιξη. Το πρόγραμμα έχει καλύψει μεγάλο μέρος των δύσκολων δομικών μεταρρυθμίσεων, επομένως ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι οι εναπομείνασες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί η ελληνική κυβέρνηση θα είναι συγκριτικά λιγότερο οδυνηρές αυτών που προηγήθηκαν. Η ομαλή ολοκλήρωση των αξιολογήσεων θα βοηθήσουν τις προσπάθειες της Ελλάδας να ενισχύσει τα αποθέματα ρευστότητάς της μέσω ομολογιακών εκδόσεων πριν την έξοδό της από το πρόγραμμα.

Η S&P τονίζει ότι οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας αναμένεται να αποφασίσουν για πιθανά πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους λίγο πριν το τέλος του προγράμματος. Ταυτόχρονα, αναμένει ότι θα προκύψουν περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με το μέγεθος και τη διαθεσιμότητα ενός “μαξιλαριού” ρευστότητας και ένα πλαίσιο εποπτείας μετά το πρόγραμμα. Ο οίκος εκτιμά ότι το πλαίσιο αυτό θα σχεδιαζόταν με τρόπο που θα συνέχιζε να επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να έχουν πρόσβαση στην ρευστότητα από την ΕΚΤ έναντι εγγυήσεων. Αναμένει επίσης περισσότερη σαφήνεια από τους επίσημους πιστωτές σχετικά με το αν θα αξιοποιηθούν, εάν υπάρχουν, τα κεφάλαια που δεν χορηγήθηκαν μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος.

Ως προς το χρέος, η S&P προβλέπει ότι την περίοδο 2018-2021 η Ελλάδα θα καταγράψει πρωτογενή πλεονάσματα που βοηθήσουν να μειωθεί το χρέος της γενικής κυβέρνησης στο 154% του ΑΕΠ το 2021 από το 178% το 2017, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Ακόμη και σε ονομαστικούς όρους, ο οίκος εκτιμά ότι το χρέος θα μειωθεί. Επίσης προβλέπει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από τον στόχο διότι δεν αποκλείει την πιθανότητα μίας περισσότερο ευέλικτης προσέγγισης από τους πιστωτές της Ελλάδας ως προς τη συμμόρφωση της χώρας με τον εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ.

Δεν βλέπει κίνδυνο νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών

Σύμφωνα με την S&P, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει σε μειονεκτική θέση, αλλά ο οίκος δεν “βλέπει” κίνδυνο ενός νέου γύρου ανακεφαλαιοποίησης. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) εξακολουθούν να αποτελούν το ήμισυ περίπου των δανείων σε όλη τη χώρα, παρά τις πρόσφατες μειώσεις. Έχουν ξεκινήσει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του μεγάλου αριθμού των NPEs, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής του εξωδικαστικού συμβιβασμού, της ανάπτυξης δευτερογενούς αγοράς και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Ο οίκος εκτιμά, ωστόσο, ότι οι διαγραφές δανείων πιθανότατα θα παραμείνουν ο μεγαλύτερος παράγοντας της μείωσης των ανοιγμάτων.

Στη Fitch η σκυτάλη

Το βλέμμα στρέφεται τώρα στη Fitch Ratings, η οποία αναμένεται να ανακοινώσει τις δικές της εκτιμήσεις για το αξιόχρεο της Ελλάδας στις 16 Φεβρουαρίου. Υπενθυμίζεται ότι ο συγκεκριμένος οίκος αξιολόγησης στις 18 Αυγούστου του 2017 είχε αναβαθμίσει την ελληνική πιστοληπτική ικανότητα σε “Β-” από “CCC”, με θετικό το outlook.

Είχε προηγηθεί, σχεδόν δύο μήνες πριν, στις 23 Ιουνίου, η αναβάθμιση της Ελλάδας από τη Moody’s σε Caa2 από Caa3 και η αναθεώρηση του outlook σε θετικό από σταθερό, στον απόηχο της επιτυχούς ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. Η αξιολόγηση της Ελλάδας παραμένει στην ίδια βαθμίδα καθώς τον προηγούμενο Οκτώβριο ο συγκεκριμένος οίκος αξιολόγησης δεν επικαιροποίησε τις εκτιμήσεις του.

capital.gr

Πηγή

Share.